Κάθε μεταβολή στην καθημερινότητα μας, επιφέρει λίγο εώς πολύ φόβο, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για μια πανδημία που από μόνη της αποτελεί ένα τρομακτικό φαινόμενο. Έτσι και με την πανδημία λόγο covid19, ο οποίος εξακολουθεί να αποτελεί ένα αγεωγράφητο πεδίο τόσο για τους επιστήμονες όσο και για όλους εμάς. Όλο αυτό σε συνδυασμό με τα μέτρα περιορισμού και ασφάλειας ήταν αρκετά για να επιφέρουν ταλαντεύσεις στην ψυχική υγεία αλλά και στην κοινωνική ζωή όλων.
Αρχικά η απομόνωση και ο περιορισμός των κοινωνικών δραστηριοτήτων ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν καταθλιπτικά επεισόδια και μελαγχολία στους περισσότερους. Παρουσιάστηκε αύξηση όσο αφορά τις αγχώδεις διαταραχές και υποτροπές στους ήδη έχοντες κάποια αγχώδη διαταραχή. Μπορεί κάποιος εύκολα να αντιληφθεί πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση όλης αυτής της κατάστασης σε κάποιον με ιδεοκαταναγκαστική διαταραχή, αρκεί να σκεφτεί ότι για τους περισσότερους η έντονη ενασχόληση με την καθαριότητα και την υγιεινή ήταν κάτι που έπρεπε να αντιμετωπίστει και τώρα καλούνται να ασχολούνται συνεχώς με αυτό.
Έχουμε ακούσει πολλούς, να αστειεύονται για την αύξηση του βάρους τους και όμως δεν οφείλεται μόνο στην άνοια λόγο του εγκλεισμού αλλά έχει και ψυχολογικό υπόβαθρο. Όλο αυτό το στρες που βιώνουμε λόγο της κατάστασης μας οδηγεί στην λεγόμενη συναισθηματική υπερφαγία ,κατά την οποία ένα άτομο τρώει ακατάπαυστα και ενώ δεν υπάρχει το αίσθημα της πείνας,απλά και μόνο για να κατευνάσει το άγχος και την νευρικότητα που του προκαλεί η κατάσταση και η αβεβαιότητα για το αύριο.
Έξαρση και των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, διότι τα προβλήματα προϋπήρχαν αλλά λόγο του εγκλεισμού χειροτέρεψαν διότι τα θύματα αναγκάζονται να συνυπάρξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με το θύτη. Τα θύματα είναι συνήθως γυναίκες και τα παιδιά αν δεν είναι και τα ίδια θύματα “πληρώνουν” αυτή την δυσφημία ανάμεσα στο αντρόγυνο. Ίδη είχαμε τρεις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της πανδημίας, η κυβέρνηση κινητοποιήθηκε άμεσα με τηλέφωνα καταγγελιών, προβολή σποτ για το θέμα και οι ειδικοί έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι
“Tο γεγονός πως είμαστε αναγκασμένοι να συμβιώνουμε, δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι αναγκασμένος να ανέχεται περιστατικά βίας, καλώντας τα θύματα να μιλήσουν ώστε να απομακρυνθούν από το νοσηρό περιβάλλον.” Κάποιοι ενώ γνωρίζουν προτιμούν να μην μιλήσουν, θεωρώντας ότι με την λήξη όλης της κατάστασης ,ο θύτης θα απομακρυνθεί και όλα θα είναι και πάλι υπό έλεγχο. Θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε ότι υπάρχει μια θεωρία που αναφέρει το εξής: “Τα άτομα που υπέστησαν κάποια μορφή βίας σε παιδική ηλικία, μεγαλώνοντας είναι πιθανόν να ανήκουν σε δύο κατηγορίες, το καλό σενάριο είναι ότι θα γίνουν άτομα που θα μάχονται την βία από όπου και αν προέρχεται και το άσχημο ότι θα είναι τα άτομα που θα ασκούν βία.” Άρα για ακόμα μια φορά αποδεικνύεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η σιωπή δεν είναι χρυσός και ότι τέτοιες καταστάσεις έχουν και μακροπρόθεσμα κοινωνικές επιπτώσεις.
Συνοψίζοντας λοιπόν, αξίζει να αναφέρουμε ότι για όλους τους λόγους που προαναφέραμε και επειδή η εποχή είναι δύσκολη, δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού πλέον για την Ελληνική κοινωνία η επίσκεψη σε έναν επιστήμονα ψυχική υγείας. Οι εποχές που στιγματίζονταν όσοι επισκέπτονταν συμβούλους ψυχικής υγείας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και τώρα όσο ποτέ είναι επιβεβλημένο να ζητήσει κάποιος βοήθεια. Μίλα, εμπιστεύσου, αυτό που για εσένα φαντάζει ακατόρθωτο ίσως να είναι πολύ απλό για έναν επιστήμονα ψυχικής υγείας.
Δήμητρα Σκρεπετού