Η εκλογή του Joe Biden στην προεδρία των ΗΠΑ δεν αφορά μόνο την Αμερική και τους πολίτες του, αλλά το σύνολο του πλανήτη, όπως είναι απολύτως φυσιολογικό λόγω του ειδικού διαμετρήματος των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
Ήδη η ατζέντα έχει τεθεί και αφορά σημαντικά θέματα της Διεθνούς Πολιτικής, που όπως φαίνεται θα χαρακτηρίσουν τις επόμενες δεκαετίες και του υποσυστήματος της Ανατολικής Μεσογείου.
Το πρώτο θέμα είναι η Τουρκία και η μεθοδολογία που ακολουθεί ο Λευκός Οίκος υπό τον Joe Biden. Ήδη κάποιοι αναλυτές αναφέρουν ότι δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ της σημερινής και της προηγούμενης διοίκησης των ΗΠΑ.
Δεν είναι όμως έτσι. Ο Joe Biden είναι βαθύς γνώστης της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ και ο Υπουργός Εξωτερικών του, ο ακαδημαϊκά οξύνους Antony Blinken, έχει ουσιαστική γνώση του αρνητικού ρόλου της Τουρκίας αναφορικά με την ισορροπία ισχύος στην περιοχή. Ας αναγνωρίσουμε το εξής. Η Τουρκία είναι κομβικός δρων για το δυτικό αποτύπωμα στην περιοχή. Προσοχή, όχι μοναδικός αλλά κομβικός. Η διοίκηση Joe Biden ορθώς πράττει και δεν θέλει να είναι αυτή που θα πει πρώτη το οριστικό αντίο σε μια σχέση προβληματική εδώ και δεκαετίες. Ας είμαστε ρεαλιστές. Ο επόμενος στρατηγικός στόχος για την Άγκυρα είναι να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της για στρατηγική αναβάθμιση στη διεθνή σκηνή. Κι αυτή η αναβάθμιση έχει να κάνει με τα πυρηνικά της σχέδια που έχουν πλέον εισέλθει σε μια πορεία αργής αλλά σταθερής ολοκλήρωσης. Η θέση της Τουρκίας στο δυτικό πλαίσιο βαίνει προς το επίσημο τέλος.
Η διοίκηση Biden γνωρίζει ότι το διακύβευμα αυτή τη στιγμή δεν επικεντρώνεται στο να διατηρηθεί η Τουρκία στο δυτικό περιβάλλον, αυτό δεν θα ήταν ρεαλιστικό από τη στιγμή που η Τουρκική Υψηλή Στρατηγική έχει προσανατολισθεί σε αναβάθμιση του ρόλου της στο πολυπολικό συστημικό πλαίσιο, αλλά στο να μη προσφέρει την αφορμή ή το πλαίσιο στην Άγκυρα να ενισχύσει περαιτέρω τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Ένας σφικτότερος εναγκαλισμός Μόσχας και Άγκυρας θα αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στρατηγικού κενού ασφάλειας ως προς τον δυτικό κόσμο, δίχως ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι μια Τουρκία σε ρόλο μοναχικού καβαλάρη στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποτελεί παράγοντα ανασφάλειας για τα κράτη της περιοχής. Οι κινήσεις συσπείρωσης μεταξύ όλων των κομβικών κρατών της Ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) δείχνουν ξεκάθαρα ότι το υποσύστημα εισέρχεται σε κατάσταση εγρήγορσης, αυτό που στη Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων θα λέγαμε ‘Άθροιση Ισχύος για την Εξισορρόπησης της Απειλής’. Και η απειλή είναι η Τουρκία.
Η κυβέρνηση Biden λοιπόν επιδιώκει να δημιουργήσει το πλαίσιο αυτό ώστε όταν πλέον η Τουρκία αισθανθεί έτοιμη να εγκαταλείψει επισήμως το δυτικό στρατόπεδο να μπορεί να δεχθεί ένα ισχυρό μήνυμα συμβατικής Αποτροπής από τα κράτη της περιοχής. Η Τουρκία θα βρίσκει ολοένα και περισσότερες πόρτες κλειστές, αλλά πάντα με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο αφού αυτός που λέει πρώτος το φύγε, στον έρωτα αλλά και στην πολιτική, αναλαμβάνει και τις ευθύνες των εξελίξεων. Ασφαλώς και η κίνηση της Τουρκίας να φύγει από τον δυτικό πυρήνα δεν είναι αποκλειστική ευθύνη του Ερντογάν, για αυτούς που αναμένουν θεαματική στροφή στην Υψηλή Στρατηγική της Άγκυρας όταν ο Ερντογάν αποχωρήσει, και βέβαια η Τουρκία δεν έχει τα ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά για να φέρει σε πέρας μια τέτοια απόφαση αλλαγής παραδείγματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο ναρκισσισμός της Άγκυρας θα μπορέσει να συγκρατηθεί από το να διατηρήσει μακριά το κράτος από τις συστημικές Σειρήνες της μοναχικής πορείας στο πολυπολικό σύστημα. Έχουμε όμως καιρό να συζητήσουμε τα στρατηγικά δεδομένα των αποτυχημένων επιλογών της Τουρκίας στην ισορροπία ισχύος της Ανατολικής Μεσογείου.
Η κυβέρνηση Biden λανθάνει στο ότι δείχνει έτοιμη να ακολουθήσει τη λανθασμένη επιλογή Obama αναφορικά με την πυρηνική ατζέντα του Ιράν. Η λογική πίσω από την ήπια προσέγγιση Ομπάμα στο θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης επικεντρωνόταν κυρίως στο ότι στο τέλος της ημέρας κανείς δεν θα μπορούσε να σταματήσει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά, έστω και μέσω της εκτεταμένης χρήσης των οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης. Το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο, μιας και τα κράτη δεν κινούνται σε κενό διάστημα προβάλλοντας τα θέλω τους ως αδήριτες συστημικές πραγματικότητες αλλά μόνο τα μπορώ τους. Δει δη χρημάτων ω άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτου ουδέν, όπως θα έλεγε και ο Δημοσθένης σε μια ανάλογη περίπτωση.
Οι πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν λαμβάνουν την πορεία της καμπύλης της Ιρανικής οικονομίας και κινούνται ανάλογα. Ασφαλώς και δεν μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ένα πυρηνικό Ιράν εκλαμβάνεται ως κάτι μη σημαντικό από την Ουάσιγκτον. Είναι όμως δεδομένο ότι στα σημαντικότερα think tank των Δημοκρατικών επικρατεί η άποψη του σημαντικού θεωρητικού των Διεθνών Σχέσεων για τα πυρηνικά, Kenneth Waltz, που είχε δηλώσει “όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο” εννοώντας ότι μέσω αυτής της εξάπλωσης των πυρηνικών επιτυγχάνεται η απόλυτη μορφή αποτροπής και εξισορρόπησης.
Η πιθανή απόκτηση πυρηνικών όμως από το Ιράν θα αποδομήσει την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αφού πλείστα κράτη τη θεωρούν ως μια ενέργεια που κινείται εναντίον της οντολογικής τους επιβίωσης. Επιπρόσθετα, αν το Ιράν μετατραπεί σε πυρηνική δύναμη τότε η οποία πιθανότητα ποιοτικής αναβάθμισης του πολιτικού συστήματος προς μια ατζέντα μη εσχατολογική θα διαγραφεί οριστικά. Θεωρώ ότι η Ουάσιγκτον οφείλει να συναισθανθεί την ανησυχία πολλών κρατών της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και να λειτουργήσει ως ορθολογικός δρών ως προς την περίπτωση του Ιράν, μην επιτρέποντας στην Τεχεράνη να συνεχίσει την πυρηνική της ατζέντα.
Αν αποσταθεροποιηθεί η περιοχή λόγω πυρηνικής ατζέντας Ιράν, τότε και ο σχεδιασμός για ενίσχυση των δομών του υποσυστήματος απέναντι στην πορεία της Τουρκίας υποχωρεί και αδυνατίζει. Και εδώ η διαδικασία της αλληλεξάρτησης των δεδομένων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ρεαλισμό των προθέσεων και των εφαρμογών της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, η Αμερική εξέρχεται από μια τραυματική περίοδο για την παρουσία της στο διεθνές σύστημα και οφείλει να επιστρέψει με τον ορθολογικό δυναμισμό που η πλειοψηφία του δυτικού κόσμου αναμένει με προσμονή. Τα περιθώρια σφάλματος μετά τη σύγκρουση με το “παγόβουνο της πανδημίας” έχουν στενέψει ακόμη περισσότερο και το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο για το επόμενο βήμα του διεθνούς συστήματος.
* Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας