Η μετάλλαξη Δέλτα του κορονοϊού έρχεται να ανατρέψει όλα όσα ξέραμε για την απόσταση των δυο μέτρων προκειμένου να μην κολλήσει κάποιος. Νέα μελέτη δείχνει ότι η απόσταση των δυο μέτρων στους κλειστούς χώρους δεν είναι αρκετή και αυτό μπορεί να φέρει ανατροπές στα μέτρα που θα ισχύσουν τον χειμώνα. Τι λένε οι Έλληνες επιστήμονες για τα νέα δεδομένα στην κοινωνική αποστασιοποίηση.
«Η μεταφορά των σωματιδίων που περιέχουν τον ιό και εκλύονται στον αέρα από μολυσμένους ανθρώπους, δεν αποτρέπεται σε συνθήκες εσωτερικού χώρου, όταν τα άτομα τηρούν απόσταση έως δύο μέτρα» συμπεραίνει η νέα μελέτη. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα δημοσιευθούν αρχές Οκτωβρίου στην επιθεώρηση Sustainable Cities and Society.
Σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στο iatropedia.gr ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, εξηγεί ότι η ανατροπή αυτή προήλθε από την επιστημονική παρατήρηση της συμπεριφοράς του νέου στελέχους Δέλτα, το οποίο έχει την ικανότητα να μεταδίδεται σε ταχύτερους χρόνους, επιμολύνοντας ευκολότερα τους ανθρώπους.
«Δηλαδή με το παλιό στέλεχος έπρεπε ο άλλος να μιλάει δυνατά κοντά μου, να φτερνίζεται για 15 λεπτά για να κολλήσω χωρίς μάσκα, ενώ στην περίπτωση του Δέλτα, με την ίδια συμπεριφορά, για να κολλήσω χρειάζεται μόλις μισό λεπτό. Με το αερόλυμα χρειάζεται περισσότερος χρόνος και στις δύο περιπτώσεις, αλλά αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο παλιό και στο νέο στέλεχος. Η απόσταση, είναι το μέτρο που παίρνουμε για να μειώσουμε τις πιθανότητες, όμως, αυτή πλέον δείχνει πως δεν επαρκεί. Ο δεύτερος τρόπος είναι να μειώσεις το φορτίο που υπάρχει στον εσωτερικό αέρα, με καλό εξαερισμό ή απολύμανση του αέρα», λέει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Τα νέα επιστημονικά δεδομένα, ενδέχεται να φέρουν αλλαγές στα υγειονομικά πρωτόκολλα που θα ισχύσουν τον ερχόμενο χειμώνα, ώστε τα μέτρα να είναι πιο αποτελεσματικά για να περιοριστεί η διασπορά της μετάλλαξης Δέλτα, σε εργασιακούς χώρους, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, σχολεία, πανεπιστήμια, αλλά και μέσα μαζικής μεταφοράς.
Κοινωνική αποστασιοποίηση: Τι έδειξε η νέα μελέτη
Οι ερευνητές στα πειράματα τους εξέτασαν τρεις βασικούς παράγοντες: την ποσότητα και ταχύτητα κυκλοφορίας του αέρα εντός ενός κλειστού χώρου, τη ροή και κατεύθυνση του αέρα όταν χρησιμοποιούνται πηγές εξαερισμού και τον τρόπο εκπομπής αερόλυματος μέσω της αναπνοής και της ομιλίας.
Στην εξίσωση μελέτησαν, επίσης, τη μεταφορά αερίων που εκπέμπονται συνήθως σε αεροστεγείς χώρους σε συνάρτηση με τα ανθρώπινα αναπνευστικά αερολύματα -μεγέθους από 1 έως 10 μικρόμετρα- τα οποία και μεταφέρουν τον ιό SARS-CoV-2 (κορονοϊός), που προκαλεί τη νόσο COVID-19.
Ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Αρχιτεκτονικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Penn State, Ντονχιάν Ριμ τόνισε ότι «σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, τα σωματίδια που φέρουν τον ιό και εκλύονται από ένα μολυσμένο άτομο όταν εκείνο μιλά και δεν φορά μάσκα, μπορούν γρήγορα να ταξιδέψουν – για την ακρίβεια μέσα σε ένα λεπτό – ως τη ζώνη αναπνοής ενός άλλου ατόμου, ακόμη και αν τα δύο αυτά άτομα τηρούν απόσταση δύο μέτρων».
Στη μελέτη τονίζεται, ότι μεγαλύτερος κίνδυνος υπάρχει στα σπίτια και στα γραφεία, όπου υπάρχει παλιός εξαερισμός στο ταβάνι, καθώς στην περίπτωση αυτή το αερόλυμα ταξιδεύει πιο γρήγορα και πιο μακριά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο φρέσκος αέρας που ρέει, παρασύρει τον “παλιό” αέρα ψηλά, δηλαδή από το πάτωμα προς το φρεάτιο εξαερισμού στο ταβάνι.
Αυτός ο τύπος συστήματος αερισμού, που έχουν πολλά σπίτια, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το κάθε άτομο να εκτεθεί σε επτά φορές υψηλότερες συγκεντρώσεις αερολύματος από τον ιό σε σύγκριση με κτίρια όπου υπάρχει μεικτό σύστημα αερισμού.
Δείτε ένα χαρακτηριστικό διάγραμμα από τη μελέτη
Σαρηγιάννης: Ποιες λύσεις προτείνει η μελέτη
Τα συμπεράσματα της μελέτης, οδηγούν στην ανάγκη αναθεώρησης των υπαρχόντων υγειονομικών πρωτοκόλλων που θεωρούν επαρκή και ασφαλή την απόσταση των δύο μέτρων για τη μη μετάδοση του ιού, αλλά και στην ανάγκη εξεύρεσης νέων λύσεων.
Ο καθηγητής Σαρηγιάννης υποστηρίζει ότι η μελέτη βάζει τα εξής ζητήματα: «Τα ουσιαστικά ζητήματα που βάζει η μελέτη είναι, είτε η διάταξη του χώρου να αλλάξει στα 4 μέτρα απόσταση ή και παραπάνω, είτε να υπάρξει ενεργός τρόπος να μειώσει κανείς το διαθέσιμο ιικό φορτίο σε επίπεδο αερολύματος. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: είτε καλός εξαερισμός με ρεύμα αέρα που ανακυκλώνει όλο τον όγκο της ατμόσφαιρας στον εσωτερικό χώρο είτε τη χρήση συσκευών απολύμανσης του αέρα».
Η λύση με τα ανοιχτά παράθυρα για την ανακύκλωση του αέρα -που συστήνονται και αποτελούν πράγματι σημαντικό μέτρο για τον περιορισμό της διάδοσης του ιού- δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις εφικτή κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Επίσης, ο αέρας δεν ανακυκλώνεται σε καθολικό βαθμό. Σύμφωνα με τον Δημοσθένη Σαρηγιάννη, σε παλιότερη μελέτη που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος μετά από εντολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την ποιότητα του αέρα εξαιτίας του καπνίσματος στις παμπ της Ιρλανδία, είχε αποδειχθεί -όπως λέει ο ίδιος- ότι η ατμόσφαιρα καθαρίζει αποτελεσματικά από μολυσματικά σωματίδια, μόνο εάν υπάρχουν 20 εναλλαγές αέρα κάθε μία ώρα!
«Πρέπει δηλαδή, όπως είχαμε δει στη μελέτη, να κάνεις τόσο δυνατό εξαερισμό, που να είναι 20 εναλλαγές αέρα την ώρα, δηλαδή να αλλάξεις τον όγκο του αέρα 20 φορές σε μία ώρα. Αυτό αντιστοιχεί σε συνθήκες τυφώνα, σε παίρνει και σε σηκώνει, δηλαδή. Άρα δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνει κανείς αυτό σε εσωτερικό χώρο, ώστε να προσεγγίσει τον ασφαλή εξαερισμό του κλειστού χώρου», καταλήγει ο καθηγητής.
Ρεπορτάζ: Γιάννα Σουλάκη / Πηγή: iatropedia.gr