Η ζωή και το πνεύμα του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη δεν έχουν τίποτα το συνηθισμένο. Ακόμα και η εξαφάνισή του (και τελικά ο θάνατός του) έγινε με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλέσει ένα μεγάλο μυστήριο για αρκετά χρόνια. Την 1η Ιουνίου του 1998, άφησε ένα σημείωμα και έφυγε με το αυτοκίνητό του για τον Ταΰγετο. Και από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε.
Γεννήθηκε στην Πολοβίτσα Λακωνίας ως Δημήτρης Νικολακάκος στις 23 Ιουλίου του 1942. Το όνομά του το άλλαξε αργότερα σε Λιαντίνης, για να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του, την Λιαντίνα Λακωνίας. Τελείωσε το σχολείο στην Σπάρτη και φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
Από το 1968 μέχρι και το 1970, εργάστηκε στην μέση εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Ύστερα έφυγε για το Μόναχο, όπου έμεινε για δυο χρόνια, σπουδάζοντας την γερμανική γλώσσα και διδάσκοντας σε ιδιωτικό ελληνικό σχολείο. Σε όλη αυτή την διαδρομή του, μελετά ανελλιπώς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και γίνεται μέλος του σωματείου «Οδύσσεια» που, μεταξύ άλλων, υποστήριζε την καύση των νεκρών.
Αφού επέστρεψε και πέρασε άλλα τρία χρόνια στη μέση εκπαίδευση, έγινε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1975. Τρία χρόνια αργότερα πήρε το διδακτορικό του με «Άριστα». Εκείνη την εποχή θα παντρευτεί την επίσης καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής, Νικολίτσα Γεωργοπούλου, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, την Διοτίμα.
Μέχρι το 1998, ο Λιαντίνης είναι καθηγητής στο Παιδαγωγικό του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, γράφει βιβλία και μελετά τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Την 1η Ιουνίου του 1998, ο Λιαντίνης αφήνει ένα γράμμα στην κόρη του που έγραφε:
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή,[17] το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές[18] Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.
Πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς τη Σπάρτη. Από εκεί πήρε ταξί με προορισμό τον Ταΰγετο, τον οποίο είχε εξερευνήσει ως ορειβάτης αρκετές φορές. Είπε στον ταξιτζή πως θα συναντούσε κάποιους Γερμανούς στο ορειβατικό καταφύγιο που βρισκόταν στο βουνό. Από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς…
Η γυναίκα του μόλις είδε το γράμμα απευθύνθηκε στην αστυνομία, γιατί φοβήθηκε για τη ζωή του. Όπως είπε στις Aρχές, o σύζυγός της σκεφτόταν από καιρό τον θάνατό του. Η αστυνομία έψαξε αρχικά στη Σπάρτη και μετά στο Ταΰγετο. Όμως ο Λιαντίνης δεν βρέθηκε.
Πέρασαν 7 χρόνια, με τις θεωρίες συνωμοσίας να δίνουν και να παίρνουν. Στις 5 Ιουλίου του 2005, τα οστά του βρέθηκαν κοντά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Ο συγγενής του, Παναγιώτης Νικολακάκος οδήγησε την κόρη του σε μια σπηλιά. Ήταν μια περίεργη κοιλότητα στο έδαφος που ο Λιαντίνης είχε ανακαλύψει 4 χρόνια πριν την εξαφάνισή του. Ο αδερφός του, Γιώργος, δήλωσε ότι είχε δώσει ακριβείς οδηγίες για το πότε θα αποκαλυφθεί το μέρος που βρισκόταν.
Οι εξετάσεις έδειξαν πως η σορός ανήκε στον εξαφανισμένο καθηγητή. Όμως ο τρόπος με τον οποίο πέθανε παραμένει άγνωστος, καθώς οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν έδειξαν απολύτως τίποτα.
Όπως ανέφερε στο γράμμα που άφησε στην κόρη του, όλη του τη ζωή προετοίμαζε τον θάνατό του. Ήθελε να πεθάνει με τρόπο τον οποίο είχε επιλέξει ο ίδιος, «όρθιος, στιβαρός και περήφανος». Οι συγγενείς του σεβάστηκαν την επιθυμία του. Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε ένας από τους καλύτερους καθηγητές στο πανεπιστήμιο, όπως έχουν δηλώσει συνάδελφοι και φοιτητές. «Έφυγε» με τον τρόπο που επέλεξε ο ίδιος, με την τελευταία του πράξη, όπως έγραψε στο γράμμα του, να «έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται»…
πηγη: e-radio.gr