Μία δειλή αλλά ιστορική αλλαγή πλεύσης
Το Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά μία ιστορική ευκαιρία. Την ίδια στιγμή αντανακλά μία ιστορική συνειδητοποίηση: η Ευρωπαϊκή Ένωση εν μέσω μίας πρωτοφανούς πρόκλησης αποφάσισε -όχι χωρίς δυσκολίες και αντιστάσεις- να προχωρήσει στη γενναιόδωρη ενίσχυση των εθνικών οικονομιών. Είναι μία απόφαση με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στον 21ο αιώνα η Ευρωπαϊκή Ένωση γνώρισε τρεις μεγάλες κρίσεις. Στην πρώτη -την οικονομική που τόσο στοίχισε στη χώρα μας- κινήθηκε με γνώμονα την πολιτική της λιτότητας και της αυστηρής τιμωρίας των μελών της. Στη δεύτερη -την προσφυγική- η πολιτική της σφραγίστηκε από έντονες εσωτερικές αντιθέσεις και εν τέλει έναν αναποτελεσματικό συμβιβασμό με πολύ σοβαρές συνέπειες. Τώρα, στην τρίτη κατά σειρά κρίση, αποφασίζει να κινηθεί με διαφορετικό τρόπο: να στηρίξει ενεργητικά τις οικονομίες και τις κοινωνίες υπερβαίνοντας τις υπαρκτές αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μετατράπηκε ξαφνικά σε αρμονικό παράδεισο. Η πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης συνάντησε οργανωμένες και ισχυρές αντιστάσεις, ενώ την ίδια στιγμή η τελική απόφαση αφήνει δυστυχώς παράθυρα να μετατραπεί η οικονομική ενίσχυση των κρατών σε μακροπρόθεσμες πολιτικές επιτήρησης και καταναγκασμού. Πέρα όμως από τις εύλογες ενστάσεις και ανησυχίες, το Ταμείο Ανάκαμψης υπογραμμίζει το μεγάλο μάθημα της πρωτοφανούς συνθήκης της τελευταίας χρονιάς: τη μετάβαση από την κυριαρχία της λιτότητας στην αναζήτηση μίας ενεργητικής διεξόδου στην κατεύθυνση της υποστήριξης των δημόσιων πολιτικών, της πολύπλευρης θωράκισης της κοινωνίας, του οικονομικού μετασχηματισμού με όρους δίκαιης ανάπτυξης. Το Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά μια ευκαιρία αντιμετώπισης του κατεπείγοντος του σήμερα και την ίδια στιγμή εργαλείο σχεδιασμού για την κρίσιμη «επόμενη μέρα».
Μία Χαμένη ευκαιρία;
Δυστυχώς η συζήτηση στη χώρα μας για το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της στιγμής. Η καθοριστική ευθύνη σε αυτό βαραίνει την κυβέρνηση. Το περίφημο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» επιβεβαίωσε τις συσσωρευμένες ανησυχίες από την όλη διαχείριση της οικονομικής κρίσης του τελευταίου διαστήματος. Ανάμεσα στις διάφορες λέξεις που από την επανάληψή τους χάνουν τη βαρύτητα τους, ένα στοιχείο είναι ξεκάθαρο: η κυβέρνηση δεν κατάρτισε σχέδιο για την «επόμενη μέρα». Δεν συζήτησε με τους παραγωγικούς φορείς, τα επιστημονικά επιμελητήρια ή την κοινωνία των πολιτών. Δεν όρισε ποσοτικούς και μετρήσιμους στόχους. Δεν περιέγραψε με σαφήνεια το πώς οραματίζεται την Ελλάδα σε βάθος εξαετίας- τι θα παράγει αυτή η χώρα, σε ποιους τομείς θα επενδύσει, ποιες υποδομές θα προωθήσει;
Αντί να θέσει τα ερωτήματα αυτά και να αναζητήσει τις απαντήσεις η κυβέρνηση κατάρτισε μια λίστα έργων από την οποία απουσιάζει η δημόσια στρατηγική. «Το κράτος δεν ξέρει και δεν πρέπει» είναι οι λέξεις που χρησιμοποίησε κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας στη σχετική παρουσίαση «να επιλέγει επενδύσεις». Η δήλωση αυτή συμπυκνώνει την αντίληψη της κυβέρνησης για το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι μια δήλωση σε προφανή αναντιστοιχία με τη σύγχρονη συζήτηση -εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης- για την επιστροφή του δημοκρατικού προγραμματισμού, την σημασία των δημόσιων πολιτικών (από την υγεία μέχρι τη βιομηχανική πολιτική), τον αναβαθμισμένο ρόλο των δημοσίων επενδύσεων που λειτουργούν και ως οδηγός για τον ιδιωτικό τομέα, την επιστροφή του κοινωνικού κράτους, τα ιστορικά όρια του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού και τα αδιέξοδα της παλιάς πίστης στο “αόρατο χέρι της αγοράς”.
Τα 18,2 δισ. των επιδοτήσεων κατανέμονται σε πυλώνες και δράσεις, χωρίς να τεκμηριώνεται ούτε με τι κριτήριο επιλέχθηκε η μία και η άλλη παρέμβαση, ούτε γιατί χρηματοδοτούνται με το συγκεκριμένο ποσό. Οι οριζόντιες δράσεις δεν εξειδικεύονται σε συγκεκριμένους στόχους πολιτικής (π.χ. συγκεκριμένος στόχος συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ ή αύξησης των εξαγωγών), ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους. Απουσιάζουν οι κλαδικές πολιτικές: η βιομηχανία, ο αγροτικός τομέας, οι υπηρεσίες δεν χρήζουν -κατά την κυβέρνηση- ειδικού σχεδιασμού.
Αυτή η απουσία δημόσιου σχεδιασμού αποκαλύπτει τον πυρήνα του κυβερνητικού σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης: το κράτος αποσύρεται και παρακολουθεί διακριτικά τη δράση μεγάλων ιδιωτικών πρωτοβουλιών. Με τον τρόπο αυτό όμως, το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα αποτελέσει τομή, αλλά θα συμβάλει στην ανακύκλωση ενός παρωχημένου και αποτυχημένου μοντέλου ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το ζήτημα των δανείων. Το «Ελλάδα 2.0» προβλέπει τη συστηματική ενίσχυση των συστημικών τραπεζών και υποβαθμίζει συνειδητά έναν βασικό μοχλό ανάπτυξης, την Αναπτυξιακή Τράπεζα, που θα λάβει μόλις 500 εκατομμύρια ευρώ. Στη συνέχεια, προχωρά σε μία κρίσιμη διευκρίνιση: ότι οι τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις με αποκλειστικά τραπεζικά κριτήρια. Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει στην πράξη αυτό: τα 12.7 δισεκατομμύρια ευρώ που προβλέπει το Ταμείο Ανάκαμψης για δανεισμό ιδιωτικών επιχειρήσεων θα κατευθυνθούν σε αυτούς που ήδη έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Θα πάνε στους ισχυρούς παίχτες της αγοράς αποκλείοντας τους υπολοίπους. Το μοντέλο ανάπτυξης της Νέας Δημοκρατίας αποκλείει από το πλέον μεγαλόπνοο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό σχέδιο της εποχής μας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα δυναμικά στρώματα, τις νεοφυείς επιχειρήσεις που μπορούν να εγγυηθούν την μακροπρόθεσμη και αξιοπρεπή ανάπτυξη της χώρας.
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Δεν την δίδαξε τίποτα η οικονομική κρίση. Δεν την δίδαξε τίποτα η πανδημία. Δεν τη διδάσκει τίποτα η απαίτηση των πιο δυναμικών τμημάτων της ελληνικής οικονομίας για μία νέα συμφωνία γύρω από τους όρους και τις προϋποθέσεις του τραπεζικού δανεισμού. Εδώ ακριβώς αποτυπώνεται η απουσία ενός φιλόδοξου σχεδίου. Η χώρα μας θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να χρησιμοποιήσει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης ως εργαλεία ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης που θα έδινε έμφαση σε επενδύσεις πράσινης οικονομίας, έντασης γνώσης και παραγωγικών δραστηριοτήτων που με τη σειρά τους δημιουργούν ποιοτικές θέσεις εργασίας. Αλλά αυτό προϋποθέτει το κύριο που απουσιάζει από την κυβερνητική πολιτική: το όραμα για μία οριστική αλλαγή παραδείγματος.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποτύχουμε
Η χώρα μας με τεράστιες θυσίες και συλλογική προσπάθεια, κατάφερε να εξέλθει από την εποχή της μνημονιακής επιτροπείας και να εμφανίσει ανάμεσα στο 2017 και στο 2019 θετικούς δείκτες ανάπτυξης, αξιοσημείωτη μείωση της ανεργίας και ενίσχυση των άμεσων ξένων επενδύσεων (αυξημένες κατά 80% το 2018 έναντι του 2014). Σήμερα αυτή η θετική παρακαταθήκη έχει εξαϋλωθεί. Το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει εργαλείο επανεκκίνησης. Όχι απλά επανεκκίνησης πάνω σε παλιές ράγες, αλλά χάραξης μίας νέας πορείας. Πορείας που θα καθορίζεται από σαφείς στόχους, με το δημόσιο συμφέρον στο τιμόνι, κλαδικές και τομεακές εξειδικεύσεις που θα υποβοηθούν το συνολικό σχέδιο για ένα ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο του 21ου αιώνα.
Το εθνικό αυτό αναπτυξιακό σχέδιο εκκινεί από την ανάγκη μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου. Αυτό προϋποθέτει την ενεργητική ενίσχυση παραγωγικών κλάδων που διαμορφώνουν συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας στον διεθνή καταμερισμό, με έμφαση στις μικρές και μικρομεσαίες δυναμικές επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση και διαθέτουν την κατάλληλη ευελιξία για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Στο χρηματοδοτικό πεδίο, η Αναπτυξιακή Τράπεζα πρέπει να λειτουργήσει ως βασικός μοχλός στήριξης κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας –όπως οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών και η μεταποίηση προϊόντων αγροδιατροφής και η διασύνδεσή τους με την τουριστική βιομηχανία- και ανάκαμψης παραγωγικών τομέων όπου η χώρα μας διαθέτει ξεχωριστές υποδομές και δυνατότητες- όπως η ναυπηγοεπισκευή και η χημική βιομηχανία. Οφείλουμε να προωθήσουμε σύγχρονες καινοτόμες επενδύσεις, στις ψηφιακές τεχνολογίες αλλά και στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία. Η ολοκλήρωση των αναγκαίων μεταφορικών και τεχνολογικών υποδομών και η ενεργοποίηση του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες για να επιτευχθεί αυτό.
Ταυτόχρονα, ο οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας, η πράσινη μετάβαση με δίκαιο τρόπο προβάλλει πλέον ως αδήριτη ανάγκη, με μεγάλες παρεμβάσεις παραγωγής, διασύνδεσης και εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και με έμφαση στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ με βάση τις αρχές της ενεργειακής δημοκρατίας και της ενεργοποίησης τοπικών και περιφερειακών επενδυτικών σχημάτων. Συναρτάται αυτός ο στόχος για «πράσινη δικαιοσύνη» και με την ανάγκη για ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο σε βασικά δίκτυα, υποδομές και υπηρεσίες κοινών αγαθών (ενέργεια, νερό) και τον εκσυγχρονισμό δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών με σύγχρονες μορφές management.
Εν ολίγοις, το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να λειτουργήσει ως αιμοδότης ριζικών μετασχηματισμών που εγγυώνται τον δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας όσο και τη διαμόρφωση μίας κοινωνικής συμφωνίας για την καταπολέμηση κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, αντιμετώπισης των κρίσιμων περιβαλλοντικών προκλήσεων. Διαμόρφωσης εν τέλει μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής που θέτει στόχους, προτεραιότητες και κανόνες και όχι μιας άναρχης μεγέθυνσης που οδηγεί νομοτελειακά σε αδιέξοδα.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποτύχουμε. Αν το Ταμείο Ανάκαμψης αποδειχθεί μία ακόμη χαμένη ευκαιρία, η χώρα μας σύντομα θα βρεθεί στη δίνη μίας κρίσης που με τη σειρά της θα σημαίνει την επιστροφή στις χειρότερες μέρες της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Για να μη γίνει αυτό, είναι αναγκαία η αλλαγή πορείας. Μία αλλαγή πορείας που θα βασίζεται στη δύσβατη εμπειρία της πανδημίας και την επίγνωση ότι η αποτελεσματική θωράκιση της κοινωνίας και η βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας απαιτούν ρήξη με τις δοξασίες ενός αρχαϊκού νεοφιλελευθερισμού που ενώ εγκαταλείπονται πλέον διεθνώς παραμένουν κυρίαρχες στην κυβέρνηση της ΝΔ.
άρθρο του Αλέξη Χαρίτση, Βουλευτή Μεσσηνίας Τομεάρχη Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ στο capital.gr