Σάββατο
16
Νοέμβριος
TOP

Χρόνιες αδυναμίες του ελαιοκομικού κλάδου και προτάσεις Ελαϊκής Πολιτικής

Έντονος προβληματισμός και ανησυχία προκαλεί στους ελαιοπαραγωγούς της Μεσσηνίας η τιμή του ελαιολάδου στη χώρα μας, που είναι καθηλωμένη σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ακόμη χαμηλότερα άλλων χωρών.

Αυτό οφείλεται κυρίως στις χρόνιες αδυναμίες του ελαιοκομικού κλάδου, στην έλλειψη χάραξης μιας μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής  και στα βασικά προβλήματα που έχει η χώρα μας σε σύγκριση με άλλες ανταγωνίστριες χώρες.

Παρότι διεθνώς το ελαιόλαδο προοδεύει και αναπτύσσεται, με την παραγωγή να αυξάνει προκειμένου να ανταποκριθεί στη συνεχώς αυξάνουσα κατανάλωση, στην Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι,  εκπέμποντας SOS. Οι δείκτες ανταγωνιστικότητας δείχνουν υποχώρηση, όπως:

-Οι εξαγωγές στην διεθνή αγορά (εκτός του χύμα στην Ιταλία) κατέχει μερίδιο μόνο το 3%.

  • Η χαμηλή αναλογία επώνυμου τυποποιημένου προϊόντος και συνεπώς η απώλεια προστιθέμενης αξίας.
  • Οι τιμές παραγωγού έχουν υποχωρήσει κάτω και του Τυνησιακού
  • Τμήματα του ελαιώνα βιώνουν σε ορισμένες περιοχές συνθήκες ημι-εγκατάλειψης , λόγω της χαμηλής τιμής του προϊόντος.

Συγκεκριμένα η Ελλάδα , ενώ είναι η τρίτη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής ελαιολάδου στην Ε.Ε., μετά από την Ισπανία και την Ιταλία , εξακολουθεί να είναι η μόνη που μόλις το 30% της συνολικής παραγωγής της φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης.

Το υπόλοιπο 70% πωλείται σε μορφή χύμα, κυρίως σε Ιταλικές βιομηχανίες για να χρησιμοποιηθεί σε προσμίξεις διαφόρων τύπων ελαιολάδων και το πωλούν σαν Ιταλικό.

 Ουσιαστικά εμείς  αδυνατούμε να το πουλήσουμε μόνοι μας.

Σήμερα συνεχίζει η Ιταλία να αγοράζει λάδια από τη χώρα μας, όχι όμως αποκλειστικά όπως έκανε στο παρελθόν, αλλά και από άλλες χώρες (Τυνησία, Μαρόκο) που έχουν βελτιώσει θεαματικά την ποιότητά τους.

Την ώρα μάλιστα που οι ανταγωνιστές μας κάνουν βήματα μπροστά τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα της ελαιοπαραγωγής, εμείς επικαλούμαστε το ισχυρό μας όπλο την ποιότητα, που πιθανόν στο μέλλον να μην είναι αποκλειστικό προνόμιό μας.

Παράλληλα η μεγάλη παραγωγή της Ισπανίας (ιδιαίτερα πέρυσι) άλλαξε διεθνώς τη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και αποδεικνύεται γιατί οι περσινές τιμές παραγωγού στην Ελλάδα δεν ανέβηκαν παρά τη μικρή παραγωγή, αλλά αντίθετα έπεσαν.

Αυτό δείχνει επίσης πόσο ευάλωτη είναι σήμερα η αγορά στην Ελλάδα από τις εξελίξεις σε άλλες παραγωγικές χώρες.

Δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα υποστεί ζημιά η ελαιοπαραγωγή στην Ισπανία ή πότε θα υπάρξει ξηρασία στην Τυνησία, για να ανέβουν οι τιμές του ελαιολάδου στη χώρα μας.

Φέτος λοιπόν ενώ διαφαινόταν μια καλή ελαιοκομική περίοδος, επιβεβαιώθηκε όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα, οι τιμές όμως παραμένουν καθηλωμένες σε χαμηλά επίπεδα (εκτός των άλλων) και από τα υψηλά αποθέματα που έχουν δημιουργηθεί σε επίπεδο Ε.Ε., προερχόμενα κυρίως από την Ισπανία.

Επιστέγασμα της προκλητικής αδιαφορίας της χώρας μας, είναι ότι δεν επέβαλε ούτε την υποχρεωτική προσφορά στους χώρους εστίασης ελληνικού ελαιολάδου, τυποποιημένου σε μικρές κλειστές συσκευασίες μίας χρήσης , για να το βλέπουν και οι τουρίστες μας , όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές ελαιοπαραγωγικές χώρες.

Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του αρμόδιου Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ Βορίδη σε πρόσφατο κοινοβουλευτικό διάλογο για το ελαιόλαδο. «Κοιτάξτε και για το ελαιόλαδο ισχύει αυτό για το οποίο ισχύει γενικότερα για τα αγροτικά μας προϊόντα. Υπάρχει το δεδομένο της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Τη συζήτηση για τις τιμές την κάνουμε στο κενό, λες και δεν υπάρχουν πιέσεις από το εξωτερικό στο εμπόριο και μάλιστα αντικειμενικά. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε τις τιμές. Επιλογή μας για το ελαιόλαδο είναι να αυξηθεί το ποσοστό της τυποποίησης».

       Αναγκαιότητα άμεσης αναθεώρησης και αναδιάρθρωσης

Το πρόβλημα όμως του ελαιοκομικού τομέα δεν αντιμετωπίζεται με διαπιστώσεις και ευχές , αλλά με τη χάραξη μίας μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στον Δημόσιο και Ιδιωτικό τομέα, με στόχους και χρηματοδοτικά εργαλεία που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις της παραγωγής και της αγοράς.

Χρειάζεται αναδιοργάνωση τόσο στον τομέα της παραγωγής, ώστε να φθάνει στα επιθυμητά ποσοτικά και ποιοτικά επίπεδα, όσο και στον τομέα της εμπορίας με διαφάνεια και προστασία του προϊόντος , σε συνδυασμό με μία οργανωμένη εθνική προσπάθεια για τη διείσδυση στις ξένες αγορές με τυποποιημένο επώνυμο ελαιόλαδο.

Σαφέστατα είναι επιτυχία ότι εξαιρέθηκε το ελληνικό ελαιόλαδο από τους δασμούς που επέβαλαν οι Η.Π.Α.

Δημιουργείται πράγματι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά των Η.Π.Α. σε σχέση με το Ισπανικό ελαιόλαδο, διαμορφώνοντας εμπορικές στρατηγικές με προνομιακή σχέση, δεδομένου ότι το ελληνικό ελαιόλαδο κατέχει ένα μερίδιο μόλις 2,2% της αγοράς των Η.Π.Α..

Αυτό το πλεονέκτημα πρέπει να αξιοποιήσουμε , διαμορφώνοντας μία μεγάλη αγορά σε βάθος 5/ετίας , κερδίζοντας το χαμένο έδαφος του ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου που θα διασφαλίσει καλύτερες τιμές στο προϊόν και ικανοποιητικό εισόδημα στον ελαιοπαραγωγό.

Άλλωστε πετυχημένα παραδείγματα μικρής κλίμακας αποδεικνύουν τις δυνατότητες του κλάδου, ότι με την οργάνωση μπορεί πράγματι να βελτιωθούν σημαντικά τόσο οι τιμές, όσο και το εισόδημα του παραγωγού.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι αυτό που έγινε στις άλλες χώρες , μια συνολική αναδιοργάνωση στην παραγωγή και στην εμπορία, η οποία μπορεί να φέρει πολλαπλάσια διαπραγματευτική δύναμη στην αγορά και μεγάλα οφέλη για όλους.

Εάν αυτό δεν συμβεί οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα θα συνεχίσουν να είναι χαμηλές, όσο το τυποποιημένο ελληνικό ελαιόλαδο δεν αυξάνει το μερίδιο του στις ξένες αγορές.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά το ελληνικό ελαιόλαδο εξακολουθεί να υπερέχει σε μοναδικές διατροφικές ιδιότητες λόγω των εδαφοκλιματικών συνθηκών και ποικιλιών μας. Γι΄ αυτό έχει και τη διεθνή φήμη και αναγνώριση , την οποία μέχρι τώρα δεν μπορέσαμε να εκμεταλλευτούμε εμπορικά.

Με την αναδιοργάνωση μπορεί να επιτευχθεί η βάση μιας ευρύτερης συλλογικής προσπάθειας σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, ώστε να υπάρχουν ικανές ποσότητες τυποποιημένου επώνυμου ελαιολάδου, δηλαδή μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη χρησιμοποιώντας λίγα και δυνατά εμπορικά ονόματα όπως Μεσσηνία, Λακωνία. Κρήτη κ.λ.π.

  Συμπερασματικά  ο κλάδος ελιά- ελαιόλαδο, παραμένει ένας τεράστιος εθνικός πλούτος  και πρέπει να αποτελέσει εθνική υπόθεση για την ανάπτυξη της χώρας, αρκεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μίας συνεπούς συνεργασίας της επιστημονικής κοινότητας και της παραγωγικής βάσης της χώρας, καθορίζοντας μακροχρόνιες στρατηγικές στηριγμένες στην τεκμηρίωση με στόχους και χρηματοδοτικά εργαλεία, που να ανταποκρίνονται στο μοντέλο ανάπτυξης της επόμενης ημέρας.

Αλευράς Παναγιώτης

Γεωπόνος

Πρ. Αντιπεριφερειάρχης ΠΕ Μεσσηνίας

Πολιτευτής ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ