Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Οι Έλληνες εμπιστεύονται τα social media περισσότερο από τα ΜΜΕ

Η έκφραση fake news μπήκε στη ζωή μας μαζί με τον Ντόναλντ

Τραμπ στον… Λευκό Οίκο. Και φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Όπως έδειξε μεγάλη έρευνα, οι περισσότεροι δεν εμπιστεύονται πια τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αλλά συγχρόνως είναι και καχύποπτοι για τα social media. Εξαίρεση, οι Έλληνες.

Παρά την καχυποψία που υπάρχει για τις ειδήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η έρευνα έδειξε ότι τα social media αποτελούν μέσα ζωτικής σημασίας για θέματα που δεν καλύπτονται αρκετά, όπως τα δικαιώματα ΛΟΑΤ και το μεταναστευτικό.

Η Έκθεση Ψηφιακών Ειδήσεων του Ινστιτούτου του Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας δείχνει ψηλά ποσοστά δυσπιστίας για ειδήσεις και σχόλια: Από τους 70.000 καταναλωτές και πλέον που ερωτήθηκαν σχετικά σε 36 χώρες του κόσμου, 33% ή περισσότεροι είπαν ότι δεν μπορούν να βασιστούν στις ειδήσεις ως αληθινές. Μόνο 24% των ερωτηθέντων είπαν ότι τα κοινωνικά μέσα έκαναν ικανοποιητική προσπάθεια να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τον μύθο, σε σχέση με 40% για τα παραδοσιακά μέσα.

Σε χώρες όπως τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, ο κόσμος είχε διπλάσια εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου ο κόσμος είπε ότι τα κοινωνικά μέσα ήταν πιο ικανά να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα.

“Αν και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά ΜΜΕ, υπάρχει διπλάσια εμπιστοσύνη σε αυτά ως προς την ικανότητά τους να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα, από ό,τι υπάρχει για τα κοινωνικά μέσα”, είπε ο Νικ Νιούμαν, επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών στο έκτο κατά σειρά τεύχος της έρευνας, μιλώντας στην μη κερδοσκοπική οργάνωση Thomson Reuters Foundation.

“Οι ψεύτικες ειδήσεις μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στη δημοσιογραφία εδώ και πολύ καιρό. Είναι μια ευκαιρία να αποκατασταθεί η αξία των παραδοσιακών μέσων και να υπάρξει εστίαση στην ποιότητα”, πρόσθεσε.

Ο Νιούμαν πρόσθεσε πως αυτό έχει οδηγήσει σε άνοδο τον αριθμό των ηλεκτρονικών συνδρομών σε οργανισμούς ειδήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου 16% είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την είδηση σε σχέση με το περυσινό 9%, ένδειξη ότι μπορεί περισσότερα άτομα να είναι διατεθειμένα να πληρώσουν και για μέσα σε άλλες χώρες.

Παρά μια επικρατούσα άποψη ότι οι νεότεροι σε ηλικία καταναλωτές δεν θα θελήσουν να πληρώσουν για ειδήσεις ηλεκτρονικά, η ετήσια έκθεση, που εξετάζει την κατανάλωση ειδήσεων παγκοσμίως, αποκάλυψε ότι τα άτομα που είναι κάτω των 35 ετών είναι διατεθειμένα να πληρώσουν για ποιοτικές ειδήσεις, όπως ακριβώς πληρώνουν για υπηρεσίες μουσικής και βίντεο.

Η διαδικτυακή έρευνα, την οποία διεξήγαγε η YouGov, αποτέλεσε την πρώτη φορά που το Ίδρυμα Reuters έχει εξετάσει την ανταπόκριση του κοινού στην ποιότητα της πληροφόρησης στα κοινωνικά μέσα, καθώς 54% των καταναλωτών σήμερα χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για ειδήσεις.

Το Ίδρυμα Reuters, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Thomson Reuters, έχει εξετάσει παλαιότερα τα γενικά επίπεδα εμπιστοσύνης στα μέσα, και έχει δει ότι το επίπεδο δυσπιστίας του κόσμου ως προς τα ΜΜΕ είχε άμεση σχέση με το πόσο μεροληπτικά θεωρούν ότι είναι τα μέσα αυτά.

Αυτή η σχέση είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες με ψηλό δείκτη πολιτικής πόλωσης όπως τις ΗΠΑ, την Ουγγαρία και την Ιταλία. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα κατακρίνει τα παραδοσιακά μέσα για προώθηση “ψεύτικων ειδήσεων”, πράγμα το οποίο καθιέρωσε κατά την προεκλογική του καμπάνια με το να παραπονιέται ότι η κάλυψη ειδήσεων που τον αφορούσε ήταν άδικη.

“Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ έχει αυξηθεί λιγάκι τον χρόνο που μας πέρασε κυρίως λόγω του ότι πολλή από την καχυποψία εκδηλώθηκε από τον κόσμο που ανήκε στη Δεξιά, από υποστηρικτές του Τραμπ”, είπε ο Νιούμαν, “ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ έδειξε πτώση λόγω μιας αίσθησης ότι οι δεξιές εφημερίδες προωθούσαν το Brexit”.

Ο Νιούμαν είπε ότι τα κοινωνικά δίκτυα δεν θα εξαλειφθούν, παρότι οι χρήστες τους μεταπηδούν περισσότερο σε εφαρμογές messaging για ειδήσεις, νιώθοντας απογοητευμένοι με το επίπεδο συζητήσεων σε δίκτυα όπως το Facebook και το Twitter.

“Είναι πολύ δημοφιλές να ασκείται κριτική στα κοινωνικά μέσα, όμως είναι πολύ καλό για τις περιστασιακές ειδήσεις, και ιδιαίτερα σε χώρες όπου τα μέσα ελέγχονται από την κυβέρνηση”, είπε.

Τα κοινωνικά μέσα “εκθέτουν τους ανθρώπους σε ένα πολύ μεγαλύτερο πεδίο ειδήσεων και προβληματισμών, όπως κατά την κρίση του μεταναστευτικού όπου ο κόσμος μετέδιδε ειδήσεις απ’ ευθείας από τους καταυλισμούς (…), ή όπως στα θέματα ΛΟΑΤ”, τόνισε.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ