Ανοικτές πόρτες για το σύνολο του λιανεμπορίου θα προβλέπει, σύμφωνα με πληροφορίες, η διαδικασία επανεκκίνησης της αγοράς, καθώς θεωρείται ότι το click in the shop δεν επιβαρύνει τα επιδημιολογικά δεδομένα περισσότερο απ’ ότι η παράδοση στην πόρτα (click away).
Θα πρέπει βέβαια πρωτίστως να αποφασιστεί από την κυβέρνηση και τους λοιμωξιολόγους ο χρόνος που θα σηκωθεί ο διακόπτης της αγοράς. Διότι, η αρχική πρόθεση τού οικονομικού επιτελείου ήταν ν’ ανοίξουν οι επιχειρήσεις την ερχόμενη Δευτέρα 1η Μαρτίου, με δεδομένο ότι η επιβολή των περιοριστικών μέτρων έχει ισχύ έως τις 28 Φεβρουαρίου.
Ωστόσο, η πίεση που ασκείται στα νοσοκομεία της Αττικής από τις εισαγωγές ασθενών με covid, ο υψηλός αριθμός των κρουσμάτων και ο φόβος ότι αν ανοίξει βιαστικά η αγορά θα ξανακλείσει σύντομα, φέρνουν στο προσκήνιο και ένα δεύτερο σενάριο. Υπάρχει, δηλαδή, η σκέψη να παραταθεί για ακόμα μία εβδομάδα το lock down στην αγορά και το λιανεμπόριο να επανεκκινήσει τη Δευτέρα 8 Μαρτίου.
Όποια από τις δύο ημερομηνίες κι αν επιλεγεί, το πιθανότερο είναι ότι τα εμπορικά καταστήματα θα λειτουργήσουν σ’ ένα πιο ελεύθερο πλαίσιο. Θα δοθεί δηλαδή η δυνατότητα στους καταναλωτές να εισέρχονται στα μαγαζιά (click in the shop) και όχι να περιμένουν στην πόρτα να παραλάβουν τις παραγγελίες τους. Όπως έλεγαν στελέχη τού υπουργείου Ανάπτυξης “κλείσαμε την αγορά, αλλά δεν είδαμε να βοηθάει στην αισθητή μείωση των κρουσμάτων”.
Η υποχρέωση αποστολής sms συνεχίζει να ισχύει, με τη διαφορά ότι δεν θα είναι ο αριθμός 2 στο 13033, αλλά ένας άλλος αριθμός προς ένα καινούργιο πενταψήφιο νούμερο. Θα υπάρχει η δυνατότητα αποστολής sms μόνο μία φορά την ημέρα και η διάρκειά του θα είναι τρεις ώρες, εντός των οποίων θα πρέπει ο αποστολέας να έχει ολοκληρώσει τα ψώνια του. Σε εκκρεμότητα βρίσκεται ακόμα το κατά πόσο θα πρέπει να υπάρχει κλεισμένο ραντεβού στο κινητό μας.
Παράλληλα, στο υπουργείο Ανάπτυξης ετοιμάζουν απόφαση με την οποία θα παραταθεί ο χρόνος των εκπτώσεων έως και το τέλος Μαρτίου. Ο εμπορικός κόσμος (κυρίως στην ένδυση και την υπόδηση) θεωρεί μία τέτοια απόφαση απαραίτητη για να πουληθεί ένα μεγάλο μέρος από τα στοκαρισμένα εμπορεύματα και να μπορέσουν τα καταστήματα να πληρώσουν τους προμηθευτές τους και να παραγγείλουν καινούργια προϊόντα.