Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Γιατί οι εκλογές θα γίνουν 26 Μαΐου

Ειλημμένη θεωρείται η απόφαση του πρωθυπουργού που μελετά τώρα τη στρατηγική για μείωση της διαφοράς. Ποιες παράμετροι διαμορφώνουν τον χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών

Οσοι είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν τις προηγούμενες ημέρες με τον Αλέξη Τσίπρα διατείνονται ότι για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός τους είπε τόσο καθαρά να ασχοληθούν και με τον Μάιο ως πιθανό χρόνο των εθνικών εκλογών. «Να δούμε και τις εκλογές τον Μάιο», ήταν η φράση που είπε σε έναν εξ αυτών. Μέχρι πρότινος η άποψη που μετέφεραν όλοι οι συνομιλητές του πρωθυπουργού ήταν ότι ήθελε να έχει όλα τα σενάρια ανοιχτά ώστε ανάλογα να αποφασίσει πότε συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνουν οι εκλογές, Μάιο ή Σεπτέμβριο. Τώρα οι περισσότεροι εξ αυτών λένε ότι ο κύβος ερρίφθη και οι πολίτες εκτός από δημάρχους, περιφερειάρχες και ευρωβουλευτές την Κυριακή 26 Μαΐου θα κληθούν να εκλέξουν και πρωθυπουργό. Βεβαίως, οι «Σεπτεμβριστές» εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ακόμη δεν είναι τίποτε σίγουρο, αλλά μάλλον το κάνουν -σύμφωνα τουλάχιστον με όσα λένε οι «Μάηδες»- επειδή οι ίδιοι επιθυμούν να εξαντληθεί μέχρι και την τελευταία ημέρα η τετραετία. Πάντως, κοινός τόπος όλων είναι η παραδοχή του Πάνου Σκουρλέτη: Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης είναι η εξάντληση της τετραετίας, όμως ο εκλογικός χρόνος δεν εξαρτάται μόνο από την κυβέρνηση καθώς είναι πολλές οι παράμετροι που τον διαμορφώνουν.
Ο τραγέλαφος της Βουλής

Μία από τις παραμέτρους που συνθέτουν το πολιτικό τοπίο και οδηγούν τον Αλέξη Τσίπρα στην απόφαση να στηθούν και εθνικές κάλπες τον Μάιο είναι η άσχημη εικόνα που δημιουργείται για την κυβέρνηση με τα όσα τραγελαφικά άμα και απαράδεκτα συμβαίνουν στο Κοινοβούλιο με τον Πάνο Καμμένο, τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝ.ΕΛ. και του Ποταμιού, τις κατά περίπτωση κυβερνητικές πλειοψηφίες, τα πληρεξούσια των έξι βουλευτών και το δισυπόστατο ορισμένων εξ αυτών, όπως ο Παπαχριστόπουλος (τον οποίο διέγραψε την Παρασκευή το απόγευμα ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ. και μετά παραιτήθηκε) και ο Ζουράρις, αλλά και ο Σαρίδης της Ενωσης Κεντρώων που ψήφισε τον Προϋπολογισμό αλλά παραμένει στο κόμμα προκειμένου να μην απολέσει ο Βασίλης Λεβέντης την ιδιότητα του αρχηγού κοινοβουλευτικής ομάδας. Πλέον το πρόβλημα δεν αφορά τα τρία μικρά κοινοβουλευτικά κόμματα και τους αρχηγούς τους, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της πολιτικής ζωής καθώς η απαξίωση του Κοινοβουλίου είναι λογικό να μεγαλώνει τον θυμό των πολιτών για τους πολιτικούς, τα κόμματα και φυσικά την κυβέρνηση, η οποία εκ του ρόλου της έχει τον πρώτο λόγο στην εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. Θυμός ο οποίος μπορεί να γίνει και  αποστροφή εάν αφενός στο πολιτικό σκέλος του σκανδάλου Novartis έχουμε, όπως λέγεται, δικαστικές εξελίξεις οι οποίες νομικά δεν τεκμηριώνονται επαρκώς και αφετέρου ο τέως υπουργός Αμυνας συνεχίσει να πυροβολεί αδιακρίτως την κυβέρνηση, ακόμη κι αν τα πυρά του είναι, όπως μέχρι τώρα, άσφαιρα. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον δεν υπάρξει κάποιου είδους καθαρτήριο, που μόνο η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να το διασφαλίσει, η κυβέρνηση κινδυνεύει, πρώτη αυτή, να βυθιστεί στον πολιτικό βούρκο που δημιουργείται από τη θεσμική έκπτωση και τον εκτραχηλισμό των κοινοβουλευτικών ηθών.

Η νέα Κομισιόν

Επίσης, ο πρωθυπουργός γνωρίζει πως μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος οκτώ μηνών δεν είναι μόνο κουραστική για τους πολίτες και βλαπτική πρωτίστως για την οικονομία, αλλά θα εξανεμίσει και τα όποια οφέλη αποκόμισε από την έξοδο από τα μνημόνια, τη μη περικοπή των συντάξεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τα υπόλοιπα θετικά μέτρα που πήρε καθώς και όσα αναμένει να έχει από τις ρυθμίσεις που θα ψηφίσει τις επόμενες εβδομάδες η Βουλή για προσλήψεις, επιδότηση ενοικίου, 120 δόσεις, κόκκινα δάνεια κ.λπ. Επιπροσθέτως, γνωρίζει πολύ καλά πως οι ευρωπαϊκές εξελίξεις, που θα δρομολογηθούν μετά τις ευρωεκλογές, θα δημιουργήσουν ένα ολιγότερον φιλικό περιβάλλον για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Η βασίμως πιθανολογούμενη άνοδος της ακροδεξιάς και των ευρωσκεπτικιστών σε συνδυασμό με τη σχεδόν βεβαία ήττα των σοσιαλδημοκρατών θα δυσκολέψουν τους χειρισμούς ενός, έστω πρώην, ριζοσπάστη της Αριστεράς, ο οποίος, μετά την ολοκληρωτική στροφή του στον πραγματισμό, είχε καταφέρει να έχει τη στήριξη και τη βοήθεια της καγκελαρίου Μέρκελ, αλλά και του κατεστημένου της Δύσης, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς του γνωρίζουν πολύ καλά ότι το καθεστώς της πλημμελούς υπακοής έναντι των εταίρων-δανειστών, όσον αφορά τις οικονομικές και δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, τερματίζεται με τις ευρωεκλογές. Η νέα Κομισιόν, και ειδικά αν πρόεδρός της είναι ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ, δεν θα διάκειται και τόσο φιλικά έναντι της κυβερνήσεως Τσίπρα, όπως τώρα η υπό τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ενώ, όπως εκτιμούν σοβαροί κυβερνητικοί παράγοντες, «μάλλον δεν θα μάς έχουν και πολύ στο μυαλό τους επειδή το ελληνικό πρόβλημα δεν θα περιλαμβάνεται στις νέες προτεραιότητες του πολιτικού συσχετισμού που θα προκύψει από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών». Και σίγουρα η καινούρια ηγεσία των Βρυξελλών δεν πρόκειται να κάνει τα στραβά μάτια σε παρασπονδίες από τα συνομολογηθέντα, όπως αυτές που επεξεργάζεται η κυβέρνηση για τα κόκκινα δάνεια και την πρώτη κατοικία.

Αυτός είναι και ο επόμενος λόγος που ο Τσίπρας προσανατολίζεται γ να αναμετρηθεί στα… μαρμαρένια αλώνια της πόλωσης με τον Μητσοτάκη τον Μάιο. Εάν αληθεύουν οι πληροφορίες, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να νομοθετήσει ακόμη και ενάντια στη βούληση των δανειστών και των τραπεζών σχετικά με τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά αφού το πολιτικό κόστος που θα καταβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ -σε περίπτωση που η πρώτη κατοικία μείνει ουσιαστικά απροστάτευτη και οι πλειστηριασμοί αρχίσουν να πέφτουν, αλά Ισπανία, σαν το χαλάζι- θα είναι εκλογικά δυσβάστακτο. Συνεργάτες του πρωθυπουργού θεωρούν ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία με φιλολαϊκή πολιτική (συντάξεις, μισθούς, προσλήψεις κ.ά.) και μ αντίσταση στα αιτούμενα των δανειστών και των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς θα βοηθήσει σημαντικά στην εκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σε κάποιο βαθμό θα περιορίσει και τη ζημιά που έχει υποστεί, πρωτίστως στη Βόρειο Ελλάδα, εξαιτίας του Μακεδονικού.

Εκ παραλλήλου και σε συνδυασμό με την ελάφρυνση που θα προσφέρουν οι 120 δόσεις σε ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα τον καταστήσει, λένε, εκ νέου ελκυστικό στους λεγόμενους μη προνομιούχους που ήταν και το βασικό ακροατήριο του ιστορικού ΠΑΣΟΚ και στο οποίο η Κουμουνδούρου ελπίζει τα μάλα προκειμένου να «καθαρίσει» υπέρ της και σε βάρος του ΚΙΝ.ΑΛ. το παιχνίδι στον χώρο του Κέντρου και της Αριστεράς και για να καθιερωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως η νέα ηγεμονική δύναμη στην Προοδευτική Παράταξη και κατά συνέπεια ο αντίπαλος πόλος της Συντηρητικής Παράταξης στον νέο δικομματισμό που αναδύεται. Στην υπηρέτηση αυτού του στόχου εξάλλου εδράζεται και η εντατική, κυρίως στο παρασκήνιο, προσπάθεια να ενοποιηθούν -υπό τον τίτλο «Προοδευτική Συμμαχία», που εκλογικά θα προστεθεί δίπλα στο αρκτικόλεξο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν παλαιότερα το Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο- μικρές πολιτικές ομάδες, συλλογικότητες και πρόσωπα που προέρχονται από τον χώρο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, της ανανεωτικής αριστεράς και του πολιτικού φιλελευθερισμού που εξέφρασε το Ποτάμι. Ενδεχομένως την επόμενη εβδομάδα, και πάντως εντός του Φεβρουαρίου, αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα και σχετικό μανιφέστο που ετοιμάζουν πρόσωπα όπως ο Μπίστης, ο Παν Παν, ο Ραγκούσης και «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις», στη συγγραφή του οποίου συμμετέχουν και στελέχη της ΔΗΜ.ΑΡ. καθώς και ορισμένοι οι οποίοι αποχώρησαν προσφάτως από το ΚΙΝ.ΑΛ.

Η στρατηγική για μείωση της διαφοράς

Η στρατηγική «κοινωνική ευαισθησία συν προστασία του κράτους» μαζί με την «κατίσχυση στον χώρο της Κεντροαριστεράς» και το «μέτωπο κατά της παλινόρθωσης της δεξιάς» δεν μπορεί πάντως να παράξει θεαματικά εκλογικά αποτελέσματα, ενώ δεν είναι και ικανή να ανατρέψει το δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μπορεί όμως να μειώσει τη διαφορά και να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ ένα ποσοστό που θα προσεγγίζει εκείνο που είχε λάβει τον Ιούνιο του 2012 (26,7%). Αυτό, παρά τα όσα λένε τα κυβερνητικά στελέχη, το ξέρει και ο Τσίπρας. Μπορεί να είναι αισιόδοξος, αλλά δεν είναι αιθεροβάμων. Γνωρίζει ότι εάν πάρει τα προαναφερόμενα θετικά μέτρα, ψηφίσει τα προβλεπόμενα για τη συνταγματική αναθεώρηση, βγει μία ακόμη φορά με επιτυχία στις αγορές και κάνει τετραπλές εκλογές τον Μάιο, μπορεί βασίμως να ελπίζει σε ένα ποσοστό που θα υπερβαίνει το 25% και το οποίο για τα εσωκομματικά δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται και το μέτρο επιτυχίας όχι μόνο του κόμματος, αλλά και της εμπέδωσης πλήρως της ηγεμονίας του Τσίπρα.

Η πολιτική εξαφάνιση των τριών μικρών κοινοβουλευτικών κομμάτων (Ποτάμι, ΑΝ.ΕΛ. και Ενωση Κεντρώων), η εικόνα διάλυσης του ενδιάμεσου χώρου σε συνδυασμό και με τα προβλήματα φυσιογνωμίας και πολιτικού προσανατολισμού που υπάρχουν στο ΚΙΝ.ΑΛ., αλλά και η ανημπόρια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να «μαδήσει» τον ΣΥΡΙΖΑ είναι στοιχεία που συνηγορούν ότι ο Τσίπρας, ακόμη και μετά την πιθανολογούμενη ήττα στις εκλογές, μπορεί, εφόσον αυτές γίνουν τον Μάιο, να λάβει εκείνο το ποσοστό που θα διατηρήσει το κόμμα του σε τροχιά εξουσίας και αν η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, στο επόμενο δεκάμηνο, αποδειχτεί προβληματική, μπορεί ακόμη και να του δοθεί η ευκαιρία να ανακατέψει την τράπουλα στην προεδρική εκλογή τον Μάρτιο του 2020.

Αυτός, όσο κι αν δεν ομολογείται, είναι και ο πιο βασικός λόγος που λαμβάνει υπ’ όψιν του ο πρωθυπουργός για το στήσιμο εθνικής κάλπης τον Μάιο. Σε τρεις μήνες μπορεί να πάρει 25%, ενδεχομένως και περισσότερο. Σε οκτώ μήνες κινδυνεύει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί χαμηλότερα από το 25% και τότε στις παρενέργειες και τις αναταράξεις της ήττας θα προστεθεί και η γκρίνια των «Μάηδων», στους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, περιλαμβάνονται και τα πλέον σημαντικά κυβερνητικά και κομματικά στελέχη. Με απλά λόγια, το σχέδιο Τσίπρα μπορεί να πει κάποιος ότι είναι σχέδιο εξόδου από τη διακυβέρνηση με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τον ίδιο και με το βλέμμα στο μέλλον και όχι εκλογικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε παράλογο είναι ούτε παράδοξο και οπωσδήποτε το έχουν κάνει και άλλοι πριν από αυτόν.

Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που απέδρασε στην Προεδρία της Δημοκρατίας όταν είδε ότι θα χάσει από τον Ανδρέα Παπανδρέου, μέχρι τον Κώστα Σημίτη που για να μη χάσει από τον Κώστα Καραμανλή έδωσε το δαχτυλίδι στον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά και τον νεότερο Καραμανλή, τον Κώστα, ο οποίος όταν είδε ότι η χώρα εκτροχιάζεται δημοσιονομικά και οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία, τα παράτησε αφήνοντας να βγάλει το φίδι από την τρύπα ο Γιώργος Παπανδρέου. Η διαφορά του Τσίπρα από αυτούς είναι ότι είναι μικρός σε ηλικία, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει, προσώρας τουλάχιστον, κάποιος που να τον αμφισβητήσει και το κυριότερο μπορεί βασίμως να ελπίζει ότι μετά από τέσσερα χρόνια, ενδεχομένως και νωρίτερα, θα επιστρέψει στη διακυβέρνηση εάν ο ίδιος έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στον χώρο του προοδευτικού Κέντρου και της Αριστεράς και ο Μητσοτάκης -με τα όσα ανοιχτά μέτωπα και προβλήματα στην οικονομία και το κράτος που θα κληρονομήσει- αποτύχει.

Δύσκολο οκτάμηνο

Σήμερα ελέγχει τις εξελίξεις, μετά από οκτώ μήνες δεν είναι σίγουρο, ειδικά εάν υποστεί, όπερ και το πιθανότερο, μεγάλη ήττα στις ευρωεκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Η Ν.Δ., εάν ο χάρτης βαφτεί γαλάζιος, θα γίνει πιο επιθετική και το πιθανότερο είναι να κατακτήσει με άνεση την αυτοδυναμία αφού οι αμφιταλαντευόμενοι και αναποφάσιστοι ψηφοφόροι στις εθνικές εκλογές που θα ακολουθήσουν είναι λογικό να προτιμήσουν τον νικητή  έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, το ΚΙΝ.ΑΛ. μπορεί να συνέλθει εάν πάει καλά, που δεν αποκλείεται, στις αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές. Στην περίπτωση αυτή ο δρόμος του Τσίπρα προς την Κεντροαριστερά θα γίνει δύσβατος. Και βέβαια τα προβλήματα στην οικονομία θα πολλαπλασιαστούν αφού κανείς δεν θα εμπιστεύεται μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε αποδρομή. Ολοι θα περιμένουν τον επόμενο. Και περιμένοντας τον επόμενο η διόγκωση των οικονομικών προβλημάτων θα πνίξει και τα κέρδη που έχουν υπάρξει τους τελευταίους μήνες, μετά την έξοδο από τα μνημόνια.

Ο Τσίπρας θα μπορούσε να εξαντλήσει την τετραετία και να κάνει εθνικές εκλογές στις 29 Σεπτεμβρίου, όπως του εισηγούνται ορισμένοι και κατά βάθος θα ήθελε και ο ίδιος, εάν τον Μάιο, στις ευρωπαϊκές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καλά εκλογικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται ούτε από τις δημοσκοπήσεις, ούτε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ούτε περιλαμβάνεται στις εκτιμήσεις των σοβαρών πολιτικών αναλυτών και τα reports των ισχυρών οικονομικών κέντρων και των ξένων πρεσβειών. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν για τους επόμενους οκτώ μήνες παρουσιάσει το καλύτερο, με συγκεκριμένα μέτρα και μετρήσιμους στόχους, οικονομικό πρόγραμμα, δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτε αν το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου είναι δυσμενές για τον ΣΥΡΙΖΑ και απογοητευτικό για τους οπαδούς του. Στην περίπτωση αυτή οι ψηφοφόροι θα κάνουν ό,τι κάνουν πάντα: θα πάρουν με χαρά ό,τι τους δοθεί αλλά θα μαυρίσουν την κυβέρνηση για όσα κακά θεωρούν ότι τους έκανε…

Νίκος Φελέκης – protothema.gr