Mε αφορμή την ομώνυμη ταινία με τον Τομ Χάρντι έρχεται ξανά στο φως η ιστορία του κρυμμένου θησαυρού του διαβόητου αρχιγκάνγκστερ που έθαψε λίγο πριν μπει στο Αλκατράζ
Στην πραγματική ζωή, ο Αλ Καπόνε έχασε το μυαλό του και μαζί με αυτό έναν αμύθητο θησαυρό. Στην ταινία «Capone» ο πρωταγωνιστής Τομ Χάρντι μεταμορφώνεται τόσο ολοκληρωτικά στον διαταραγμένο αρχιμαφιόζο κατά τα στερνά του βίου του ώστε το κοινό και οι κριτικοί δυσκολεύονται να αποφασίσουν εάν αυτό που βλέπουν είναι ένα σόλο ρεσιτάλ υποκριτικής ή το αμόκ ενός καλλιτέχνη ο οποίος χρήζει ψυχοθεραπείας.
Οπως γράφει στο βιβλίο της η εγγονή των Καπόνε, «ο παππούς μού είπε ότι το χειρότερο που έκανε η φυλακή στον αδελφό του τον Αλ ήταν η ζημιά στη μνήμη του. Το χαμένο μνημονικό του Αλ άλλαξε τη ζωή όλων μας. Γιατί είχε μαζέψει απίστευτα πολλά λεφτά. Ηταν λεφτά που δεν μπορούσε να καταθέσει στην τράπεζα ή να τα επενδύσει επίσημα. Οταν καταδικάστηκε μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε κρύψει γύρω στα 100 εκατ. δολάρια. Ομως, δεν μου είπε ποτέ πού…»
Στην πραγματική ζωή, ο χαρισματικός Τομ Χάρντι πιθανώς να προταθεί για Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και εφεξής θα πορεύεται στο Χόλιγουντ εξαργυρώνοντας τον θρίαμβό του σε μια τροχιά κάπως παράλληλη με αυτήν του «Τζόκερ» Χοακίν Φίνιξ. Και πάλι όμως στην πραγματική ζωή, το πρόσωπο που χάριν της ταινίας επανήλθε στην επικαιρότητα με πάταγο, ο αδίστακτος αρχιγκάνγκστερ Αλ Καπόνε, έχασε και ξέχασε για πάντα εκείνα τα 100 εκατ. δολάρια. Τα οποία σήμερα θα ήταν περίπου 18,5 φορές περισσότερα.
Ο χαμένος θησαυρός του Καπόνε είναι μια απίστευτη αληθινή ιστορία, η οποία αναβιώνει εξαιτίας του ντόρου και των έντονα αμφιλεγόμενων εντυπώσεων που αποκόμισαν όσοι παρακολούθησαν το «Capone». Φιλόδοξη παραγωγή, η οποία όμως ατύχησε: Αντί των κινηματογραφικών αιθουσών και της μεγαλοπρεπούς πρεμιέρας που θα του άξιζε, το «Capone» στις 12 Μαΐου απλώς κατέστη διαθέσιμο σε συνδρομητές ψυχαγωγικής πλατφόρμας, κατ’ αρχάς αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Σε μια συμμετρική επίθεση της μοίρας, τον κινηματογραφικό Καπόνε τιμώρησε ο κορωνοϊός ενώ τον αληθινό «Σημαδεμένο» η σύφιλη.
Τον Οκτώβριο του 1931 ο Καπόνε καταδικάστηκε σε 11ετή φυλάκιση για φοροδιαφυγή. Σε πρώτη φάση οδηγήθηκε σε σωφρονιστικό κατάστημα της Ατλάντα, αλλά τον Αύγουστο του 1934 μεταφέρθηκε στην, ολοκαίνουρια τότε, φυλακή υψίστης ασφαλείας του Αλκατράζ.
Λίγο πριν τον εγκλεισμό του ο διαβόητος «Σημαδεμένος» είχε θάψει κάπου περί τα 100 εκατ. δολάρια σε μετρητά. Το «κάπου» ήταν ένα σημείο που μόνο ο ίδιος γνώριζε. Δεν υπήρχε κανενός είδους σημείωση, περιγραφή, χάρτης, σκαρίφημα, τίποτε απολύτως που να οδηγήσει οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ιδιοκτήτη τους στα θαμμένα 100 εκατομμύρια. Ο Καπόνε ήταν ήσυχος ότι ήταν ασφαλές το συγκεκριμένο τμήμα της περιουσίας του.
Τα πλούτη του δεν περιορίζονταν βεβαίως σε εκείνες τις φυτεμένες στο χώμα δεσμίδες χαρτονομισμάτων. Δεν έπαυαν όμως να αποτελούν ένα λίαν σεβαστό κομπόδεμα για τα γεράματα του ίδιου και της οικογένειάς του. Αλλωστε, ήταν ένα κεφάλαιο κερδισμένο κυριολεκτικά με αίμα – το αίμα εκείνων που γίνονταν εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη της εγκληματικής αυτοκρατορίας του Αλ Καπόνε. Δυστυχώς όμως για εκείνον, όταν ήρθε η στιγμή της εκταφής του θησαυρού ο εγκέφαλός του τον πρόδωσε.
Οσο και εάν πίεσε τη μνήμη του, το μυαλό του αρνήθηκε πεισματικά να μαρτυρήσει τη μυστική κρυψώνα. Συνειδητοποίησε, πανικόβλητος, ότι οι παρενέργειες της σύφιλης από την οποία έπασχε είχαν διαγράψει για πάντα την κρίσιμη πληροφορία. Και έτσι, ό,τι δεν είχαν καταφέρει λόχοι πληρωμένων φονιάδων που κατά καιρούς είχαν αποπειραθεί να βγάλουν από τη μέση τον «Σημαδεμένο», το πέτυχε ένα αφροδίσιο νόσημα.
Ο Μεγάλος Αλ είχε εν τέλει ηττηθεί – και όχι από έναν αντίπαλο εγκληματία, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή από το μόνο ον επί Γης το οποίο ο Αλ Καπόνε δεν μπορούσε να εξαναγκάσει σε υποταγή, βάζοντας π.χ. την κάννη ενός ρεβόλβερ ή ενός οπλοπολυβόλου στον κρόταφό του, όπως έκανε με όλους τους υπόλοιπους.
Η εγγονή αφηγείται
Το 2012, η Ντέιρντρε Μαρί Καπόνε, εγγονή του Ραλφ Καπόνε, αδελφού του Αλ, εξέδωσε το βιβλίο «Ο θείος Αλ Καπόνε – Η άγνωστη ιστορία μέσα από την οικογένεια». Στο σύγγραμμά της, η απόγονος του γκάνγκστερ εξιστορεί την καθοδική πορεία του πάλαι ποτέ πανίσχυρου ηγέτη του οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο.
Αποτυπώνοντας λεπτομερώς την πνευματική του αποδιοργάνωση και την, έως και αξιοθρήνητη, κατάπτωσή του ως ανθρώπινου όντος. «Αφότου ο Αλ βγήκε από τη φυλακή [σ.σ.: το 1939, 4 χρόνια νωρίτερα από την προβλεπόμενη διάρκεια της ποινής του, με αναστολη και περιοριστικούς όρους], η οικογένειά μου συνειδητοποίησε ότι το κόστος από την απώλεια της μνήμης του θα ήταν πολύ περισσότερο από συναισθηματικό. Υπήρχαν επιπλέον σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις».
Ακολούθως η Ντέιρντρε Καπόνε δίνει τον λόγο στον παππού της, τον Ραλφ Καπόνε, αδελφό και στενό συνεργάτη του Αλ. «Ο παππούς μού είπε ότι το χειρότερο που έκανε η φυλακή στον Αλ ήταν η ζημιά στη μνήμη του. “Αυτή ήταν η μεγάλη καταστροφή, γιατί άλλαξε τη δική του ζωή, τη δική μου και τη δική σου. Το χαμένο μνημονικό του Αλ άλλαξε τη ζωή όλων μας. Γιατί ο θείος σου είχε μαζέψει απίστευτα πολλά λεφτά. Ηταν λεφτά που δεν μπορούσε να καταθέσει στην τράπεζα ή να τα επενδύσει ο ίδιος επίσημα.
Από την άλλη, δεν εμπιστευόταν το χρηματιστήριο, το αποκαλούσε “παιχνίδι”. Και επίσης δεν εμπιστευόταν κανέναν, ούτε καν εμένα, τον αδελφό του, για τη διαχείριση των χρημάτων του. Γι’ αυτό νοίκιασε τραπεζικές θυρίδες σε διάφορα σημεία της Αμερικής, στην Κούβα κ.λπ. Οχι στο όνομά του, χρησιμοποιούσε άλλες, ψεύτικες ταυτότητες. Οταν καταδικάστηκε και έπρεπε να μπει στη φυλακή, μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε κρύψει γύρω στα 100 εκατ. δολάρια [σ.σ.: $1,85 δισ. σε σημερινή ισοτιμία]. Ομως, δεν μου είπε ποτέ πού τα είχε κρυμμένα».
Από εδώ και πέρα αρχίζει το θρίλερ, το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, τόσο σε διάφορες πιθανές κρυψώνες όσο και μέσα στο ταραγμένο μυαλό του Αλ Καπόνε.
Ο αδελφός του συνεχίζει τη διήγησή του αναφέροντας ότι «στην αρχή δεν έδωσα σημασία γιατί είχα κι εγώ πολλά λεφτά. Κάποια στιγμή όμως ξέμεινα και ζήτησα βοήθεια από τον Αλ, περίπου ένα χρόνο αφότου είχε βγει από το Αλκατράζ. Μου απάντησε “δεν μπορώ να σου δώσω, δεν έχω λεφτά”. Στο πρόσωπό του έβλεπα θλίψη και ανημπόρια. “Τι λες; Και τα 100 εκατ. που έχεις κρυμμένα;”, τον ρώτησα. – “Ραλφ, δεν ξέρω πού τα έχω βάλει”. Κοίταζε κάτω και κουνούσε το κεφάλι του. Και μου ξαναείπε: “Δεν έχω ιδέα πού στο διάολο τα έχω βάλει”».
Τα δάκρυα του «Σημαδεμένου»
Οπως εξήγησε στον αδελφό του, ο Αλ Καπόνε είχε φυλάξει τα κλειδιά των τραπεζικών θυρίδων μαζί με τον κατάλογο των ψευδωνύμων που είχε χρησιμοποιήσει ανά τράπεζα μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί, σαν μικρό φορητό χρηματοκιβώτιο, το οποίο έθαψε κάπου.
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Καπόνε πήγε αμέσως να το ανασύρει. Ομως, δεν το βρήκε στο πρώτο σημείο όπου έσκαψε,ενώ ήταν βέβαιος ότι εκεί το είχε καταχώσει. Εψαξε και αλλού, σε δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος. «Οταν μου τα έλεγε αυτά», λέει ο Ραλφ Καπόνε, «έκλαιγε. Τρέχαν δάκρυα από τα μάτια του. Ο Αλ Καπόνε είχε βάλει τα κλάματα. Δεν τον είχα δει να κλαίει από τότε που οι μπάτσοι είχαν σκοτώσει τον αδελφό μας τον Φρανκ».
Η παραδοχή ότι ο θησαυρός είχε χαθεί στους κατεστραμμένους εγκεφαλικούς νευρώνες του Αλ συνέτριψε τον Ραλφ. Παρ’ όλα αυτά, βάλθηκε να κάνει οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί ώστε ο αδελφός του να ανακτήσει την πολύτιμη πληροφορία.
«Προσέλαβα έναν υπνωτιστή», είπε χαρακτηριστικά ο Ραλφ Καπόνε στην εγγονή του, «μήπως και καταφέρει να βγάλει το στοιχείο που χρειαζόμασταν από το υποσυνείδητο του Αλ. Τίποτα. Πήρα τρεις πιστούς μπράβους να με βοηθήσουν να σκάψω στα σπίτια του Αλ, στο Σικάγο και το νησί Παλμ στο Μαϊάμι. Δεν βρήκα τίποτα, πουθενά».
Ο Ραλφ Καπόνε απογοητεύτηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μάλιστα ζήτησε συγνώμη από την εγγονή και μετέπειτα συγγραφέα των απομνημονευμάτων του: «Με συγχωρείς Ντέιρντρε. Το ξέρω ότι σου είχα υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα χρειαζόταν να ανησυχήσεις για το αν θα έχεις λεφτά. Τώρα όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αν θέλεις να γίνεις πλούσια, θα πρέπει να τα καταφέρεις μόνη σου ή να πάρεις έναν πλούσιο άντρα».
Πώς «κάηκε» στο Αλκατράζ
Για τον αδελφό του Αλ τα χαμένα 100 εκατ. δολάρια ήταν οπωσδήποτε μια πολύ βαριά απώλεια, συν τοις άλλοις διότι είχε παρέλθει πια η εποχή κατά την οποία «βγάζαμε τόσα και ακόμη πιο πολλά μέσα σε έναν χρόνο», όπως απροκάλυπτα διαβεβαίωσε την Ντέιρντρε Καπόνε. Πέραν αυτού, όμως, ο Ραλφ Καπόνε αμφέβαλε εάν η βλάβη στον εγκέφαλο του Αλ είχε προκληθεί μόνο από τη σύφιλη και τη γονόρροια, τα αφροδίσια από τα οποία έπασχε.
Ο Ραλφ δεν μίλησε ούτε για τον εθισμό του Αλ στην κοκαΐνη, εξαιτίας του οποίου είχε υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη στη μύτη. Η οικογένεια Καπόνε είχε ανέκαθεν την πεποίθηση ότι ο Αλ είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια ως κρατούμενος στο Αλκατράζ.
Στο βιβλίο της η Ντέιρντρε Καπόνε γράφει ότι «οι δεσμοφύλακες έβαζαν συχνά το θείο μου σε ένα κελί που το έλεγαν “Η Τρύπα”. Εκεί, κάθε μισή ώρα άλλαζαν τη θερμοκρασία, από το πολικό ψύχος στην αφόρητη ζέστη. Στο νοσοκομείο της φυλακής, οι γιατροί του έκαναν ενέσεις με διάφορα φάρμακα δήθεν για τη θεραπεία της σύφιλης. Οπως μας είπε ο ιερέας του Αλκατράζ, “ήθελαν να καταστρέψουν το μυαλό του Αλ Καπόνε. Και το πέτυχαν”».
Οταν αφέθηκε ελεύθερος και έως τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1947, σε ηλικία μόλις 48 ετών, ο Αλ Καπόνε δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Δεν είχε καμία ανάμνηση από το Αλκατράζ και δεν αναγνώριζε τους περισσότερους από τους συγγενείς του. Οποιες και εάν είναι οι σεναριακές παρεκκλίσεις της ταινίας «Capone» από ό,τι πραγματικά συνέβη χάριν της δράσης και των θεαματικών πλάνων, ο Τομ Χάρντι υποχρεώθηκε να αναπαραστήσει έναν άνθρωπο χαμένο. Μετά από το Αλκατράζ ο Αλ Καπόνε πέρασε ένα διάστημα στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική John Hopkins.
Παρά τη μικρή βελτίωση των πνευματικών λειτουργιών του, εξακολουθούσε να μη θυμάται στοιχειώδη πράγματα, όπως π.χ. το να κλείνει την πόρτα όταν επισκεπτόταν την τουαλέτα. Δεν θυμόταν καν ότι για 7 χρόνια του είχε αφαιρεθεί η φοβερή και τρομερή του ταυτότητα, καθώς στο Αλκατράζ δεν λεγόταν Αλ Καπόνε αλλά «Κατάδικος Νο.85». Οσο για τον θησαυρό του, η Iστορία θα έγραφε ότι ξεχάστηκε για πάντα. Εκτός εάν κάποιο επόμενο βιβλίο, κάποια επόμενη ταινία παρουσιάσει στο μέλλον μια άλλη, τελείως διαφορετική εκδοχή για το τι τελικά απέγιναν εκείνα τα θαμμένα 100 εκατ. δολάρια. Εάν βρέθηκαν κάποτε ή δεν ξεχάστηκαν ποτέ.