Ίσως και εντός του Μαρτίου αναμένεται να βγει στον «αέρα» η ελληνική εκδοχή της εφαρμογής ηλεκτρονικής ιχνηλάτησης επαφών ασθενών με COVID-19, η οποία θα χρησιμοποιείται προαιρετικά, με στόχο να αποτελέσει ένα εργαλείο που θα συμβάλλει στον έλεγχο της διασποράς της πανδημίας.
Η εφαρμογή, Corona Warn App, που αναπτύχθηκε το περασμένο καλοκαίρι στη Γερμανία και έχει εγκατασταθεί μέχρι σήμερα στα κινητά τηλέφωνα δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών σε πολλές χώρες της Ε.Ε. έχει παραμετροποιηθεί για χρήση στην Ελλάδα, έχει λάβει τις σχετικές άδειες από τα δύο λειτουργικά συστήματα (IOS & Android), καθώς και το «πράσινο φως» από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Αυτό το διάστημα βρίσκεται σε φάση δοκιμών και αναμένεται η πολιτική απόφαση από το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής για την χρήση της στη χώρα μας.
Πέρα από τη μείωση της μετάδοσης του ιού σε εθνικό επίπεδο, η ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό δίκτυο που επιτρέπει τη διαλειτουργικότητα των εθνικών εφαρμογών στα κράτη – μέλη (European Federation Gateway Services – EFGS) με στόχο το σπάσιμο των διασυνοριακών αλυσίδων μετάδοσης, αναμένεται να συμβάλλει σημαντικά στον έλεγχο της διασποράς κατά την περίοδο της ερχόμενης τουριστικής σεζόν, όταν μεγάλος αριθμός πολιτών της Ε.Ε. θα επισκεφθεί τη χώρα μας για καλοκαιρινές διακοπές.
Προϋπόθεση για να συμβούν τα παραπάνω θα είναι η όσο το δυνατόν ευρύτερη χρήση της εφαρμογής από τους πολίτες, καθώς η εγκατάστασή της είναι προαιρετική.
Πώς λειτουργεί η εφαρμογή
Ο χρήστης κατεβάζει οικειοθελώς το Corona Warn App στο smartphone του από τα App stores της Google και της Apple και ακολουθώντας τα βήματα δίνει την έγκρισή του για τη λειτουργία της «ανίχνευσης έκθεσης». Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία Bluetooth, η εφαρμογή ανιχνεύει τα σήματα που εκπέμπουν άλλοι χρήστες που επίσης την έχουν εγκαταστήσει και έχουν βρεθεί σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων από τον ίδιο για περισσότερο από 15 λεπτά. Η καταγραφή αυτή είναι ψευδονυποποιημένη μέσα από τυχαία κλειδιά, ενώ τα δεδομένα διατηρούνται για 14 μέρες και στη συνέχεια διαγράφονται.
Σε περίπτωση που ο χρήστης διαγνωστεί θετικός στον κορωνοϊό, έχει την επιλογή να εισάγει στην εφαρμογή έναν κωδικό που του στέλνεται από την ΗΔΙΚΑ. Το σύστημα ενημερώνει τους άλλους χρήστες με τους οποίους ήρθε σε κοντινή επαφή για περισσότερα από 15 λεπτά ότι υπάρχει πιθανότητα να έχουν εκτεθεί σε υψηλό ρίσκο, χωρίς να του δίνει καμία άλλη πληροφορία.
Όπως διαβεβαιώνουν στο Euro2day.gr αρμόδιες πηγές, η ταυτότητα του χρήστη που βρέθηκε θετικός δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους εκτεθειμένους χρήστες ή σε οποιονδήποτε άλλο, ενώ επίσης δεν αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος που έγινε αυτή η έκθεση. Ο χρήστης που έλαβε την ειδοποίηση ότι έχει εκτεθεί σε υψηλό ρίσκο έχει την επιλογή να κάνει τεστ κορωνοϊού, να ζητήσει ιατρική συμβουλή, να λάβει μέτρα αυτοαπομόνωσης ώστε να προστατεύσει τους οικείους του από πιθανή έκθεση και ό,τι άλλο προβλέπεται από τα πρωτόκολλα. Σημειώνεται πως η εφαρμογή δεν καταγράφει τις κινήσεις του στη συνέχεια και δεν «ελέγχει» αν τήρησε τα προβλεπόμενα.
Η λειτουργία του App απαιτεί σύνδεση στο διαδίκτυο για την λειτουργία «Ανίχνευση Έκθεσης», ώστε να μπορεί να λαμβάνει και να διαβιβάζει τα δεδομένα, καθώς και να είναι ενεργοποιημένη η διεπαφή Bluetooth στη συσκευή, προκειμένου να ανιχνεύει και να καταγράφει τους τυχαίους ψευδωνυμοποιημένους κωδικούς από τα άλλα κινητά τηλέφωνα.
Λειτουργεί στο παρασκήνιο, δηλαδή δεν απαιτείται να είναι ενεργά ανοικτή η εφαρμογή στη συσκευή.
Πόσοι Ευρωπαίοι την χρησιμοποιούν
Το Corona Warn App αναπτύχθηκε την περασμένη άνοιξη, από τον γερμανικό κολοσσό της πληροφορικής SAP, σε συνεργασία με τη Deutsche Telekom και το ερευνητικό ινστιτούτο Robert Koch. Για την εφαρμογή του στην πράξη συνέδραμαν οι Apple και Google, οι οποίες όχι μόνο έδωσαν την συγκατάθεσή τους, αλλά χρειάστηκε και να συνεργαστούν μεταξύ τους κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου να εξασφαλιστεί διαλειτουργικότητα μεταξύ των συστημάτων IOS και Android και να μπορούν να ανταλλάσσονται δεδομένα από τη μια τεχνολογία στην άλλη.
Παρά τις ανησυχίες ενός μέρους των πολιτών για πιθανό ηλεκτρονικό «φακέλωμα», η εφαρμογή έτυχε ευρείας αποδοχής, τουλάχιστον στην αρχή, καθώς συνοδεύτηκε από ενημερωτική καμπάνια και διαβεβαιώσεις της γερμανικής κυβέρνησης για προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών. Μέσα στο πρώτο 24ωρο από την έναρξη κυκλοφορίας της, τον Ιούνιο του 2020, την εγκατέστησαν 6,5 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες. Στη συνέχεια η διάδοση ήταν πιο συγκρατημένη. Στα μέσα Φεβρουαρίου η εφαρμογή ήταν εγκατεστημένη σε 25,7 εκατομμύρια κινητά τηλέφωνα ή το 31,7% των πολιτών της χώρας.
Ακολούθησαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που υιοθέτησαν την δική τους εκδοχή της ίδιας εφαρμογής ή δημιούργησαν άλλες στην ίδια λογική.
Σήμερα χρησιμοποιείται από το 56% των χρηστών στη Φινλανδία, το 49% στην Ιρλανδία, το 26% στην Ολλανδία, το 22% στο Βέλγιο, 20% στη Γαλλία, 17% στην Ιταλία, 15% στην Ισπανία και στην Αυστρία, 14% στην Τσεχία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα ποσοστό των αρχικών χρηστών έχει κάνει απεγκατάσταση στη συνέχεια. Επίσης, ένας αριθμός που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά δεν την χρησιμοποιεί τακτικά, αμελώντας να ενεργοποιήσει το Bluetooth κατά τη διάρκεια των συναναστροφών του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να καταγράψει τα σήματα άλλων χρηστών.
Η προϋπόθεση λειτουργίας του Bluetooth θεωρείται ένα από τα αδύνατα σημεία της ευρύτερης χρήσης της εφαρμογής. Από τη μια απαιτεί την ενεργοποίησή της κάθε φορά που ο πολίτης βγαίνει από το σπίτι, και από την άλλη θεωρείται μια σχετικά ενεργοβόρα διεπαφή, που μειώνει την αυτονομία της μπαταρίας.
Ωστόσο, ο βασικότερος ανασχετικός παράγοντας εξακολουθεί να είναι η διστακτικότητα ενός σημαντικού μέρους των πολιτών να χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους εφαρμογές, λόγω ανησυχιών για ζητήματα που αφορούν την προστασία της ιδιωτικότητάς τους.