Ο πατέρας μου αρρώστησε από γρίπη. Έτσι, είπε ο γιατρός. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι είχαν προσβληθεί οι πνεύμονες του από καρκίνο. Ήμουν εννέα χρονών και άκουσα τη μητέρα μου να λέει στην αδελφή της, για τον “ ξορκισμένο”. Εμένα δε με ρώτησε κανείς. Η αλήθεια είναι ότι τον έβλεπα στο λευκό μαντήλι του να φτύνει αίμα. Ήταν 39 ετών. Μετά τη λέξη “ξορκισμένο “έζησε 40 μέρες, ακριβώς.
Όταν με πήγε η μητέρα μου στο νοσοκομείο “Αγιος Σάββας” είδα πώς είχε μαυρίσει, λες και Δεκέμβρη μήνα, είχε κάνει δεκάδες μπάνια. Ακουσα το γιατρό να λέει στην αποσβολωμένη μητέρα μου, “τον έκαψε η βόμβα κοβαλτίου“. Γυρίζοντας σπίτι έτρεξα στην εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη να δω τί είναι αυτή η βόμβα. Τίποτε δεν έγραφε.
Με έπαιρνε η μητέρα μου στο νοσοκομείο. Δεν μου άρεσε ο θάλαμος. Βαμμένος μισός πράσινο, μισός ασβεστωμένος άσπρο. Τριγυρίζοντας, όμως, έκανα έναν φίλο. Πήγαινε κι αυτός τρίτη τάξη κι ήταν μαύρος σαν τον πατέρα μου. Μου έλεγε “έλα να ανεβούμε στον πάνω όροφο να δούμε τον Παναθηναϊκό που παίζει”. Του έκανα το χατίρι, παρόλο που ήμουν Ολυμπιακός. Την παραμονή που θα παίρναμε τον πατέρα στο σπίτι, πήγα να τον χαιρετίσω. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με λευκή κουβέρτα αλλά αυτός δεν ήταν. “Πήγε σπίτι του”, είπε δυνατά, κοιτώντας με η νοσοκόμα και ψιθύρισε στη μητέρα μου. “Πέθανε χτες”. Εκανα ότι δεν άκουσα. Αλλωστε η μητέρα μου με διαβεβαίωνε ότι ο πατέρας μου θα γίνει καλά από τον “ξορκισμένο».
Οσο κι αν ”το ξορκίζαμε», ο πατέρας μου άντεξε, ως τις 9 Γενάρη. Tον βγάλαμε στην αυλή, μ’ έναν αρρωστημένο ήλιο, καθισμένο σε μια πολυθρόνα, τυλιγμένο σε μια σκωτσέζικη κουβέρτα. “Είδες, μου είπε η μητέρα μου, που κλαις; Είναι καλύτερα». Την άλλη μέρα χιόνιζε πολύ κι εκείνος έφυγε. Κάθε φορά που περνούσαμε απέξω από το Νοσοκομείο γυρνούσα το πρόσωπο μου προς το γήπεδο. Δεν ήθελα να το βλέπω. Η μητέρα μου μου είχε πεΙ: “Οποιος μπαίνει εκεί δεν βγαίνει».
Μετά από 40 χρόνια αρρώστησε εκείνη. Δυο χρόνια, από γιατρό σε γιατρό, και κανείς δεν εύρισκε ότι είχε καρκίνο. Κι εγώ που μέσα μου το ήξερα, δεν τόλμησα να την πάω στον “Αγιο Σάββα». Την άκουγα να μου λέει “όποιος μπαίνει εκεί, δε βγαίνει”. Δε ήθελα να καταλάβει τη ασθένειά της. Τι μέγα λάθος! Αργά συνειδητοποίησα ότι αν την είχα πάει εκεί, θα ζούσε πολλά χρόνια ακόμη. Χρόνια μετά παρακάλεσα τον Δημήτρη Αβραμόπουλο και με έβαλε στο ΔΣ του Αγίου Σάββα. Εργάστηκα πολύ. Στον θάλαμο του πατέρα μου δεν μπήκα ποτέ.
Ωστόσο ακόμη φοβάμαι τη λέξη…
Άννα Παναγιωταρέα