Σάββατο
20
Απρίλιος
TOP

Τι απέγινε το ελληνικό καφενείο;

«Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cafés. Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο καφενείο του Πεσόα στη Λισσαβώνα μέχρι τα cafés της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται απ’ τα cafés της Κοπεγχάγης που προσπερνούσε ο Κίρκεγκορ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο. Χαράξτε τον χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της “ιδέας της Ευρώπης”».

«Τι ορίζει την Ευρώπη;» ρωτάει ο Τζορτζ Στάινερ (1929-2020) σε ένα από τα πιο κλασικά κείμενά του (προϊόν διάλεξης του 2004), που εκδόθηκε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα. Και απαντά χωρίς περιστροφές: μα το καφενείο, αυτή η νέα αρχαία αγορά που χωράει κάτω από την ίδια στέγη τον διανοούμενο και τον πολιτικό μαζί με τον εργάτη και τον άστεγο. Για να καταλήξει: «Η “ιδέα της Ευρώπης” θα έχει περιεχόμενο όσο θα υπάρχουν καφενεία».

Αν κοιτάξουμε γύρω μας, ζούμε σε πόλεις (σε συνοικίες, σε προάστια, σε χωριά) γεμάτες καφενεία. Το καφενείο (μαζί με την εκκλησία και το υποτυπώδες, χωμάτινο γήπεδο ποδοσφαίρου ή την ξέμπαρκη μπασκέτα) αποτελεί την επιτομή της ελληνικής ζωής και στην τελευταία εσχατιά της χώρας. Με μία σημαντική διαφορά: δεν το αποκαλούμε εδώ και χρόνια «καφενείο». Και αν ξοδέψεις λίγη ώρα κρυφακούγοντας δεξιά κι αριστερά τις συζητήσεις των θαμώνων, θα συνειδητοποιήσεις την πλέον κεφαλαιώδη μεταβολή: τα θέματα δημόσιας σφαίρας, από την ακατάσχετη πολιτικολογία μέχρι το οπαδικό κουβεντολόι, έχουν εκτοπιστεί θεαματικά προς όφελος μιας πολύ πιο ιδιωτικής ατζέντας.

Σε κάθε περίπτωση, το ανδροκρατούμενο, ελαφρώς νυσταλέο σύμπαν του ελληνικού καφενείου, ο μόνος χώρος που χωράει ακόμη πολιτική συζήτηση και ποδοσφαιρολογία, άρχισε να εξατμίζεται (στις πόλεις τουλάχιστον) με τη Μεταπολίτευση. Τη δεκαετία του ’80 είχε ήδη γίνει «καφετέρια» ή «καφέ» υιοθετώντας τα πιο δυτικά καλούπια. Η γυναικεία χειραφέτηση, ο ορμητικός καταναλωτισμός, η προαστικοποίηση της Αθήνας και η διάχυση/εμπέδωση της αστικής κουλτούρας εκδημοκράτισαν το ελληνικό υβρίδιο, για να φτάσουμε στο μεταβατικό σήμερα: ένα σαρωτικό ρεύμα ομογενοποίησης περιορίζει όλο και περισσότερο τα απομεινάρια τόσο του εναπομείναντος (αλλά ξεδοντιασμένου) αθηναϊκού cafe society όσο και τους τελευταίους των Μοϊκανών της παράδοσης, με τα ελάχιστα παλιομοδίτικα καφενεία, καλά κρυμμένα στο κέντρο και στις συνοικίες, να δίνουν αγώνα με τον χρόνο· πόσες εφεδρείες παθιασμένων ταβλαδόρων να διαθέτουν άραγε οι νεότερες ηλικιακές ομάδες;

Την ίδια στιγμή, ένα νέο είδος, κάτι ανάμεσα σε καφέ και σε concept store, απευθύνεται σε μια νέα γενιά καταναλωτών που αντιμετωπίζει το πάλαι ποτέ ταπεινό «καφεδάκι» με αυστηρότητα μπαρουτοκαπνισμένου σομελιέ. Ο καφές ως γκουρμέ προορισμός αλλά και λίγο σαν οικιακό ή εργασιακό υποκατάστατο: κατά μόνας με το λάπτοπ πάνω στο ντιζάιν τραπεζάκι και στο βάθος ο βραβευμένος μπαρίστα να κάνει τα «μαγικά» του· ένα καφέ σαν το μπαρ της ημέρας. Αλήθεια, θα ήταν χαρούμενος ο αείμνηστος Στάινερ αν μπορούσε να κάνει σήμερα μια βόλτα στους πεζοδρόμους και στις πλατείες της πολυταυτοτικής Αθήνας; Πόση «Ευρώπη» θα αναγνώριζε στις ατελείωτες ελληνικές φραπεδουπόλεις με τις όποιες καλοδεχούμενες εξαιρέσεις τους;

Διαβάστε περισσότερα εδώ

πηγη kathimerini.gr