Όταν αλλάζουν οι εκλογικοί νόμοι τίθενται ασφαλώς διάφορα νέα δεδομένα με τα οποία κανείς δεν έχει εξοικειωθεί. Αυτή είναι η τρέχουσα περίπτωση στην Ελλάδα, με δύο μάλιστα ψηφισμένους νέους εκλογικούς νόμους στο συρτάρι, αλλά άγνωστες ακόμα τις βασικές συνέπειές τους.
Στον Πίνακα 1 παρατίθενται τα ποσοστά αυτά και αντιλαμβάνεται κανείς ότι π.χ. στη συνήθη γκάμα μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου στις ελληνικές εκλογές (4%-6%) για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία απαιτούνται εκλογικά ποσοστά της τάξης του 47%-48%. Ποσοστά δηλαδή που έχουν προσεγγιστεί μόνο στις «μεγάλες νίκες» των τελευταίων 40 ετών (1981, 1990, 1993).
Το πρώτο σενάριο (Πίνακας 2) αναδεικνύει ένα προπορευόμενο κόμμα ικανό να ξεπεράσει ακόμα και το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του, ενώ στο δεύτερο σενάριο (Πίνακας 3) υπολογίζεται μια σχετική απομείωσή του, σε κάθε περίπτωση όμως με σημαντική απόσταση από το δεύτερο κόμμα, όπως υποδεικνύουν όλες οι τρέχουσες ενδείξεις. Εννοείται ότι στο δεύτερο σενάριο συνυπολογίζεται η κινητικότητα που υπάρχει πρόσφατα στον χώρο του τρίτου κόμματος (ΚΙΝΑΛ), με εμφανή άνοδό του στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αν και μόνο η κατάληξη της διαδικασίας εκλογής της νέας ηγεσίας του θα δείξει πώς θα ισορροπήσουν αυτά τα δεδομένα.
Ετσι µπαίνει ουσιαστικά στην εξίσωση ένα σημαντικό δίλημμα για το τρίτο κόμμα. Θα συνεισέφερε τις έδρες του για σχηματισμό κυβέρνησης με το προπορευόμενο κόμμα ή θα προτιμούσε να μείνει στην αντιπολίτευση ελπίζοντας ότι θα αυξήσει την επιρροή του με αναβαθμισμένο ρόλο στο μέλλον; Οπότε όμως η επανάληψη των εκλογών θα ήταν μάλλον αναπόφευκτη.
Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, θα άλλαζαν και τα δεδομένα με την εφαρμογή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η Ν.Δ. στις αρχές του 2020, ο οποίος, πριμοδοτώντας σχετικά το πρώτο κόμμα, διευκολύνει τον σχηματισμό κυβέρνησης στα όρια που βλέπει κανείς στους πίνακές μας.
Ορια που αναδεικνύουν μια μάλλον ήπια αναλογική πλειοψηφικής κλίσης, όπου από το 25% για το πρώτο κόμμα κλιμακώνεται μια ονομαστική πριμοδότηση 20 εδρών αρχικά, που αυξάνεται κατά μία έδρα για κάθε 0,5% παραπάνω, μέχρι 50 έδρες στο 40% και άνω. Επισημαίνεται ότι η πριμοδότηση αυτή είναι σε κάθε περίπτωση ονομαστική και όχι πραγματική, αφού το πρώτο κόμμα δικαιούται έτσι ή αλλιώς την αναλογία του στις έδρες που διαχωρίζονται ως μπόνους. Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό στους Πίνακες 2 και 3 ότι οι παραπάνω έδρες που λαμβάνει το πρώτο κόμμα σε σχέση με την αναλογική είναι 27 και στις δύο περιπτώσεις.
Το σίγουρο είναι ότι το 40% εξασφαλίζει μονοκομματική πλειοψηφία, ανάλογα με τη μη αντιπροσωπευόμενη ψήφο το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με λίγο μικρότερα ποσοστά, αλλά τα όρια είναι ασφαλώς περιορισμένα. Αν και το προπορευόμενο κόμμα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με την αναλογική, η συζήτηση για συνεργασίες δεν είναι εξ ορισμού απίθανο να προκύψει και έπειτα από δεύτερες συνεχόμενες εκλογές.
* Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, ειδικός εκλογικός αναλυτής.