Ηταν μια Ανάσταση και μια Κυριακή του Πάσχα που θα μείνει στην Ιστορία. Όχι μόνο γιατί ήταν τόσο διαφορετικά λόγω του κοροναϊού.
Όχι μόνο γιατί κυριαρχεί ο φόβος και η αυτοπροστασία με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό των πολιτών στα σπίτια τους.
Κι όχι μόνο γιατί χάσαμε όλοι το παραδοσιακό εορτασμό με τη θεία κατάνυξη στην Εκκλησία και τα γλέντια στα χωριά μας.
Αλλά γιατί ζήσαμε το «Πάσχα των μπαλκονιών». Γιατί γίναμε περισσότερο άνθρωποι, πιο ζεστοί, παρά την παγωνιά της πανδημίας.
Η νύχτα της Ανάστασης, αλλά και η Κυριακή που ακολούθησε είχε κάτι το τόσο διαφορετικό, ειδικά στις μεγάλες πόλεις. Η απρόσωπη Αθήνα απέκτησε χρώμα, ανθρωπιά, ενδιαφέρον για τον γείτονα, τον περαστικό, τον διπλανό που μας χωρίζει ένας τοίχος αλλά δεν τον γνωρίζουμε.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων στα social media για το πώς έζησαν αυτοί τις γιορτές είναι χαρακτηριστικές. Οι περισσότεροι μιλούν για μια μοναδική στιγμή, συγκινητική στιγμή όταν το «Δεύτε Λάβετε Φως» ακούστηκε από τις τηλεοράσεις.
Δεν ήταν τα εκατοντάδες πυροτεχνήματα που φώτισαν τον ουρανό και «ανακοίνωσαν» την Ανάσταση του Χριστού.
Ηταν τα «χρόνια πολλά» και τα «Χριστός Ανέστη – Αληθώς ο Κύριος» που ακούστηκαν από όλα τα μπαλκόνια.
Και ίσως οι ευχές αυτές να μην έχουν καμιά σημασία για πολλούς. Αλλοι πιστεύουν κι άλλοι όχι.
Αυτό που έχει σημασία είναι η αγάπη με την οποία ειπώθηκαν οι ευχές. Ειδικά στις γειτονιές της Αθήνας με τις απρόσωπες πολυκατοικίες και τα διαμερίσματα των 60 και 70 τετραγωνικών όπου χιλιάδες οικογένειες περνούν τις μέρες της καραντίνας.
Ολοι βγήκαν έξω, μιλούσαν ακατάπαυστα, ξόρκιζαν το κακό που τους βρήκε και ταυτόχρονα ανανέωσαν την ελπίδα τους ότι κάτι καλύτερο ακολουθεί. Γέμισε η πόλη με φωνές αισιοδοξίας ότι η ανάσταση έρχεται, κι ότι η υπομονή άξιζε τον κόπο.
Η μελαγχολία πέρασε για μια στιγμή και τα μπαλκόνια γέμισαν από Πάσχα. Χαιρετούσαν τους διπλανούς, έστελναν ευχές στους απέναντι, μιλούσαν στο λιγοστό κόσμο που «τόλμησε» να βγει στο δρόμο, ίσως για να πάει να φέρει το Αγιο Φως.
Ασχετα αν πιστεύει κανείς ή όχι, αυτοί οι συμβολισμοί είναι ιεροί. Το φως που πάντα νικάει το σκοτάδι, αυτό ήταν για όλους ιερό το βράδυ της Ανάστασης.
Και την επόμενη ημέρα; Την Κυριακή του Πάσχα όπου άλλες χρονιές η επαρχία έσφυζε από ζωή αλλά και οι πόλεις γλεντούσαν με τον τρόπο τους;
Πόσο διαφορετικά όλα, όμως, και πόσο ανθρώπινα. Τα μπαλκόνια και οι αυλές γέμισαν με ψησταριές, οι περισσότερες δεν έψηναν ολόκληρο οβελία, ωστόσο, οι Ελληνες το τίμησαν κι αυτό το Πάσχα.
Αυτό που είχε σημασία, όμως, ήταν η αίσθηση της κοινότητας. Το «όλοι μαζί» με φωνές, χαρές, εορταστικό κλίμα που έσπασε τη μουντάδα της καραντίνας.
Ξανασυστηθήκαμε
Ισως από τις ελάχιστες φορές που τα μπαλκόνια έγιναν τόπος συνάντησης των ανθρώπων. Ακουγες από παντού παιδικές φωνές, τραγούδια και κιθάρες. Ένα πολύβουο μελίσσι οι έγκλειστοι άνθρωποι, έλεγαν χρόνια πολλά, τσούγκριζαν ποτήρια, χαιρετούσαν τους απέναντι.
Ναι, τα μπαλκόνια έγιναν των «Ελλήνων οι κοινότητες» κι έφτιαξαν έναν άλλο Γαλαξία, όπως θα έλεγε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Ισως να μην ξανασυμβεί αυτό και να μην ξαναδούμε τόσο πολύ κόσμο στα μπαλκόνια, τόση περίσσια ανθρωπιά ανάμεσά μας. Ας κρατήσουμε αυτές τις εικόνες.
Τις εικόνες των ανθρώπων που ο κοροναϊός τους χτύπησε όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Γιατί ο κόσμος είναι ανήσυχος, φοβάται ακόμη, είναι μελαγχολικός, δεν ξέρει τι του ξημερώνει.
Όμως, δεν έχασε την ανθρωπιά του. Ξαναγνώρισε τον εαυτό του, τους δικούς του, τους γείτονες που αγνοούσε.
Ας μην το χάσουμε όλο αυτό το συναίσθημα όταν θα περάσει ο κοροναϊός. Ισως να είναι το καλό που νικάει το κακό.
Ας μην ξεχάσουμε ότι μπαλκόνια και οι ταράτσες μπορούν να είναι σημεία συνάντησης, συναδέλφωσης, αγάπης, χώρος για να ξανασυστηθούμε.
Ισως οι επόμενοι εορτασμοί της Ανάστασης να μη γίνουν τόσο απρόσωπα, σε μπαράκια και χώρους όπου χιλιάδες «γιορτάζουν» και «γλεντάνε» χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον.
Ισως ο κοροναϊός να μας κάνει πιο γήινους, να μας δώσει να καταλάβουμε ότι σημασία έχει το συναίσθημα και πως αυτό θα το βγάζεις αληθινά.
Το fake, η δήθεν γκλαμουριά και τα Πάσχα του χαβαλέ και της επίδειξης μπορούν να μείνουν στο παρελθόν. Το μέλλον μπορεί να χτιστεί διαφορετικά.
Με αυτούς που θέλουν να είναι όλοι μαζί. Αλλά και με εκείνους που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ.
Τους μοναχικούς, τους ηλικιωμένους, τους γείτονες, τους αγνώστους στο δρόμο.
Την Ελλάδα που αντιστέκεται, την Ελλάδα που επιμένει…
του Βασίλη Σ. Κανέλλη από το www.in.gr