του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου από το www.in.gr
Η Νέα Δημοκρατία κινήθηκε για μεγάλο διάστημα θεωρώντας ότι η κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό είχε τα χαρακτηριστικά μιας παντοδυναμίας.
Και όντως διάφορες πλευρές της συγκυρίας θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια τέτοια εκτίμηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια παταγώδη αποτυχία στις εκλογές του 2023 που άνοιξε τον δρόμο για μια ανοιχτή κρίση, δύο διασπάσεις και τώρα μια συνθήκη αποδιάρθρωσης. Το ΠΑΣΟΚ μόνο τώρα άρχισε να παίρνει τα πάνω του, και αυτό κυρίως λόγω της διαλυτικής συνθήκης στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να απειλεί τη Νέα Δημοκρατία. Η Ακροδεξιά ενισχύεται, χωρίς όμως να μπορεί να έχει τη συνοχή που της επέτρεπε να κινηθεί σε πραγματικά μεγάλες κλίμακες.
Το αποτέλεσμα είναι η Νέα Δημοκρατία να έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων ως προς το νομοθετικό έργο, την ώρα που είναι απαλλαγμένη από το άγχος της αναζήτησης ευρύτερων συναινέσεων κατά την επερχόμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η άλλη πλευρά είναι ότι η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με μια διαρκώς εντεινόμενη δυσαρέσκεια για τις πολιτικές που επικροτεί. Δυσαρέσκεια που έρχεται από διάφορες πλευρές: Από την κλιμακούμενη κρίση κόστους ζωής που εξανεμίζει τις όποιες αυξήσεις στις ονομαστικές αποδοχές και τη μείωση της ανεργίας. Από την επερχόμενη στεγαστική κρίση που ήδη έχει κάνει ορατή την παρουσία της στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες περιοχές. Από την προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών κυβερνητικών και κρατικών ευθυνών για την τραγωδία στα Τέμπη. Από την επίγνωση ότι σκάνδαλο των υποκλοπών υπήρξε και αφορά σε τελική ανάλυση το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Από την ανησυχία για μια προσπάθεια κατευνασμού της Τουρκίας χωρίς δεσμεύσεις ότι εγκαταλείπει τις αναθεωρητικές απόψεις της.
Και αυτή η δυσαρέσκεια δεν αφορά μόνο την ίδια την κοινωνία που έστειλε σαφές μήνυμα με την υποχώρηση της ΝΔ στις ευρωεκλογές αλλά και με όσα βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις, αλλά και το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.
Γιατί πλέον και εκεί έχει σπάσει η αίσθηση ότι είναι ένα συμπαγές μπλοκ. Ότι υπήρξαν οι πρώτες διαφοροποιήσεις βουλευτών, έστω και σε επίπεδο ερωτήσεων στη Βουλή, δεν είναι τυχαίο. Και βέβαια δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει το γεγονός ότι η διαγραφή ενός πρώην πρωθυπουργού, όποια γνώμη και εάν έχει κανείς για τους λόγους της διαφωνίας, δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο από την κοινωνία που τα εκλαμβάνει ως ενδείξεις έντονης εσωτερικής διαφωνίας και «φαγωμάρας».
Γνωρίζω ότι η κυβερνητική πλευρά όλα αυτά τα προσπερνά υποστηρίζοντας ότι είναι απλώς η αναμενόμενη και φυσιολογική φθορά ύστερα από 5,5 χρόνια στην εξουσία. Εγώ πάλι πιστεύω ότι έχουμε περάσει το στάδιο της φθοράς και είμαστε πολύ περισσότερο σε αυτό της κρίσης ενός ολόκληρου «παραδείγματος» άσκησης της εξουσίας.
Το 2019 η Νέα Δημοκρατία εκμεταλλεύτηκε και τελικά εκπροσώπησε το διάχυτο αίτημα «κανονικότητας» μιας κοινωνίας που είχε περάσει μια δύσκολη δεκαετία και μόλις πριν έναν χρόνο είχε βγει από τα μνημόνια. Επένδυσε ακόμη περισσότερο σε αυτό αξιοποιώντας το κράτος στην περίοδο της πανδημίας. Και έχοντας απέναντί της μια αντιπολίτευση που δεν κάθισε να διαβάσει τη συγκυρία και προσαρμοστεί σε αυτή κέρδισε τις εκλογές του 2023.
Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ελληνική κοινωνία έχει πολύ περισσότερο ένα αίτημα όχι κανονικότητας αλλά αναδιανομής, δικαιοσύνης και ασφάλειας. Ταυτόχρονα, είναι πολύ πιο δύσπιστη απέναντι στο πολιτικό σύστημα, εξ ου και η πρωτιά του «Κανένα» στην ερώτηση για την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.
Σε αυτό το τοπίο η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη αναδιπλωθεί στον σκληρό πυρήνα της επιρροής της, δηλαδή στα κοινωνικά στρώματα που ακόμη και σήμερα δηλώνου ότι τα πράγματα πάνε καλά γι’ αυτά. Αυτό σημαίνει ότι χάνει ένα μέρος της ευρύτερης πολιτικής επιρροής που φάνηκε έχει που αυτή τη στιγμή διαχέεται σε διάφορες κατευθύνσεις με πρώτο υποδοχέα την Ακροδεξιά, έναν χώρο που – ας μην το ξεχνάμε αυτό – πάντα επικοινωνεί με ένα σημαντικό μέρος της Νέας Δημοκρατίας. Και βέβαια όταν αρχίζει και υποχωρεί η επιρροή, τότε είναι που αυξάνει και εσωτερική γκρίνια και οι αντιπαραθέσεις.
Μόνο που όλα αυτά δεν αφορούν απλώς κάποιες κινήσεις επί χάρτου. Πρωτίστως αφορούν βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες και τον τρόπο που ευρύτερα κομμάτια πλησιάζουν πολιτικά κόμματα ή απομακρύνονται από αυτά.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι και τα όποια αποτελέσματα μπορούν να έχουν επιμέρους κινήσεις τακτικής είναι περιορισμένα, είτε πρόκειται για διαγραφές που αποσκοπούν στην «επίδειξη πυγμής» είτε για κάθε λογής προσπάθειες να «αλλάξει η ατζέντα» κατά τις υποδείξεις επικοινωνιολόγων.
Και αυτό γιατί όλα αυτά δεν αγγίζουν το ουσιώδες. Και αυτό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν πείθεται πια από την κυβερνητική πολιτική και δεν μπορεί να ταυτίσει τις δικές του ανάγκες με αυτή. Μπορεί να μην έχει βρει εναλλακτική και να είναι πολύ πιο δυσαρεστημένο με την αντιπολίτευση, αλλά πια δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση, γιατί αυτό θα απαιτούσε μια ριζική αλλαγή πολιτικής που ο Κυριάκος Μητσοτάκης όση επικοινωνιακή έμφαση και εάν δώσει στα ζητήματα καθημερινότητας δεν μπορεί να προσφέρει.
Όπως έχω γράψει ξανά, η πολιτική δεν προσφέρει ευκολίες πληρωμής. Αντιθέτως, όταν έρθει η ώρα του λογαριασμού, αυτός είναι άμεσα απαιτητός. Και τότε ο πολιτικός χρόνος απλώς μετράει ανάποδα.