Θα κάτσουμε, άραγε, να αναθεωρήσουμε; Να αναστοχαστούμε; Ή θα πληγωνόμαστε από τις σκέψεις που δεν τολμήσαμε να κάνουμε; Κάθε χρονιά που μας αφήνει, δεν πρέπει να την… αφήνουμε. Μας αφήνει με καλές και κακές στιγμές. Μας αφήνει με ένα στίγμα… Κι εδώ θα πρέπει να δούμε το παρόν αλλιώς, όπως του αξίζει, και όχι να ζήσουμε άλλη μια… μετάλλαξη στην κανονικότητα που δικαιούμαστε.
Συνεχίζουμε στην επόμενη σελίδα και είμαστε ακόμη εδώ. Όσοι είμαστε, δυστυχώς, όχι όλοι… Τι άλλο πρέπει να πεις, για να καταλάβεις πως για εκείνο, που εσύ θεωρείς δεδομένο κάποιοι άλλοι προσεύχονται. Πως σε μια χρονιά που μια πανδημική δοκιμασία έφερε το «μαζί», ακόμη πιο… μακριά, είδαμε ανθρώπους μας να φεύγουν. Να πεθαίνουν μόνοι, και, να τους αποχαιρετούμε χωρίς καν να μπορούμε να πούμε ένα απλό αντίο, αγγίζοντας το χέρι τους. Από εκείνη την ανθρώπινη επαφή της… φυγής, σε εκείνη της αγκαλιάς που δεν μπορέσαμε να κάνουμε τους δικούς μας ανθρώπους, γιατί μια… μάσκα προστασίας μας χώρισε.
Διαπιστώνουμε είναι πως τα προβλήματα πια είναι τόσο κοινά, όσο κοινή πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους. Κράτη και κυβερνήσεις «πάλεψαν» να βρουν λύσεις απέναντι σε μια κοινή απειλή, και, δεν τα κατάφεραν. Οι τρόποι και οι πολιτικές δοκιμάστηκαν με αβεβαιότητες και συνέπειες. Κανείς δεν ήξερε τι και πως γίνεται, αλλά και τι μπορεί να ακολουθήσει. Η «νομιμοποίηση» της κρίσης μέσα από πολιτικές που ξεπερνούσαν τα πάντα, έδωσε τροφή σε έναν διαιρετισμό -κάτι που στην Ελλάδα «ψοφάμε» να αναβιώνουμε κάθε τρεις και λίγο. Βάλε και λίγο το νέο «είδος» των «ψεκ» που συντηρήθηκε από «κατάλοιπα» αναχρονισμού ή και «υπερσυγχρονισμού», και, κάνεις ένα μείγμα που η γέννηση, της επόμενης πολιτικής «μετάλλαξης» δεν θα αργήσει. Όσοι δεν κατανοήσουν πως το μέλλον είναι κοινό, τότε, δεν θα αργήσουμε να επιβεβαιώσουμε κάθε… προφητεία.
Κατανοούμε πως δεν πέρασε απλά άλλη μια χρονιά. Πέρασε μια χρονιά που λίγα έγιναν. Η πανδημία επισκίασε τα πάντα και η πολιτική παραβολή, δομήθηκε ανάμεσα σε αγωνίες και άγονες αντιπαραθέσεις. Χάθηκε η ουσία… Φθάνουμε λοιπόν ούτε λίγο ούτε πολύ, να μιλάμε για τα ίδια και τα ίδια που δεν… γίνονται. Έχει ο τόπος στόχους; Προφανώς. Γιατί, αλήθεια δεν αφήνουμε τις δυνατότητές του να εξελιχθούν; Ποιος αλήθεια μπορεί να πιστοποιήσει το τι θέλουμε; Τι ζητάμε; Και ποιο είναι το σχέδιο, όχι της πολιτικής ανακατωσούρας και της φανφαρολογίας, αλλά εκείνο που θα φτάσει σε 5-10 χρόνια κάπου και σε κάτι; Κατανοούμε πως εκείνο που λείπει είναι ο σχεδιασμός, του πως θα οδηγηθούμε σε έναν καλύτερο τόπο -που δυστυχώς υπογεννητικά μαραζώνει- για τα παιδιά μας.
Εάν θέλουμε να κάνουμε την ελπίδα, προσδοκία πρέπει να δούμε το παρόν διαφορετικά, αλλιώς όποια και ελπίδα να δομήσουμε, επάνω σε βάσεις που δεν έχουν ταυτότητα, συνείδηση και περιεχόμενο, τότε, πάλι στα ίδια θα είμαστε με λίγες… μεταλλάξεις κανονικότητας και το 2023.
Από το… κάνουμε έως το κρίμα, ένα… μπορούμε δρόμος.
του Θέμη Ι. Κανελλόπουλου