Τις υψηλότερες αμοιβές σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας προσφέρει η βιομηχανία στην Ελλάδα και μάλιστα σε ποσοστό που τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται μεταξύ 26%-32%.
Αντιστοίχως, η παραγωγικότητα στη βιομηχανία βρέθηκε το 2022 σε ιστορικό υψηλό, φθάνοντας σε 81.200 ευρώ ανά απασχολούμενο, ποσό που είναι κατά 38% μεγαλύτερο από το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η μέση ετήσια αμοιβή στη βιομηχανία το 2022 ήταν υψηλότερη από το αντίστοιχο μέγεθος της οικονομίας κατά 31,7%, διαφορά που την κατατάσσει στην 1η θέση της Ε.Ε., με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται στο 4,7%. Σε σχέση πάντως με τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη, οι μισθωτοί της ελληνικής βιομηχανίας είναι κακοπληρωμένοι.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα καταγράφει πτωτική πορεία διαχρονικά (-12% το 2022 σε σχέση με το 2010). Το 2022 ο μέσος ετήσιος μισθός στη βιομηχανία ήταν 26.100 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στα 2/3 των ετήσιων μισθών των εργαζομένων στη βιομηχανία σε επίπεδο Ε.Ε. (39.400 ευρώ ετησίως), με τους εργαζομένους στη Δανία να βρίσκονται στην 1η θέση της Ε.Ε. με ετήσιο μισθό άνω των 77.000 ευρώ.
Το αποτύπωμα της εγχώριας βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι συνολικότερα θετικό, σύμφωνα με τη χαρτογράφηση που έχει κάνει ο ΣΕΒ, προσεγγίζοντας τη συμβολή του κλάδου μέσα από την αξιολόγηση 24 δεικτών για την περίοδο 2010-2022 σε πέντε βασικούς πυλώνες της οικονομίας. Η μελέτη του ΣΕΒ καταγράφει παράλληλα και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική βιομηχανία, όπως και η ευρωπαϊκή, με τη μεγαλύτερη να δημιουργείται λόγω του παγκόσμιου επενδυτικού ανταγωνισμού. Τα σημαντικά επενδυτικά κίνητρα στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με τη σημαντική διαφορά ενεργειακού κόστους και τη δραστικά μειωμένη γραφειοκρατία δημιουργούν συνθήκες για μαζική φυγή επιχειρήσεων (κυρίως ενεργοβόρων) από την Ε.Ε., και το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος αποβιομηχάνισης επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της μελέτης.
Από τους δείκτες που εξέτασε ο ΣΕΒ πάντως διαφαίνονται σημαντικές δυνατότητες επιτυχίας εφόσον αντιμετωπιστούν οι σημαντικές προκλήσεις, και υπό αυτό το πρίσμα εκτιμά ότι είναι εφικτός ο μεσοπρόθεσμος στόχος του 15% του ΑΕΠ για τη μεταποίηση και του 20% του ΑΕΠ για τη βιομηχανία. Για να συγκλίνει με τις επιδόσεις της Ε.Ε. η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «πρέπει “να ανέβει κατηγορία” με σχέδιο, τομές και μικρές επαναστάσεις». Η μεγέθυνση των επιχειρήσεων τίθεται από τον ΣΕΒ ως πρώτη σε σύνολο επτά προϋποθέσεων για την επίτευξη αυτών των στόχων. Αναφέρει, επίσης, την ενίσχυση των επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην πράσινη μετάβαση με διασφάλιση ανταγωνιστικών τιμών ενέργειας, τον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας και την ισότητα στην αγορά εργασίας, τη δομική μείωση της γραφειοκρατίας και την έγκαιρη αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ζητήματα που θα αποτελέσουν και αντικείμενο συζήτησης στο βιομηχανικό συνέδριο που διοργανώνει ο ΣΕΒ την ερχόμενη Δευτέρα.
Τα συμπεράσματα, πάντως, από την εξέλιξη των δεικτών που εξετάζει η μελέτη του ΣΕΒ αποτυπώνουν τη διαχρονική αύξηση των μεγεθών της ελληνικής βιομηχανίας.
Ο κλάδος μέσα σε 12 χρόνια έχει αυξήσει τη συμμετοχή του στην προστιθέμενη αξία της οικονομίας, στο εξαγωγικό εμπόριο και στην επενδυτική δραστηριότητα. Το 2022 δημιούργησε το 14,4% του ΑΕΠ, έναντι 13,2% το 2010. Μόνο η μεταποίηση δημιούργησε το 10,3% του ΑΕΠ το 2022, από το 8,9% το 2010. Μετά το 2014 αύξησε τις θέσεις εργασίας κατά 31%. Πλέον, 1 στους 4 εργαζομένους απασχολείται σε βιομηχανικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες που οφείλονται στη βιομηχανία. Δίνει εργασία υψηλής εξειδίκευσης σε 3.500 ερευνητές πλήρους απασχόλησης έναντι 1.900 το 2011. Παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα καλύπτοντας το 90% των εξαγωγών αγαθών. Η συνεισφορά των βιομηχανικών εξαγωγών στο ΑΕΠ τριπλασιάστηκε το 2022 σε σχέση με το 2010 (23,6% έναντι 8%). Καινοτομεί διπλασιάζοντας τα τελευταία δέκα χρόνια τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη. Είναι διαχρονικά σημαντική πηγή επενδύσεων, με 22 δισ. ευρώ επενδύσεις από το 2010 σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και 38 δισ. ευρώ ύψος συνολικών επενδύσεων. Στη δημοσιονομική κρίση συνεισέφερε το 22%-25% των επενδύσεων, τη στιγμή που η συμμετοχή της στο ΑΕΠ ήταν 12%. Ηγείται της προσπάθειας για πράσινη μετάβαση και κλιματική ουδετερότητα, επενδύοντας στη μείωση των εκπομπών και στο ενισχυμένο αποτύπωμα των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πάνω από 40%.
Χαρακτηριστική είναι η ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής μετά το 2014, με αποτέλεσμα ο κλάδος μέχρι το 2022 να έχει καλύψει τις απώλειες των ετών όπου η ύφεση της οικονομίας ήταν εντονότερη. Κατά την περίοδο 2010-2022 οι επιμέρους βιομηχανικοί κλάδοι που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση παραγωγής ήταν ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός (191%), η φαρμακοβιομηχανία (144%), τα βασικά μέταλλα (36%), τα χημικά προϊόντα (19,6%), τα προϊόντα χάρτου (16%) και τα πλαστικά (15,8%).
πηγη moneyreview.gr