Το κόστος για την ανάπτυξη ενός παιδιού στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη, ενώ ταυτόχρονα -σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τα οποία παρουσιάζει το in – ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα συρρικνωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Οι αρνητικές δημογραφικές προοπτικές μάλιστα θα μειώσουν τη δυνητική ελληνική ανάπτυξη κατά περίπου ½ ποσοστιαία μονάδα.
Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας μειώθηκε ανά έτος κατά περίπου 0,7%- κατά την τελευταία δεκαετία- και προβλέπεται να περαιτέρω μείωση κατά περίπου 1% ετησίως μέχρι το 2030.
Μέχρι τώρα, η κυβερνητική επιδοματική πολιτική ανά τέκνο δεν έχει αποδειχθεί ως λύση για το δημογραφικό, αλλά έχει ενισχύει την ιδιωτική δαπάνη για την υγεία.
Σε αυτή τη συγκυρία προστίθεται ο υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει πάνω από το 3,5%, ενώ στα τρόφιμα παρουσιάζονται αυξήσεις που ξεπερνούν το 20%. Οι Έλληνες είναι προτελευταίοι στην Ευρώπη σε κατά κεφαλήν εισόδημα, σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης. Επίσης, επιβαρύνονται με την 6η υψηλότερη φορολογία έμμεσων φόρων ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, ενώ ο πληθωρισμός τροφίμων είναι πάνω από το 10%, στην υψηλότερη θέση.
Το καλάθι της οικογένειας και οι Κροίσοι
Χαρακτηριστικό είναι το γράφημα, το οποίο αποτυπώνει, βάσει των στοιχείων του ΙΕΛΚΑ, πόσο ακριβά πληρώνουν οι γονείς στην Ελλάδα το μεγάλωμα των παιδιών τους.
Σύμφωνα με έρευνα σύγκρισης τιμών που διενήργησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού το Νοέμβριο, το βρεφικό γάλα, μια δαπάνη απολύτως ανελαστική για γονείς με μωρά, πωλούνταν στη χώρα μας έως και 213% ακριβότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάλογα με την εταιρεία.
Η κυβέρνηση εξήγγειλε την αύξηση του εφάπαξ «επιδόματος γέννας», στα 2.400 ευρώ για το πρώτο παιδί, τα 2.700 για το δεύτερο παιδί, 3.000 για το τρίτο και 3.500 ευρώ για πάνω από τα τέσσερα παιδιά. Μέχρι τώρα, η επιδοματική πολιτική ανά τέκνο δεν έχει αποδειχθεί ως λύση για το δημογραφικό, αλλά έχει ενισχύει την ιδιωτική δαπάνη για την υγεία.
Η ψαλίδα ανάμεσα στους μισθούς Ελλάδας και Ευρώπης
Το 2013 η διαφορά ήταν 11.561 ευρώ, δηλαδή σύμφωνα με την Eurostat, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν στα 17.358 ευρώ και 28.919 στην ΕΕ. Στα τέλη του 2022 η «ψαλίδα» μεγάλωσε σε 18.668 ευρώ. Ο μέσος μισθός στη χώρα μας ήταν 16.661 ευρώ και 35.329 ευρώ στην ΕΕ.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι είναι ζωτικής σημασίας η προώθηση των επενδύσεων και η αναζωογόνηση της αύξησης της παραγωγικότητας.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι είναι ζωτικής σημασίας η προώθηση των επενδύσεων και η αναζωογόνηση της αύξησης της παραγωγικότητας. Εμμέσως πλην σαφώς η ιεράρχηση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να κινείται προς την ενίσχυση της προσφοράς .
Δηλαδή για την ενίσχυση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, αλλά και να συμβάλλουν επίσης στον περιορισμό των μισθολογικών πιέσεων και στη μείωση του πληθωρισμού.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν το εξής τραγικό: ανά μία γέννηση, δύο θάνατοι. Τα οποία σβήνουν την αχτίδα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Διότι το δημογραφικό έχει επιπτώσεις τρομακτικές σε εργασία, παραγωγή, ασφαλιστικό και κατανάλωση.
Παρά λοιπόν το εορταστικό κλίμα της επίτευξης πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό παραμονεύει το αρνητικό ισοζύγιο, το οποίο αφορά τις γεννήσεις. Το δημογραφικό επιδεινώνεται όσο τα ζευγάρια αποφεύγουν να δημιουργήσουν οικογένεια καθώς οι μισθοί είναι χαμηλοί, ενώ το κόστος διαβίωσης.
Στην Ελλάδα, από το σύνολο 57,4% του ΑΕΠ των κρατικών δαπανών, το 31,7% αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων το 20,6% συντάξεις
Το κόστος για σπίτι είναι επίσης ένας αρνητικός παράγοντας, και σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στοιχεία, οι ενήλικες, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το 2022 άφησαν το πατρικό τους σπίτι στην ηλικία των 26,4 ετών. Στην Ελλάδα παραμένουν για 4 χρόνια περισσότερα και φεύγουν κατά μέσο όρο σε ηλικία 30,7 ετών. Αυτή η λίστα κατατάσσει τη χώρα μας στην τρίτη θέση από το τέλος.
Πιο πολλά για την Άμυνα παρά στην οικογένεια
Αναποτελεσματικές, ανούσιες και επικοινωνιακού χαρακτήρα χαρακτηρίζουν όλα τα κόμματα τις αυξήσεις στο επίδομα γέννησης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, τονίζοντας πως δεν αντιμετωπίζεται το δημογραφικό.
Στην Ελλάδα, από το σύνολο 57,4% του ΑΕΠ των κρατικών δαπανών, το 31,7% αφορά τις κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων το 20,6% συντάξεις και επιδόματα. Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών αποτελεί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κοινωνικό αίτημα.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας για το έτος 2021 ανήλθαν σε 48.600 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 2020. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά σε δαπάνες για παροχές γήρατος, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 52,2% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας και παρουσίασαν μείωση 1,0% σε σχέση με το 2020.
Ακολουθούν, κατά φθίνουσα σειρά, οι δαπάνες για παροχές ασθένειας, οι οποίες για το έτος 2021 αποτελούσαν το 22,2% των συνολικών δαπανών, αυξημένες κατά 6,7% σε σχέση με το 2020 και οι δαπάνες για παροχές σε επιζώντες/χηρεία, οι οποίες αποτελούσαν το 9,9%, αυξημένες κατά 3,8% σε σχέση με το 2020.
Από την ακτινογραφία των στοιχείων για το 2024 διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση προβλέπει δαπάνες 2,1 δισ. Ευρώ. Αφορά παρεμβάσεις προς την οικογένεια (όπως επιδόματα, έκπτωση φόρου κλπ). Οι πόροι είναι μεν αυξημένοι σε σχέση με το 2023 (1,5 δισ.ευρώ), είναι δε λιγότεροι σε σχέση -για παράδειγμα- με τις δαπάνες στην Άμυνα.
Για το 2024, ο Κρατικός Προϋπολογισμός σημείωσε ακόμα μία αύξηση των πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και συνολικά για τις αμυντικές δαπάνες με τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανέρχεται σε 6,1 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό τα 2,6 δισ. ευρώ αφορά εξοπλιστικά προγράμματα.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, στην Ελλάδα απαιτείται επιτάχυνση των ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και πως είναι ζωτικής σημασίας για την τόνωση της οικονομίας Οι κανονισμοί θα πρέπει να εξορθολογιστούν περαιτέρω για να διευκολυνθεί η είσοδος επιχειρήσεων.
ΠΗΓΗ in.gr