Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Πανδουλεία

του Γιάννη Τυπάλδου

Όταν κάποιο σοβαρό γεγονός έρχεται ξαφνικά ν’ αλλάξει την καθημερινότητα των ανθρώπων δημιουργούνται αφετηρίες πολλών επιφαινομένων.

Πολλές φορές, μας διδάσκει η ιστορία, οι κοινωνίες βιώνουν διάφορες συμφορές που έχουν τραγικό χαρακτήρα. Παγκόσμιοι πόλεμοι, πανδημίες θανατηφόρες μεγάλες οικονομικές κρίσεις, θρησκευτικές συγκρούσεις αλλάζουν τα δεδομένα και δημιουργούνται ποικίλες και απρόβλεπτες αντιδράσεις και εξελίξεις.

Ένα μάγμα φαντασιακών ερμηνειών πολιορκεί το εγώ κάποιων πολιτών. Εκείνο αντιδρά προσπαθώντας να κατασκευάσει κάποιο ανάλημμα για να αποφύγει τη σχέση του ή ακόμα και την ολική υποταγή του σε αμφίσημης ποιότητας επιλογές και κανόνες της λεγόμενης πολιτείας.

Να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των ατόμων, ο απλός άνθρωπος δεν έχει καμία συμμετοχή ή ευθύνη για την γένεση αυτών των γεγονότων και των όποιων επιπτώσεων στις κοινωνίες.

Εδώ και δύο χρόνια ολόκληρη η ανθρωπότητα βιώνει ένα αβάσταχτο μαρτύριο: Αυτό της πανδημίας του κορονωιού. Κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πώς θα είναι οι κοινωνίες και η ζωή μας μετά την εξαφάνισή του.

Ενώ η πανδημία διεισδύει παντού και κάθε στιγμή απλώνεται όλο και πιο πολύ οι αντιδράσεις των ανθρώπων είναι διαφορετικές και συγκρουόμενες.

Απέναντι όμως από το σύνολο των απλών ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υποφέρει, κάποιες ομάδες επιχειρηματιών βλέπουν να ‘ρχεται το λυκαυγές μιας νέας εποχής. Αντρανίζουν αμφιφανείς αστερισμούς που υπόσχονται πλούτο, εξουσία και εν πάση περιπτώσει νέες ευκαιρίες. Γι’ αυτούς η πανδημία δεν είναι πηγή οιμωγής αλλά ευκαιρία να δημιουργήσουν μια νέα αναβαθμισμένη περίοδο όλβου.

Κάποιοι άλλοι πολίτες συμπεριφέρονται ως γνήσιοι παραδοσιακοί κόθορνοι προσπαθώντας να προσποριστούν ποικίλα οφέλη και κέρδη.

Κεραυνός εν αιθρία ο κορονωιός. Εκτός από τα κρούσματα και τους θανάτους δημιούργησε φοβίες, άγχος και αμφιβολίες ποικιλόμορφες.

Με την έναρξη της πανδημίας δόθηκαν από φορείς διεθνείς και τοπικούς,  επιστήμονες και πολιτικούς έωλες πληροφορίες.

Δυστυχώς οι τηλεοράσεις και τα διαδίκτυα άδραξαν την ευκαιρία και προσέγγισαν το θέμα με επιπολαιότητα και ερασιτεχνισμό.

Ακούσαμε συγκεχυμένες απόψεις, απόλυτα αντιφατικές εξηγήσεις. Παράλληλα βιώσαμε ένα πρωτοφανές κυβερνητικό αυτοσχεδιασμό και θλιβερές αντιπαραθέσεις. (Μάσκες, μαζικά μέσα μεταφοράς, σχολεία, Πανεπιστήμια, φάρμακα και πολλά άλλα). Απίθανες ως και αστείες διαφημιστικές καμπάνιες, (αν είναι δυνατόν) και πολλά άλλα ευτράπελα.

Αργότερα παρακολουθήσαμε και την αστεία παρέλαση «Ελευθερία», μεταφοράς των πρώτων εμβολίων από το αεροδρόμιο στον ειδικό χώρο φύλαξης.

Όλα όσα ειπώθηκαν και έγιναν ή δεν έγιναν, δόμησαν ένα κλίμα αρνητικό. Άρχισε μια άνευ προηγουμένου αντιπαράθεση στα καφενεία στους δρόμους, στα σχολεία, στις γειτονιές ακόμα και σε κρίσιμες υπηρεσίες (Νοσοκομεία, Αστυνομία, στρατό κλπ.)

Πολλοί αντέδρασαν κι εξακολουθούν να αντιδρούν με το θυμικό τους. Φορτισμένοι από αγανάκτηση, βλέποντας το θέατρο στα κανάλια και στη βουλή ακολούθησαν τις δικές τους φαντασιώσεις και έπεσαν στην παγίδα κάποιων επιτήδειων, που όντας συγκροτημένοι και οργανωμένοι προσδοκούν πολιτικά οφέλη και ποιος γνωρίζει που αλλού ποντάρουν και για ποιους εργάζονται. Όμως ο απλός κόσμος που τους ακολουθεί δυστυχώς έχει πλέον φανατιστεί. Ας δούμε τι έγραφε ο Gustav Le Bon, ψυχολόγος και εθνολόγος, στο τέλος του 19ου αιώνα στο περίφημό βιβλίο του «Ψυχολογία των μαζών:

Είδαμε ότι οι μάζες δεν συλλογίζονται, ότι δέχονται ή απορρίπτουν τις ιδέες χονδρικά, ότι δεν ανέχονται ούτε συζήτηση ούτε αντιλογία και ότι οι υποβολές που δρουν πάνω τους κατακλύζουν εντελώς το πεδίο της νόησης τους και τείνουν αμέσως να μεταμορφωθούν σε πράξεις. Έχουμε δείξει ότι οι μάζες που υποβάλλονται με τον κατάλληλο τρόπο είναι έτοιμες να θυσιαστούν για το ιδανικό που τους έχουν υποβάλει. Είδαμε τέλος ότι αυτές γνωρίζουν μόνο τα βίαια και ακραία αισθήματα. Σε αυτές η συμπάθεια μεταμορφώνεται σε μίσος. Αυτές οι γενικές ενδείξεις επιτρέπουν ήδη να προαισθανθούμε τη φύση των πεποιθήσεών τους

Βλέποντας κάποιους ιερωμένος και μοναχούς να πλαισιώνονται από φανατικούς δήθεν χριστιανούς και να συμπεριφέρονται διαρρήδην ως οπαδοί της μισαλλοδοξίας και της άκρατης ηλιθιότητας μου ‘ρχεται στο νου το βιβλίο του Μπάμπη Άννινου που εκδόθηκε το 1925 και αναφέρεται σ’ έναν άξεστο και αμόρφωτο καλόγερο, πρώην σφάχτη χοίρων, από τα Καλάβρυτα που κατάφερε να ξεσηκώσει μεγάλο πλήθος απλοϊκών ανθρώπων. Αυτός ο καλόγερος, Χριστόφορος (Παπουλάκης) μαζί με τον Κεφαλλονίτη Φλαμιάτο, κάτοικο Πάτρας, κατάφεραν να αναστατώσουν την Πελοπόννησο στα μέσα του 19ου αιώνα, προβάλλοντας το θρησκευτικό φανατισμό. Κατηγορούσαν τη θύραθεν παιδεία, την Ιερά Σύνοδο  και την κυβέρνηση. Μια κίνηση αμαθών κληρικών και λαϊκών με αόριστες και περίεργες πολιτικές επιδιώξεις. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κινητοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό. Αυτή η επιχείρηση όμως κόστισε στο κράτος 3.600 δρχ., τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη.

Παρακολουθώντας τις θέσεις και τα επιχειρήματα των ανεμβολίαστων που για πολλούς μήνες δεν πίστευαν στην ύπαρξή του ιού και αναγκάστηκαν μετά από τις δραματικές εξελίξεις να αλλάξουν ρότα διαπιστώνω ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνους τους αμόρφωτους και φανατικούς αφελείς που ακολουθούσαν τον απατεώνα Παπουλάκη.

Η ευθύνη όμως γι’ αυτές τις περίεργες αντιδράσεις είναι πολιτική και διαχρονική. Όπως θα ‘λεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης «Όταν κατουράς στη θάλασσα, το βρίσκεις στο αλάτι.»  Όταν τον κόσμο τον χειραγωγείς συνέχεια, όταν έχεις αυτή την παιδεία, αυτό το περιβάλλον, όταν δε δίνεις τη δυνατότητα και την ευκαιρία στον Έλληνα να αποκτήσει καλλιέργεια και να γίνει πολίτης, ώστε να πάψει επιτέλους να είναι αγελαίος ψηφοφόρος, τον βρίσκεις μπροστά σου κάποτε.

Θα πρέπει να γραφτεί ότι η ποιότητα των πολιτικών επιλογών και η ερασιτεχνική αυτοσχέδια αντίδρασή της σε πολλά δρώμενα συνέβαλαν να παγιώσουν μια αρνητική απροσδιόριστη και καθόλου κοινωνική και πάνω απ’ όλα φοβική στάση του μισού σχεδόν πληθυσμού της χώρας.

Αν θέλετε να προλάβετε το μεγάλο κακό που έρχεται αλλάξτε ρότα. Μην εξαντλείτε την πολιτική σας στα παράθυρα των καναλιών. Επιλέξτε άλλον δρόμο, άλλο πολιτικό λόγο και άλλη στάση απέναντι στο λαό.

Σκεφτείτε το εξής: «Μπορούμε και θέλουμε να κάνουμε τομές;» Αν ναι, που δεν το πιστεύω, προχωρήστε και τότε η άρνηση του κόσμου θα φύγει.