Κυριακή
22
Δεκέμβριος
TOP

Συνεχίζεται το ράλι στα ακίνητα

Φαινόμενα πληθωρισμού τιμών και συνεχούς συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών έχουν αρχίσει να παρατηρούνται στην αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022 η μέση αύξηση των τιμών πώλησης κατοικιών διαμορφώθηκε σε 12,2% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021. Συνολικά για το 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων σημείωσαν ετήσια αύξηση κατά 11,1% έναντι αύξησης 7,6% το 2021.

Στην Αθήνα η εικόνα είναι ακόμη πιο δυναμική, καθώς κατά το τέταρτο τρίμηνο οι τιμές ενισχύθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 15,2%, που αποτελεί και την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων δεκαετιών. Στη Θεσσαλονίκη η αύξηση άγγιξε το 14,5%, στις άλλες μεγάλες πόλεις το 10,3%, ενώ στην υπόλοιπη χώρα η αύξηση των τιμών άγγιξε το 6,3%. Συνολικά, το 2022 στην Αττική οι τιμές κατέγραψαν ετήσια αύξηση της τάξεως του 13%, ενώ οι αυξήσεις στη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλες πόλεις και στην υπόλοιπη χώρα διαμορφώθηκαν σε 11,8%, 10% και 7,4% αντίστοιχα.

Τα νεόδμητα ακίνητα αυξήθηκαν κατά 12,1% κατά το τέταρτο τρίμηνο, ενώ 12,2% ήταν η αύξηση των τιμών πώλησης των παλαιότερων διαμερισμάτων (ηλικίας άνω των πέντε ετών). Για το σύνολο του 2022 η αύξηση των τιμών των νεόδμητων κατοικιών διαμορφώθηκε σε 11,8% έναντι αύξησης 8,2% το 2021. Αντίστοιχα, τα παλαιότερα διαμερίσματα αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 10,5% έναντι αύξησης 7,2% το 2021.
Οκτώ στις δέκα αγορές κατοικιών γίνονται χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση.

Με δεδομένο ότι το ύψος των τιμών έχει αρχίσει να εξισώνεται με το προηγούμενο υψηλό της αγοράς, το 2007, εν μέσω όμως περιβάλλοντος πίεσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, υψηλού πληθωρισμού και του μεγαλύτερου κόστους χρήματος των τελευταίων δύο δεκαετιών, φαίνεται πως η αγορά ακινήτων λειτουργεί πλέον με δικούς της κανόνες, αγνοώντας το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Η εισαγωγή ρευστότητας από την εκτίναξη του επενδυτικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό αποτελεί τον ένα λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό.

Ο έτερος λόγος αφορά τη σημαντικά περιορισμένη προσφορά ακινήτων προς πώληση, καθώς ένας σημαντικός όγκος, που υπολογίζεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες κατοικίες, βρίσκεται «εγκλωβισμένος» για λόγους νομικούς ή τεχνικούς, όντας στα χέρια των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers).

Μέχρι σήμερα ο μεγαλύτερος όγκος των αγορών κατοικιών πραγματοποιείται χωρίς τραπεζικό δανεισμό (περίπου οκτώ στις δέκα συναλλαγές). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η μεγάλη και απότομη αύξηση των επιτοκίων δεν έχει επιδράσει αρνητικά στη ζήτηση. Ωστόσο, όσο οι τιμές αυξάνονται σε επίπεδο της τάξεως των 200.000-250.000 ευρώ για ένα μέσο ακίνητο, ικανό να καλύψει τις ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας, τόσο πιο δύσκολη υπόθεση θα γίνεται η κάλυψη τέτοιων ποσών αποκλειστικά και μόνο με ίδια χρηματοδότηση. Αυτό ενδεχομένως να «φρενάρει» τη ζήτηση, έχοντας άμεση αντανάκλαση και στο ύψος των τιμών.

πηγη: .kathimerini.gr