Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, καλό είναι να μαθαίνεις από τα λάθη των άλλων για να μην τα κάνεις ο ίδιος.
Στη Μεταπολίτευση οι «θεσμικές παρεμβάσεις» ποτέ δεν έσωσαν κανέναν πρωθυπουργό από την εκλογική ήττα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με μικροκομματική λογική αλλά με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και το καλό του κοινωνικού συνόλου.
Ο κ. Τσίπρας έκανε το λάθος να θεωρεί ατού, εκτός από την οικονομία και τη γνώση της αγγλικής γλώσσας, το πολιτικό παιχνίδι με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τους μήνες που πέρασαν, όταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περιέγραφαν τις επόμενες κινήσεις που θα τους οδηγούσαν στην ανάκαμψη, συμπεριέλαβαν και το Σύνταγμα. Θεωρούσαν ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία όχι μόνο θα προσέγγιζαν ξανά μεγάλα τμήματα του κοινωνικού συνόλου, αλλά και θα επέφεραν άλλο ένα χτύπημα στους πολιτικούς τους αντιπάλους κι έτσι ο πρωθυπουργός θα κέρδιζε τον τίτλο του γενναίου αναθεωρητή.
Μόνο που η θεωρία διαφέρει πολύ από την πράξη. Αν κρίνουμε από τις τελικές προτάσεις που διατύπωσε η κυβέρνηση κατά την ψηφοφορία στη Βουλή, ο Τσίπρας δεν τόλμησε και όπου τόλμησε ηττήθηκε. Το άρθρο 3 για τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους δεν ικανοποίησε την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν ο στόχος, και τελικά πέρασε υπό αμφισβητούμενες συνθήκες με μόλις 151 ψήφους. Το άρθρο 30 που υποτίθεται ότι θα άνοιγε την πόρτα στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό δεν ψηφίστηκε ούτε από την κυβερνητική πλειοψηφία. Και το άρθρο 32 που προβλέπει την αποσύνδεση της εκλογής του ΠτΔ από την προσφυγή στις εθνικές εκλογές πήρε λάθος δρόμο.
Εκεί που το Μαξίμου θεωρούσε ότι θα πιέσει τον Μητσοτάκη, βρέθηκε να αγωνίζεται με αστείες ερμηνείες και μεθοδεύσεις προκειμένου να μπλοκάρει την επόμενη Βουλή για το περιεχόμενο που εκείνη θα δώσει στο υπό αναθεώρηση άρθρο. Μηδέν στα τρία δεν είναι καλό αποτέλεσμα και αυτό το ξέρουν πολύ καλά στο Μαξίμου. Γι’ αυτό άλλωστε επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα ρήγμα στους βασικούς πολιτικούς αντιπάλους, τη Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛ. Στη μεν Ν.Δ. υποθέτοντας ότι θα τους εκθέσει έναντι του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας, στο δε ΚΙΝ.ΑΛ. υπονοώντας ότι ο Βενιζέλος θα προταθεί για νέος ΠτΔ. Απέτυχαν και στα δύο μέτωπα σε χρόνο ρεκόρ: ο Μητσοτάκης δεν είχε κανέναν λόγο να ανοίξει τα χαρτιά του, αποκλείοντας τον κ. Βενιζέλο, με την κυρία Γεννηματά από την άλλη να αντιπροτείνει υποψήφιο από την Αριστερά.
Τι απομένει, λοιπόν, στο τραπέζι για τον κ. Τσίπρα; Τίποτα απολύτως, εκτός από το ότι οδηγούμαστε σε μία ακόμη άτολμη, μίζερη, πρόχειρη αναθεώρηση, η οποία δεν εκσυγχρονίζει και δεν προσαρμόζει στα σημερινά δεδομένα τον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Οι βασικές αλλαγές που έχει σήμερα ανάγκη η χώρα όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται, αλλά θα παραμείνουν στο ράφι τουλάχιστον για μία δεκαετία: Η αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση επιτέλους μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα απορρίπτεται χωρίς κανένα επιχείρημα.
Να μην αναφερθούμε στο παράδειγμα της Βρετανίας, που έχει στήσει μια τεράστια εθνική βιομηχανία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων την οποία στηρίζουν, μεταξύ άλλων, και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες φοιτητές, αλλά και της Κύπρου, η οποία ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια και έχει θεαματικά αποτελέσματα. Ο αντίλογος ότι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να είναι προσβάσιμη και σε όσους δεν έχουν οικονομική δυνατότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη θέσπιση υποτροφιών από τα ίδια τα ΑΕΙ.
Δεύτερο άρθρο, το 24, για το περιβάλλον που ουσιαστικά αφορά τις χρήσεις γης. Εως τώρα καθόλου δεν βοήθησε στο να αποφευχθούν οι μεγάλες καταστροφές, όπως η φετινή στο Μάτι. Αντίθετα, ενθαρρύνει τη γραφειοκρατία για να μπλοκάρει κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια. Πρέπει κάποτε να καθοριστεί και στην Ελλάδα πού είναι δάσος, πού οικιστική περιοχή, πού βιομηχανική ζώνη, πού καλλιεργήσιμη γη.
Πρέπει επιτέλους να προστατευτεί με τον πλέον αυστηρό τρόπο ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών. Η εκτελεστική από τη νομοθετική, μια που δεν μπορεί ο υπουργός να είναι ταυτόχρονα και βουλευτής. Οταν γίνεται υπουργός, να παραδίδει τη θέση του στη Βουλή ώστε ο έλεγχος να είναι ευχερέστερος. Η εκτελεστική από τη δικαστική, μια που υπάρχει ανάγκη ανεξάρτητης Δικαιοσύνης και αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η ηγεσία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων δεν επιλέγεται από την κυβέρνηση, αλλά και με τη συγκρότηση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου με καθαρές αρμοδιότητες και κύρος. Ακόμη και η υποχρεωτική εξάντληση της τετραετίας από μια κυβέρνηση ή η θέσπιση ανώτατης θητείας για πρωθυπουργό και υπουργούς θα ήταν αλλαγές που θα πάνε τη χώρα και την κοινωνία ένα βήμα μπροστά.
Ετσι όπως πάει να γίνει η αναθεώρηση, είναι μια τρύπα στο νερό. Και το χειρότερο; Οτι θα πρέπει να περιμένουμε άλλα δέκα χρόνια, το 2030, για να γίνει μια νέα ουσιαστική αλλαγή στο Σύνταγμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να κερδίσουμε χρόνο. Εάν η σημερινή κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται τις ανάγκες της εποχής, δικό της πρόβλημα. Η αντιπολίτευση και κυρίως η Ν.Δ. πρέπει να ακυρώσουν την υπό εξέλιξη αναθεώρηση του Συντάγματος, αφού δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, ούτως ώστε αυτή να ξεκινήσει εκ νέου μετά τις εκλογές. Αυτό έχει τη δυνατότητα να το κάνει και πρέπει να το τολμήσει. Τι έχει να φοβηθεί; Τον αναθεωρητικό οίστρο του κ. Τσίπρα;