Τετάρτη
25
Δεκέμβριος
TOP

Ο προϋπολογισμός του 2023 είναι ο τελευταίος… ξέγνοιαστος

Ο υπουργός Χρ. Σταϊκούρας θεωρεί τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 ως έναν ιστορικό προϋπολογισμό! Έχοντας υπόψη το κύμα των δεσμεύσεων που έρχεται το 2024, θα ήταν πιο σωστό να θεωρηθεί ως ο τελευταίος ξέγνοιαστος ή άνετος της περιόδου.

Το 2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης (όλων των φορέων του Δημοσίου που υπάγονται στον προϋπολογισμό) θα ανέλθει σε 1,6 δισ. ευρώ ήτοι στο 0,7% του ΑΕΠ από έλλειμμα της τάξης του 1,6% του ΑΕΠ του 2022. Επίσης, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης θα καταγράψει έλλειμμα που αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο έλλειμμα για το 2022 ήταν 4,1%.

Να υπενθυμίσουμε όμως ότι το 2024 θα επανέλθουμε στη δημοσιονομική «ομαλότητα». Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να γίνει θετικό και να ανέλθει στο 2,2% του ΑΕΠ κατά τα συμφωνηθέντα παλαιότερα, ενώ το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης οφείλει να είναι είτε ισοσκελισμένο –αν εφαρμοστεί το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που είναι σε αναστολή από το 2019 -είτε στο 3% κατά τα ισχύοντα ή αν γίνει αποδεκτή η νέα Ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα «Το Πλαίσιο της Οικονομικής Διακυβέρνησης».

Επίσης, θα ενταχθούμε εκ νέου στη διαδικασία της αυξημένης εποπτείας σύμφωνα με το «Πακέτο των 2 μέτρων» (2013) ως ότου ξοφλήσουμε το 75% των χρεών μας. Ακόμη, αν εφαρμοστεί η νέα προς συζήτηση Ανακοίνωση της Επιτροπής, τότε τα κράτη-μέλη με χρέος άνω του 60% οφείλουν να συντάξουν τετραετές σχέδιο διαρκών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, ή άλλως να συντάξουν υπό την εποπτεία της Επιτροπής ένα νέο Μνημόνιο!

Οι ανωτέρω εξελίξεις συμπληρώνονται και από τα ακόλουθα δεδομένα των εξαγωγών κα εισαγωγών που εύλογα προβληματίζουν. Αναλυτικότερα, το 2019 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (των αγαθών, υπηρεσιών και μεταβιβάσεων) της χώρας μας ανερχόταν σε 2,7 δισ. ευρώ. Το 2020 εκτινάχθηκε στα 10,9 δισ. ευρώ! Η ανοδική του πορεία συνεχίσθηκε και τη δεύτερη χρονιά του Covid, το 2021, όπου έπιασε το ρεκόρ των 12,2 δισ. ευρώ.

Το 2022, κατά την πρώτη μεταCovid εποχή και πάρα την εκτίναξη των εξαγωγών και την επανεκκίνηση του τουρισμού, το έλλειμμα αυτό άγγιξε το πρώτο οκτάμηνο του έτους τα 10 δισ. ευρώ. Εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στα περσινά επίπεδα αντιπροσωπεύοντας περίπου το 6% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτή είναι μια πρώτη ανησυχητική εξέλιξη που αντανακλά τις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας με κεντρικό άξονα την αποβιομηχάνισή της.

Ως προς το δημόσιο χρέος, μετά την άνοδό του ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά το 2020-21, έχουμε μια πτώση στο 168,9% για το 2022 και εκτιμάται ότι θα υπάρχει περαιτέρω κάμψη στο 159,3% το 2023. Βέβαια, εδώ η ανησυχητική εξέλιξη εντοπίζεται στη μη αποκλιμάκωσή του σε απόλυτες τιμές. Αυτό αυξάνεται ανερχόμενο στα 355 και 357 δισ. ευρώ το 2022 και 2023 αντίστοιχα.

Νέα δεδομένα

Έτσι, έχουμε ένα άλλο ανησυχητικό μέγεθος που ενισχύεται από δυο δεδομένα. Το πρώτο αφορά τον ισχνό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (γύρω στο 1% μόνο) μεσοπρόθεσμα σύμφωνα με το ΔΝΤ. Το δεύτερο σχετίζεται με τις δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, που επιτείνουν τόσο το χρέος, όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω των υψηλών εισαγωγών και της πολύ χαμηλής συμμετοχής της εγχώριας παραγωγής σε αυτούς.

Αν συμμετείχε η εγχώρια παραγωγή σε υψηλό βαθμό στα εξοπλιστικά προγράμματα (βλ. Ισραήλ, Ν. Κορέα και Τουρκία), τότε το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ θα ήταν πολύ χαμηλότερο, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής θα προσέγγιζε τον μέσο κοινοτικό όρο ενισχύοντας έτσι το ΑΕΠ.

Πέρσι η κυβέρνηση πρόβλεπε ότι το ΑΕΠ θα αυξανόταν κατά 4,5% το 2022, ενώ φέτος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,6% με το κλείσιμο της χρονιάς. Αυτό το θεωρεί μεγάλη επιτυχία. Βλέπει όμως μόνο τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού! Ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας ο Ντισραέλι κάποτε είχε πει «Υπάρχουν ψέματα, καταραμένα ψέματα και στατιστικές». Τα στοιχεία που έπονται προκαλούν ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με την επιβεβαίωση αυτής της θέσης.

Αναλυτικότερα, ας δούμε τη σύνθεση του ΑΕΠ αρχικά. Αυτό προσδιορίζεται από την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις δημόσιες δαπάνες και τις εξαγωγές αφαιρουμένων των εισαγωγών. Το 2022 η ιδιωτική κατανάλωση θα είναι τελικά διπλάσια από την προβλεπόμενη (πρόβλεψη πέρσι για αύξηση κατά 3%, νέα εκτίμηση φέτος 7,2%) ενώ οι επενδύσεις δεν έπιασαν τον στόχο (πρόβλεψη πέρσι για αύξηση κατά 21,9% νέα εκτίμηση φέτος μόνο 10%).

Οι δημόσιες δαπάνες αυξηθήκαν (πρόβλεψη πέρσι 65,5 δισ. ευρώ, νέα εκτίμηση φέτος 71,8 δισ. ευρώ). Εδώ παρενθετικά σημειώνεται ότι οι δημόσιες δαπάνες θα ανέλθουν στα 69,9 δισ. ευρώ κατά το επόμενο έτος, των εκλογών, το 2023! Σε όμοιο ποσό 69,7 δισ. ευρώ ανέρχονταν στον προϋπολογισμό του 2010! Βέβαια στη σύγκριση αυτή οφείλουμε να λάβουμε κατά νου και τον πληθωρισμό.

Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών υπερντισταθμίστηκαν από τις εισαγωγές το 2022, με συνέπεια, όπως τονίσαμε ανωτέρω το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών να εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 12 δισ. ευρώ. Οπότε η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και στις δημόσιες δαπάνες. Αυτά όμως τα δυο μεγέθη της ζήτησης, που θα οδηγήσουν τελικά στη αύξηση του κατά 5,6%, επιδείνωσαν τη σχέση εξαγωγών-εισαγωγών με συνέπεια να ενισχυθούν κάθετα οι εισαγωγές οδηγώντας έτσι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα ύψη.

Θα ήταν πολύ διαφορετική η εικόνα του ΑΕΠ αν η εν λόγω αύξηση οφειλόταν στη θεαματική, πέραν των προβλέψεων, άνοδο των επενδύσεων και των εξαγωγών εις βάρος των εισαγωγών κάτι που δεν έγινε! Οπότε οι προαναφερθείσες συνιστώσες του 5,6% προκαλούν περισσότερο έντονο προβληματισμό παρά ενθουσιασμό.

Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας είναι η αποβιομηχάνισή της χώρας και η καταστροφή του αποθέματος του κεφαλαίου της. Αυτά ερμηνεύουν το εταιρικό επενδυτικό κενό της τάξης των 130 δισ. ευρώ από τον μέσο κοινοτικό (βλ. έκθεση Πισσαρίδη). Οι υφιστάμενες επιλογές μέσα από το Σχέδιο Ανάκαμψης όπως διαμορφώνεται και το νέο ΕΣΠΑ (2021-27) αδυνατούν να το καλύψουν. Αντίθετα, η νέα αναπτυξιακή στρατηγική δίνει για πολλοστή φορά ώθηση στις εισαγωγές και έκταση σε προσανατολισμούς μιας δεύτερης προτεραιότητας.

* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και Π. Αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών