Τρίτη
5
Νοέμβριος
TOP

Η πρώτη έρευνα σε «πραγματικό χρόνο» χρειάστηκε 30 ανεμβολίαστους εθελοντές

Την πρώτη μελέτη «σε πραγματικό χρόνο» (human challenge study) για τον κοροναϊό πραγματοποιούν εδώ και περίπου πέντε μήνες ερευνητές στη Βρετανία, ακολουθώντας μια διαφορετική μέθοδο συγκριτικά με τις τυπικές κλινικές δοκιμές, κατά τις οποίες οι επιστήμονες ελέγχουν αν τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Wall Street Journal, ερευνητές στη Βρετανία μετέδωσαν τον ιό που προκαλεί την Covid σε 30 εθελοντές, οι οποίοι ήταν υγιείς, ανεμβολίαστοι και μεταξύ 18 και 30 ετών.

Στόχος της μελέτης είναι να παρατηρηθεί σε πραγματικό χρόνο πώς ο ιός επιτίθεται στο ανθρώπινο σώμα και, από τη στιγμή της μόλυνσης, πώς αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα.

Οι εθελοντές βρίσκονται υπό 24ωρη παρακολούθηση σε νοσηλευτικές εγκαταστάσεις, επιτρέποντας στους επιστήμονες, μεταξύ άλλων, να μετρούν το ιικό τους φορτίο δύο φορές την ημέρα, να διενεργούν εξετάσεις αίματος και να μετρούν να αντισώματά τους στην αναπνευστική οδό και στο αίμα τους, όπως αναφέρει ένας εκ των επικεφαλής της έρευνας, ο καθηγητής Πίτερ Όπενσο.

«Ακριβώς επειδή μπορούμε να πάρουμε τόσα διαφορετικά δείγματα, είμαστε σε θέση να λάβουμε εξαιρετικές και νέες πληροφορίες για το πώς ο ιός προκαλεί τη νόσο. Μαθαίνουμε περισσότερα για τη συμπεριφορά του και τους τρόπους που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άλλα όργανα. Κάτι πολύ σημαντικό, στην προσπάθεια να μάθουμε πώς μπορούμε να αποτρέψουμε αυτές τις επιπλοκές», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Αντίστοιχες έρευνες είναι εντελώς διαφορετικές από τις «τυχαίες» κλινικές δοκιμές, όπου οι ερευνητές χρησιμοποιούν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, στους οποίους χορηγούν μισό εμβόλιο και μισό placebo και, στη συνέχεια, εκτίθενται δυνητικά στον ιό με φυσικό τρόπο.

Ενδεικτικό είναι ότι οι κλινικές δοκιμές στις ΗΠΑ για τον κοροναϊό χρησιμοποίησαν πάνω από 30.000 εθελοντές.

Αντίθετα, μια μελέτη σε «πραγματικό χρόνο», με σχετικά μικρό αριθμό συμμετεχόντων, αναφέρει η WSJ, προσφέρει ακριβείς απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, συχνά συνδεόμενες με την ανοσολογική απόκριση.

Σήμερα, ανάλογες έρευνες χρησιμοποιούνται συνήθως για τη μελέτη ασθενειών όπως η γρίπη, η ελονοσία, η χολέρα, η σαλμονέλα και άλλες. Ωστόσο, τονίζει το δημοσίευμα, διενεργούνταν για αιώνες, ανά περιόδους, εγείροντας ηθικά ερωτήματα.

Το 1976 η πρώτη ανάλογη έρευνα για την ευλογιά

Το πρώτο εμβόλιο κατά της ευλογιάς αναπτύχθηκε το 1796, όταν ένας γιατρός εξέθεσε ένα υγιές αγόρι σε έναν παρόμοιο αλλά πιο ήπιο ιό και, στη συνέχεια, στον θανατηφόρο ιό της ευλογιάς. Το αγόρι δεν μολύνθηκε από την ευλογιά και ο εμβολιασμός εξελίχθηκε σε πρωταρχική άμυνα ενάντια στην ανίατη ασθένεια, η οποία εξαλείφθηκε τον 20ό αιώνα.

Άλλες τέτοιες μελέτες, μεταξύ τους και μερικές που περιλάμβαναν παιδιά και βρέφη, τελικώς κρίθηκαν «ανήθικες».

Πριν γίνει διαθέσιμο το εμβόλιο κατά του κοροναϊού ή άλλες θεραπείες, η ιδέα της ηθελημένης μετάδοσης του ιού σε εθελοντές δημιούργησε, επίσης, συζητήσεις και ο βασικός στόχος της συγκεκριμένης βρετανικής μελέτης είναι να καθορίσει την ελάχιστη δυνατή δόση του ιού που θα κάνει τους εθελοντές να νοσήσουν, προκειμένου οι ερευνητές να τον μελετήσουν, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι το ρίσκο των συμμετεχόντων θα είναι το ελάχιστο δυνατό.

Η έρευνα ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο και είναι προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί εντός Σεπτεμβρίου.

Οι εθελοντές λαμβάνουν εξαρχής 5.000 δολάρια έκαστος, με το ακριβές τελικό ποσό να εξαρτάται από το πόσο θα διαρκέσει η συμμετοχή τους.

Η μελέτη, που διενεργείται από το πανεπιστήμιο Imperial, έχει χρηματοδοτηθεί από την βρετανική κυβέρνηση με 46 εκατ. ευρώ, ποσό που περιλαμβάνει και μελλοντικές έρευνες.

Όπως αναφέρει η WSJ, σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη έχει ήδη οδηγήσει σε νέες πληροφορίες για τον ιό, τις οποίες δεν είναι σε θέση να ανακοινώσουν πριν τη δημοσίευση των ευρημάτων τους.

«Αυτό το πρώτο σκέλος της έρευνας αποσκοπούσε στο να εξακριβώσουμε αν μπορούμε να το κάνουμε με ασφάλεια. Η επόμενη φάση θα αφορά και ερωτήματα για εκείνους που έχουν προηγουμένως αποκτήσει κάποια ανοσία, εν πολλοίς από τα εμβόλια, αλλά και από φυσική μόλυνση», εξηγεί ο καθηγητής Όπενσο στην WSJ.

in.gr