Δευτέρα
25
Νοέμβριος
TOP

Αναστόπουλος στο Gazzetta: «Ο Κόκκαλης πήρε τζάμπα τον Ολυμπιακό, ο Μαρινάκης παίρνει τους τίτλους κόντρα σε Μελισσανίδη-Σαββίδη»

Ο Νίκος Αναστόπουλος στο Gazzetta, στην εξομολόγησή της ζωής του. Από τις κοπάνες για να παίξει μπάλα στις αλάνες και το «έλα για 5ος» στο μπάσκετ, στη Δάφνη. Μετά στον Πανιώνιο για 500.000 δραχμές. Ο Ολυμπιακός που ήταν πάντα η μόνη του επιλογή, γιατί στην Αβελίνο δεν ήταν ο «Αναστό». Τα μπουζούκια, οι πλάκες και μια καριέρα… μύθος!

«Μύθος». Αν μπορείς με μία λέξη να χαρακτηρίσεις τον Νίκο Αναστόπουλο, θαρρώ πώς αυτή είναι η μία λέξη μέσω της οποίας μπορεί να γίνει η απόλυτη αντανάκλαση για το τί εστί «μουστάκιας».

Δεν είναι τα τέσσερα πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό. Ούτε τα τρία Κύπελλα στο Λιμάνι αλλά ούτε και εκείνο το περιβόητο Κύπελλο με τον Πανιώνιο το 1979.

Δεν είναι ούτε καν το χάλκινο παπούτσι που κέρδισε το 1983 όταν και σκόραρε 29 γκολ. Δεν είναι η μεταγραφή των 50 εκατ. δραχμών στην Αβελίνο το 1987.

Ο Νίκος Αναστόπουλος, όσες φορές κι αν μιλήσει και του ζητήσεις να σου πει κάτι που δεν έχει ξαναπεί, σίγουρα, κάτι θα σκεφτεί. «Ασε με λίγο να το σκεφτώ και θα σε πάρω να σου πω». Και θα σε πάρει. Και θα σου πει κάτι που θα σε κάνει να γελάσεις. Σίγουρα και κάτι που θα γυρίσεις σε άλλες εποχές. Οι νεότεροι θα χρειαστεί να τις ανακαλύψουν. Αυτή είναι κι η μαγεία του «αλενατόρε». Σε πηγαίνει από την αρχή του μύθου του, τότε που φόρτωνε τα αντίπαλα δίχτυα με γκολάρες και σε φτάνει μέχρι το σήμερα. Όρθιος, πάνω στον ασβέστη να δίνει οδηγίες στους παίκτες του. Να ζει με πάθος αυτό που αγαπά όσο τίποτα: τη μπάλα. «Το μπάσκετ δεν το γούσταρα και πολύ». Θα μας πει στις λέξεις που θα διαβάσετε παρακάτω. Εννοεί να παίζει, γιατί είναι φανατικός του σπορ. Θα το καταλάβετε – όπως είπαμε – παρακάτω.

Επειδή τα λόγια ωχριούν μπροστά στον Νίκο Αναστόπουλο, σας αφήνουμε να βυθιστείτε στο μύθο του θρυλικού Νίκου Αναστόπουλου, που ξεδιπλώνεται μέσω του Gazzetta.

Πώς θυμάστε την πρώτη σας επαφή με τη μπάλα;

«Από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν σε μια αλάνα να παίζω. Εκανα κοπάνα από το σχολείο για να πάω να παίξω μπάλα».

Οι γονείς σας με τί ασχολούνταν;

«Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδομών κι η μητέρα μου στο σπίτι οικιακά. Άλλες εποχές. Εχω και μία αδερφή».

Το σχολείο σας άρεσε;

«Όχι, δεν μου άρεσε. Οχι πως δεν ήμουν καλός μαθητής, απλά δεν μου άρεσε».

Μέχρι ποια τάξη πήγατε;

«Τότε ήταν μέχρι την 7η Γυμνασίου, δεν υπήρχαν Λύκεια και τέτοια… Εγώ κατάφερα να πάω μέχρι την 3η Γυμνασίου. Μετά πήγα στη Σιβιτανίδειο Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων. Άλλαξα δέκα σχολές! Μετά πήγα στη Σχολή Μηχανικών – Εργολάβων στην Καλλιθέα, μετέπειτα στην ΑΚΤΟ που ήταν για σχέδια και τέτοια…».

Σας άρεσαν τα πιο τεχνικά κομμάτια.

«Ναι, πήγαινα όποτε το θυμόμουν».

Σε ποια μαθήματα ήσασταν καλός;

«Όσο και να σας φανεί παράξενο, πιο καλός ήμουν στα Αρχαία».

Κόντρα σ’ αυτά που πήγατε να σπουδάσετε. Και πότε καταλάβατε ότι στη μπάλα έχετε χάρισμα;

«Κοίτα να δεις… Συνήθως, στα διαλλείματα ή όταν έκανα κοπάνα από τα γαλλικά στο σχολείο ή κάποιο άλλο μάθημα που δεν το μπορούσα, υπήρχαν άλλες τάξεις που είχαν κενό. Ε, παίζαμε μπάλα. Είχαμε και μεγάλο προαύλιο. Μπορεί να έπαιζε η 5η τάξη με την 6η και τσακώνονταν ποιος θα με έπαιρνε στην ομάδα του. Κατάλαβες; Οι τάξεις με ήθελαν και τσακώνονταν. Παρόλο που ήμουν παιδί με έπαιρναν οι μεγάλοι, γιατί όπως σου είπαν ήμουν πάντα ο μικρότερος».

a

Και στη Δάφνη πότε πήγατε;

«Εντάξει, στη Δάφνη ήμουν φίλαθλος. Ήταν η ομάδα της γειτονιάς μου, εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Πήγα στην ομάδα γύρω στα 14-15 χρονών. Αρχικά, στο μπάσκετ».

Στην άλλη μεγάλη σας αγάπη. Ήσασταν και πρόεδρος αργότερα στο τμήμα μπάσκετ.

«Ναι, πολύ αργότερα, εντάξει…».

Άρα πρώτα μπάσκετ και μετά σας κέρδισε το ποδόσφαιρο;

«Ναι… Δεν μου άρεσε το μπάσκετ, αλλά τότε ήμασταν παιδιά. Ήμασταν μια παρέα στον Άη Γιάννη στην Δάφνη. Η ομάδα τότε είχε καλή ομάδα μπάσκετ στην Α’ κατηγορία. Οι φίλοι μου μού είπαν “έλα για 5ος“, αλλά δεν με συγκινούσε».

Κράτησε λίγο δηλαδή;

«Ναι ναι λίγο. Αν δεν κάνω λάθος κάνα πεντάμηνο».

Μετά σας είπαν να το γυρίσετε στο ποδόσφαιρο;

«Δεν μου είπαν. Άκου τί έγινε…. Τότε δεν γίνονταν καθημερινές προπονήσεις, αλλά δύο φορές την εβδομάδα (Τετάρτη και Παρασκευή) στη Γυμναστική Ακαδημία. Πήγα, λοιπόν, μια μέρα κι ο συγχωρεμένος ο Παλάντζας μου είπε “φύγε, εσύ παίζεις μπάσκετ”. Του είπα “θέλω”. Δεν με δεχόταν όμως, με έδιωξε. Ξαναπήγα την Παρασκευή. “Πάλι εδώ”, μου λέει. Μεσολάβησαν και κάποια άλλα παιδιά και εντάξει, τον έπεισαν να προπονηθώ κι εγώ. Επαιξε η Α’ ομάδα με τη Β’ ομάδα. Εγώ έπαιξα με τη Β’ ομάδα, έβαλα 3-4 γκολ και το βράδυ υπέγραψα το δελτίο μου. Επαιξα 4 παιχνίδια με τη Β’ ομάδα και μετά ανέβηκα στην Α’ ομάδα».

Και έτσι γίνεται το ξεπέταγμά σας. Πώς θυμάστε το ξεκίνημά σας;

«Στη Δάφνη έκανα καλά παιχνίδια. Από τη Β’ ομάδα ανέβηκα στην Α’. Αρχικά, έπαιζα έξω δεξιά και έρχονταν διάφοροι φίλαθλοι και από άλλες ομάδες για να με δουν».

Αισθανόσασταν ήρωας της ομάδας και της περιοχής;

«Ήρωας δεν αισθανόμουν, αλλά έβλεπα ότι μπορούσα να προχωρήσω. Γυμναζόμουν κι έκανα καλή ζωή από τότε. Η Δάφνη τότε ήταν στην Α’ κατηγορία, ο πρωταθλητής πήγαινε στη Β’ Εθνική. Σαν να λέμε η σημερινή Γ’ Εθνική».

«”Φύγε, εσύ παίζεις μπάσκετ”»

image

«Δεν στεναχωρήθηκα που δεν με έδωσε ο Πανιώνιος στην Τβέντε, ήθελα μόνο Ολυμπιακό»

Το ότι οι παίκτες τότε πληρώνονταν με μια πορτοκαλάδα ισχύει;

«Εντάξει, νικούσαμε και παίρναμε 200 δραχμές. Στο πρώτο μου παιχνίδι κερδίσαμε τον Εθνικό Αστέρα 2-1. Εκεί πήρα και τα πρώτα μου λεφτά, 200 δραχμές».

Πώς έγινε η μεταγραφή στον Πανιώνιο;

«Ήρθαν και με είδαν. Υπήρχαν διάφορα λαγωνικά που παρακολουθούσαν ταλέντα, αλλά αυτός που με είδε εμένα ήταν καλή του ώρα όπου κι αν είναι ο Δημήτρης Σοφός. Ήρθε και με είδε σε διάφορα ματς – εν τω μεταξύ είχε μαθευτεί ότι υπάρχει ένας καλός στην Δάφνη – και μετά ήρθαν από τον Πανιώνιο να με τσεκάρουν και μόλις τελείωσε η χρονιά με πήραν».

Πρόεδρος ποιος ήταν στην ομάδα τότε;

«Ο Τσολακάκης, ήταν κι ο συγχωρεμένος ο Ερμείδης που ήταν υπεύθυνος για τις μεταγραφές. Αυτοί με βρήκαν και μου είπαν να πάω να δοκιμαστώ. “Με έχετε δει, γιατί να δοκιμαστώ;”, τους είπα. Τελικά πήγα. Θυμάμαι ότι με είχε χτυπήσει το παπούτσι στη φτέρνα μου, παίζαμε ένα φιλικό με την Αγία Παρασκευή και νικούσαμε στο ημίχρονο 7-2. Είχα κάνει 4 γκολ, δεν χρειάστηκε να παίξω στο δεύτερο μέρος. Αυτό ήταν ήταν, με πήραν αμέσως».

Προπονητή στον Πανιώνιο ποιον είχατε;

«Τον Πάνο Μάρκοβιτς».

Η Δάφνη πήρε λεφτά για τη μεταγραφή σας;

«Φυσικά, 500.000 δραχμές και πέντε παίκτες».

Πώς θυμάστε την πρώτη σας χρονιά στον Πανιώνιο;

«Στην πρώτη μου χρονιά μπήκα καλά, έκανα 7-8 γκολ. Ακόμη έπαιζα έξω δεξιά, στον Ολυμπιακό έκλινα προς τα μέσα».

Στον Πανιώνιο το πρώτο σας μεγάλο ματς ποιο ήταν;

«Ήταν εναντίον της ΑΕΚ. Η ΑΕΚ τότε ήταν πρωταθλήτρια και την νικήσαμε 3-1, είχα κάνει δύο γκολ. Εκείνη τη χρονιά είχαμε νικήσει την Παναχαϊκή 3-0. Η Παναχαϊκή τότε είχε καλή ομάδα με Οικονομόπουλο, Δαβουρλή… Είχα κάνει και τα τρία γκολ».

Θυμάστε κάποιο ωραίο ιδιαίτερο περιστατικό από τον Πανιώνιο;

«Όταν πήραμε το Κύπελλο το καλοκαίρι παίξαμε στην Ευρώπη, αποκλείσαμε και τους Ολλανδούς την Τβέντε. Αυτή η ομάδα έκανε πρόταση για να με αποκτήσει. Εδινε 50 εκατ. δραχμές. Ο Πανιώνιος δεν με έδινε όμως…».

Στεναχωρηθήκατε;

«Όχι γιατί ήθελα να πάω στον Ολυμπιακό. Από παιδί ήμουν Ολυμπιακός».

a

«Ο Νταϊφάς μού είπε “σε παίρνω για να πάμε τον Ολυμπιακό πιο ψηλά”. Και έτσι έγινε»»

Ποιο ήταν το ίνδαλμά σας;

«Εκείνη την εποχή ήταν ο Δεληκάρης, ο Γιούτσος… Υβ Τριαντάφυλλος, Λοσάντα, Αργυρούδης… Όλοι αυτοί οι παικταράδες».

Θυμάστε την πρώτη φορά που είδατε τον Ολυμπιακό στο γήπεδο;

«Παιδί ήμουν ακόμη. Πρόλαβα και τον Σιδέρη στα τελευταία του που είχε γυρίσει απ’ έξω. Ήταν ο Αγανιάν, ο Ζαρέντογλου, ο Πολυχρονίου… Ήμουν 5-6 χρονών».

Ο μπαμπάς σας έκανε Ολυμπιακό;

«Όχι, εκείνος δεν είχε καμία σχέση. Ο θείος μου με έκανε Ολυμπιακό, ο αδερφός της μητέρας μου. Εκείνος ήταν Ολυμπιακός και παλιά έπαιζε μπάλα, αυτός με ώθησε στο ποδόσφαιρο. Ο συγχωρεμένος ο θείος μου, ο Ντουνιάς που έπαιζε και στον Πανιώνιο».

Θέλατε, λοιπόν, μόνο Ολυμπιακό…

«Ναι, είχα πει στον Πανιώνιο τότε πως αν δεν με έδιναν στον Ολυμπιακό, δεν θα ξαναέπαιζα στον Πανιώνιο. Το καλοκαίρι δεν με έδωσαν και εγώ σταμάτησα να παίζω! Πρόεδρος στον Ολυμπιακό ήταν τότε ο συγχωρεμένος ο Νταϊφάς. Πήγα μαζί του στο γήπεδο για να δω ένα ματς του Ολυμπιακού. Αυτός ήταν κι ένας τρόπος για να δείξω ότι ανήκω στον Ολυμπιακό, ήταν ένας τρόπος πίεσης. Τελικά, αφού δεν με έδωσαν το καλοκαίρι με άφησαν να πάω τον Δεκέμβριο».

Και για έξι μήνες δεν παίξατε καθόλου.

«Όχι, όχι… Καθόλου»!

Πόσα χρήματα είχε δώσει ο Νταϊφάς για να σας πάρει;

«Σαράντα εκατομμύρια πήρε τότε ο Πανιώνιος».

Και πήγατε στον πρωταθλητή Ολυμπιακό.

«Ο Ολυμπιακός είχε πάρει το πρωτάθλημα το ’80 και εγώ πήγα στην ομάδα τον Δεκέμβριο. Τότε υπήρχαν καλοί παίκτες. Ο Γαλάκος, ο Άλστρομ, ο Κυράστας, ο Νικολούδης…».

Πώς αισθανθήκατε την πρώτη φορά που βάλατε την ερυθρόλευκη;

«Ε, ήταν ωραία! Ήταν κάτι που το φανταζόμουν, το ονειρευόμουν και το ήθελα. Όταν πηγαίνεις σε μια ομάδα της οποίας ήσουν οπαδός από παιδάκι… Είναι αλλιώς αυτό το συναίσθημα».

Θυμάστε τα πρώτα λόγια που σας είχε πει ο Νταϊφάς;

«Μου είπε, αν θυμάμαι καλά “σε παίρνω για να πάμε τον Ολυμπιακό πιο ψηλά“. Και πραγματικά πήραμε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα. Είχαμε πάρει ήδη το ’80 και ακολούθησαν άλλα δύο με εμένα».

Πώς θυμάστε το πρώτο σας γκολ με τον Ολυμπιακό;

«Πρέπει να ήταν ή με την Δόξα Δράμας ή με την Παναχαϊκή. Δεν θυμάμαι. Την πρώτη χρονιά δεν πήγα και καλά, πρέπει να έκανα μόνο 3-4 γκολ».

image

«Ο Μπουντουβής μού είχε πει “έλα στον Παναθηναϊκό, είναι η σίγουρη λύση”»»

Ο προπονητής που σας εκτόξευσε ποιος ήταν;

«Κοίτα να δεις με όλους τους προπονητές είχα καλές σχέσεις».

Ο παίκτης με τον οποίο γουστάρατε να παίζεις μαζί και σας βοήθησε να εγκλιματιστείτε;

«Ο Ολυμπιακός είχε καλούς παίκτες. Τον Γαλάκο, τον Κυράστα, τον Νικολούδη, τον Άλστρομ, τον Ορφανό».

Μ’ αυτούς κάνατε παρέα;

«Το καλοκαίρι ήρθε κι ο Μητρόπουλος».

Κάνατε και τρομερό δίδυμο με τον Μητρόπουλο.

«Ναι».

Ποιο ματς σας είχε μείνει από την άποψη ότι είχε πίεση;

«Ολα τα παιχνίδια στον Ολυμπιακό έχουν πίεση. Δεν το συζητάμε, εκείνα τα χρόνια ειδικά μας περίμεναν έξω από τα αποδυτήρια. Μας ζητούσαν το λόγο όταν δεν νικούσαμε. Υπήρχε αυτό…».

Η πρώτη φορά που περίμεναν την ομάδα μετά από άσχημο αποτέλεσμα;

«Μετά την κατάκτηση των πρωταθλημάτων, το 1984, εκείνη τη χρονιά δεν πηγαίναμε καλά, είχαν φύγει κι οι καλοί παίκτες».

Εσείς είχατε την ευκαιρία να φύγετε;

«Ναι στην 5ετία μου, αλλά ήμουν κι ο Ολυμπιακός από παιδί και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω. Είχα πρόταση από τον Παναθηναϊκό».

Πώς θυμάστε την πρόταση;

«Την πρόταση μού την είχε κάνει ο Αχιλλέας Μπουντουβής (μετέπειτα βουλευτής). Αυτός με είχε πάρει τηλέφωνο, τότε δεν υπήρχαν τα κινητά».

Τί σας είχε πει;

«Τί να μου πει… Αν θέλω να πάω στον Παναθηναϊκό κι ότι ο Παναθηναϊκός είναι σίγουρη λύση. Ξέρεις… Τον ευχαρίστησα και του είπα “εγώ θα μείνω στον Ολυμπιακό”».

aa

Το ματς στον Ολυμπιακό που σας σημάδεψε;

«Ήταν το μπαράζ στον Βόλο τη σεζόν 1981-82, που έκανα και το γκολ και πήραμε το πρωτάθλημα. Και φυσικά με σημάδεψε η σεζόν που πήρα το Χάλκινο Παπούτσι, που πέτυχα 29 γκολ».

Ισχύει η φράση «στου Ρέντη έπεφταν λεμονόκουπες»;

«Όχι, λεμονόκουπα πρώτη φορά το ακούω. Ενα περιστατικό είχε γίνει με τον Αντώνη Γεωργιάδη τον συγχωρεμένο, σ’ έναν τελικό που είχαμε χάσει».

Ποιο είναι το πιο δυσάρεστο περιστατικό που θυμάστε;

«Μετά από έναν τελικό με τον Παναθηναϊκό που είχαμε χάσει. Ο κόσμος μας περίμενε στο Ρέντη, αλλάξαμε την προπόνηση και πήγαμε Ολυμπιακό Στάδιο να κάνουμε προπόνηση γιατί είχε μαζευτεί κόσμος για να διαμαρτυρηθεί».

Είχαν επιτεθεί ποτέ εναντίον σας οι οπαδοί ποτέ ή επειδή ήσασταν ο Αναστόπουλος είχατε άλλη μεταχείριση;

«Συνήθως εγώ κι ο Μητρόπουλος τα ακούγαμε».

Ποιο είναι το πιο ωραίο που σας έχουν πει στο δρόμο;

«Κοίτα, μέχρι και σήμερα, με βλέπουν στο δρόμο και Παναθηναϊκοί και μου λένε ότι μπορεί να υπάρχει αντιπαλότητα αλλά με σέβονται. Τότε ήταν άλλα τα χρόνια αλλά υπήρχε αναγνώριση και από Παναθηναϊκούς και ΑΕΚτσήδες. Ετσι είναι και το σωστό. Κι όχι μόνο για μένα. Όταν κάποιος είναι καλός, δεν είναι κακό να το πεις».

Από τα γκολ στην Ευρώπη με τον Ολυμπιακό, ποια ξεχωρίζετε;

«Τα δύο γκολ με τον Άγιαξ στο Ολυμπιακό Στάδιο και τους νικήσαμε στην παράταση. Ο Άγιαξ ήταν ομαδάρα, με Φαν Μπάστεν, Κούμαν… Αυτή η ομάδα μετά πήρε το Πρωταθλητριών στο ΟΑΚΑ. Ο Αγιαξ ήταν ομαδάρα».

Θυμάστε κάτι το ξεχωριστό μετά απ’ αυτό το ματς;

«Όχι, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι στο Ολυμπιακό Στάδιο υπήρχε 80.000 κόσμος. Χαμός! Μετά πήγαμε στη Νεράιδα, που τραγουδούσε ο Μητροπάνος».

a

«Εγώ κι ο Μητρόπουλος τα ακούγαμε, πρώτη φορά ακούω για λεμονόκουπες»

Η πλάκα στον Κωνσταντίνου που είχε πιάσει τα άπιαστα, ο Παναθηναϊκός Πάριος και τα μπουζούκια

Σε ποια μπουζούκια σας άρεσε να πηγαίνετε;

«Τότε πήγαμε γιατί ήταν πολυ μεγάλη η πρόκριση. Πήγαμε Τετάρτη ενώ είχαμε ματς την Κυριακή. Συνήθως Τετάρτες δεν πηγαίναμε, μόνο Κυριακές. Μου άρεσε ο Μητροπάνος, ήταν κι ο Ολυμπιακός. Εκείνη την εποχή, τα μπουζούκια λειτουργούσαν όλη την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε μετά από επιτυχίες».

Εσείς που ήσασταν και αναγνωρίσιμος το σκεφτόσασταν να πάτε στα μπουζούκια; Γιατί ήσασταν σταρ για την εποχή κι οι προκλήσεις από τις γυναίκες θα ήταν πολλές.

«Έτερον εκάτερον, ήμουν επαγγελματίας».

Κάποια άλλη ωραία ιστορία από τα μπουζούκια που θα θυμάστε για πάντα;

«Τη σεζόν ’85-’86 που δεν πηγαίναμε καλά γιατί ήμασταν εκτός πρωταθλήματος, ενώ παίζαμε ωραίο ποδόσφαιρο με προπονητή τον Αντώνη Γεωργιάδη, κάθε Κυριακή παίζαμε για να νικήσουμε και το βράδυ πηγαίναμε στο ‘Λε Ντι Ομ’, στην αρχή της Μητροπόλεως. Τραγουδούσαν ο Καλογιάννης, με τον Νίκο Νομικό και την Τσανακλίδου. Εκεί πηγαίναμε κάθε Κυριακή».

Ο αγαπημένος σας τραγουδιστής ποιος ήταν;

«Εκείνη την εποχή ήταν ο Πάριος, ο Βοσκόπουλος, ο Πουλόπουλος».

Παναθηναϊκός ο Πάριος, του είχατε κάνει καμία πλάκα;

«Θυμάμαι ότι είχαμε νικήσει την Ουγγαρία 2-1 στο Ολυμπιακό Στάδιο και είχα κάνει ένα γκολ, σπάζοντας το ρεκόρ του Παπαϊωάννου. Ήταν Τετάρτη και το βράδυ πήγαμε στον Πάριο που τραγουδούσε με την Μαρινέλλα στη Νεράιδα. Όταν με είδε στο μαγαζί είπε: “Αν και είμαι Παναθηναϊκός, πρέπει να πω ότι είναι στο μαγαζί ο Αναστόπουλος που πέτυχε ένα πολύ ωραίο γκολ με την Ουγγαρία. Ενα άλλο περιστατικό… Είχαμε νικήσει τον Παναθηναϊκό 2-0 με τα γκολ του Μητρόπουλου και το βράδυ είχαμε πάει στο μαγαζί που σου λέω στη Μητροπόλεως. Ήταν μαζί μας κι ο Βασίλης Κωνσταντίνου, που είμαστε αδελφικοί φίλοι».

Επειδή είστε… μετρ στις πλάκες, ποια ξεχωρίζετε απ’ αυτές που έχετε κάνει;

«Ήταν η εποχή που ο Κωνσταντίνου έπαιζε στον ΟΦΗ. Ο ΟΦΗ τότε ήταν σωμένος και του λέω: “Ρε μ@@@κα την Κυριακή μην πιάσεις τ’ άπιαστα, πάω για πρώτος σκόρερ”. Ε, πραγματικά είχε πιάσει τα άπιαστα! Τελικά στο 82′ κάνει ο Τόγιας το 1-0 και μετά από κάνα 5λεπτο, αν θυμάμαι καλά, ο Κουσουλάκης σούταρε, η μπάλα πήγε στο δοκάρι, έρχεται σε εμένα και έκανα το γκολ. Πανηγύριζα από πάνω του, του έκανα πλάκα αλλά ο διαιτητής το ακύρωσε!».

image

Στον Ολυμπιακό, πριν πάτε στην Ιταλία, τα είχατε ζήσει όλα. Πιο πολύ από εκείνη την εποχή τι σας είχε μείνει;

«Όταν παίζεις μπάλα και έχεις στόχο να πάρεις το πρωτάθλημα έχεις και καλές και κακές στιγμές. Στις καλές είναι ότι με πέντε βαθμούς πίσω, στο μπαράζ του Βόλου πήραμε το πρωτάθλημα».

Σας έχει μείνει το μπαράζ αυτό…

«Ναι, φυσικά. Ήταν πολύ έντονο».

Τα γκολ με την Εθνική ή τον Ολυμπιακό πανηγυρίσατε πιο πολύ;

«Και με τον Ολυμπιακό και την Εθνική ήταν το ίδιο σημαντικά».

Και έρχεται η πρόταση για την Ιταλία. Πώς θυμάστε εκείνη την εποχή;

«Είχαμε παίξει τον Νοέμβριο ένα ματς στην Μπολόνια. Ετυχε σε εκείνο το ματς να έρθει ο τεχνικός της Αβελίνο, ο οποίος ήταν και φίλος με τον Γιώργο Μαθιουδάκη καλή του ώρα από την Κρήτη. Του άρεσα και πιάσαμε συζήτηση. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω και του είπα “μετά χαράς”. Είπαμε να κάνουμε το ραντεβού το καλοκαίρι που θα τελείωνε και το πρωτάθλημα. Ετσι κι έγινε. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν και το Πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ. Ήρθε ένα φαξ στα γραφεία, μπήκε στη μέση η διαπραγμάτευση και τελικά έγινε η μεταγραφή».

Ποσό απίστευτο για την εποχή…

«Ε, εντάξει, 50.000.000 δραχμές ήταν το ποσό».

Εκεί πώς ήταν η ζωή;

«Εμενα σ’ ένα πολύ ωραίο σπίτι, σε μια μονοκατοικία, σε μια καλή περιοχή. Μερκολιάνο λέγεται, ήταν έξω από το κέντρο. Σαν να λέμε Γλυφάδα. Και τώρα αν πας στο Καμπιονάτο να παίξεις μπάλα, θα έχεις και γηπεδικές και εξωγηπεδικές συνθήκες άριστες, υπό την έννοια ότι σου παρέχουν όσα πρέπει να έχει ένας ποδοσφαιριστής για να είναι συγκεντρωμένος μόνο στη δουλειά του. Τις Δευτέρες συνήθως είχαμε ρεπό».

Στα ρεπό σας τί κάνατε;

«Πήγαινα στη Ρώμη ή στη Νάπολη. Το ταξίδι για Ρώμη είναι 1,5 ώρα και για Νάπολη κάνα 20λεπτο».

Τί σας είχε κάνει εντύπωση;

«Τότε ήταν το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Επαιζαν Μαραντόνα, Καρέκα, Ελκιερ… Ο Μαντσίνι, ο Βιάλι, ο Μπόνιεκ».

Πώς σας υποδέχτηκαν στην Ιταλία;

«Τότε στην Ιταλία σε κάθε ομάδα έπαιζαν μόνο δύο ξένοι. Ως Εθνική Ελλάδας δεν είχαμε επιτυχίες κι ο Ολυμπιακός έξω είχε κάτι εκλάμψεις όπως η νίκη μας με τον Άγιαξ. Όπως καταλαβαίνεις υπήρχε μια δυσκολία για να πάει ένας Ελληνας να παίξει στο πρωτάθλημα με τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο».

Σε υποδέχτηκαν με καλό τρόπο;

«Οι Ιταλοί με τους ξένους ήταν πάντα πολύ φιλικοί».

Ο πιο δύσκολος αντίπαλος που είχατε;

«Ήταν πολλοί… Ο Μπαρέζι, ο Ντάνι Φέρι… Κάποιοι ήταν τσεκούρια!».

Από τον Μαραντόνα τί θυμάστε;

«Παίξαμε και στη Νάπολη και στο Αβελίνο. Είναι άλλο πράγμα να τον βλέπεις, Μαραντόνα δεν ξαναβγαίνει. Δεν είχαμε κάτι το προσωπικό, απλά, παρότι που ήταν σχετικά κοντός παίκτης, ήταν ντριμπλέρ, άντεχε στις κλωτσιές. Το πρωτάθλημα ήταν πάρα πολύ σκληρό. Η τηλεόραση τότε έδειχνε μόνο τα γκολ. Έκανε μαγικά πράγματα, είχε βάλει γκολ από το κόρνερ σχεδόν».

Τί έφταιξε και στην Αβελίνο δεν ήσασταν ο «Αναστόπουλος»;

«Σου είπα, ήταν δύσκολο το πρωτάθλημα. Η ομάδα την προηγούμενη χρονιά για έναν βαθμό δεν βγήκε στην Ευρώπη και αποδυναμώθηκε το ρόστερ. Ο δεύτερος λόγος και πιο βασικός ήταν ότι η Αβελίνο ήταν μια μικρή ομάδα, επαρχιακή και δεν μπορούσε να παίζει με δύο επιθετικούς. Eτσι έπαιζε πιο πολύ ο Σάχνερ, με τον οποίο είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Αυτός έμενε στο Σαρλένο, μια παραθαλάσσια περιοχή κάνα 20λεπτο από το Αβελίνο. Ήταν πολύ καλό παιδί και κάναμε παρέα».

Βάλατε όμως και τρία γκολ στο Κύπελλο Ιταλίας. Εκεί πιστέψατε ότι μπορεί να το… γυρίσετε;

«Ναι, οπωσδήποτε, αλλά το Κύπελλο με το πρωτάθλημα έχουν μεγάλη διαφορά».

aaa

«Γιατί στην Αβελίνο δεν ήμουν ο “Αναστόπουλος», τα τσεκούρια κι η μονοκατοικία στο Μερκολιάνο

«Ο Γιδόπουλος μού έφερε 50.000.000 δραχμές μετρητά, είχαμε συμφωνήσει να πάω στην ΑΕΚ»

Και γυρίζετε στην Ελλάδα…

«Ναι για τον Πανιώνιο».

Τότε είχατε κι άλλη επιλογή;

«Ναι, είχα συμφωνήσει με τον Στράτο Γιδόπουλο να πάω στην ΑΕΚ. Όμως, ήρθαν από τον Πανιώνιο και ήταν η ομάδα απ’ όπου είχα ξεκινήσει επαγγελματικά. Ήταν συναισθηματικό το δέσιμο. Τελικά, προτίμησα να πάω στον Πανιώνιο».

Όταν είπατε στον Γιδόπουλο ότι δεν θα πάτε στην ΑΕΚ, είχε παρεξηγηθεί;

«Όχι τίποτα… Ο άνθρωπος μού είχε φέρει μετρητά σ’ ένα μαγαζί στη Βούλα, 50.000.000 δραχμές για να πάω στην ΑΕΚ. Ήταν η χρονιά που η ΑΕΚ πήρε το πρωτάθλημα με το γκολ του Καραγκιοζόπουλου με προπονητή τον Μπάγεβιτς».

Και πήγατε στον Πανιώνιο με λιγότερα χρήματα φαντάζομαι…

«Ναι, γύρισα στον Πανιώνιο γιατί ήταν και συναισθηματικό το θέμα, αλλά ήταν κι ο Μαύρος, ήθελα να παίζαμε μαζί. Και αντικειμενικός μου σκοπός ήταν να γυρίσω στον Ολυμπιακό για να κλείσω την καριέρα μου. Ε, και μετά τί θα λες; Είμαι παλαίμαχος του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, του Πανιωνίου… 10 ομάδων; Δεν το έβλεπα έτσι».

Εχετε μετανιώσει;

«Όχι ποτέ για τίποτα δεν έχω μετανιώσει».

Πώς θυμάστε τη συνεργασία σας με τον Μαύρο;

«Άριστη. Είχαμε νικήσει την ΑΕΚ 2-1 με δικό μου γκολ, μετά τον ΟΦΗ… Είχαμε κάνει καλή πορεία μέχρι το Δεκέμβριο. Μετά, το χειμώνα, είχε φύγει ο Κοσκωτάς και ήρθε ο Σαλιαρέλης. Ήταν να γυρίσω στον Ολυμπιακό και σταμάτησα γιατί δεν με έδωσαν. Το καλοκαίρι τελικά του ’90-’91 γύρισα ξανά με προπονητή τον Μπλαχίν».

h

«Ο Μπλαχίν νόμιζε ότι είναι ακόμη παίκτης, ο Κόμορα έκανε ηλιοθεραπεία στου Ρέντη»

Πώς ήταν ο Μπλαχίν; Μεγάλη προσωπικότητα…

«Ναι, αλλά ήταν λίγο δύστροπος σαν χαρακτήρας. Νόμιζε ότι ακόμη έπαιζε μπάλα. Παίξαμε καλά αλλά το πρωτάθλημα δεν το πήραμε».

Είχατε κόντρα με τον Μπλαχίν;

«Καμία κόντρα, αν και δεν με έβαζε. Βέβαια, είχε η ομάδα και δύο πολύ καλούς παίκτες: Τον Προτάσοφ και τον Λιφτοτσένκο. Παιχταράδες και καλά παιδιά».

Ο προπονητής με τον οποίο είχατε κακές σχέσεις;

«Με τον Κόμορα ήταν τεταμένη η ατμόσφαιρα γιατί ήταν και πεθερός του Ντέταρι… Πώς να στο πω… Δεν θα πω ότι τον επηρέαζε ο Ντέταρι, γιατί ήταν καλό παιδί αλλά όλοι οι μεγάλοι παίκτες έχουμε παραξενιές. Παικταράς ο Ντέταρι. Ο Κόμορα ήταν λίγο παλαιάς κοπής προπονητής».

Δεν ήξερε πώς να σας κερδίσει;

«Όχι, ερχόταν στο Ρέντη που είχε πολύ ήλιο και έκανε ηλιοθεραπεία, ξαπλωμένος φορώντας σορτσάκι. Αυτά όταν τα βλέπει ο παίκτης πάει σε άλλες σκέψεις».

Ο Σαλιαρέλης τί άνθρωπος ήταν;

«Δεν ήταν κακός σαν χαρακτήρας, αλλά σκέψου ότι πήρε τον Καραπιάλη, τους Ρώσους και δεν είχε αυτό το μέγεθος πλούτου που έλεγαν τότε…».

Θυμάστε κάποια ιδιαίτερη στιγμή μαζί του;

«Μια φορά ο Σαλιαρέλης μας είχε καλέσει στο γραφείο του. Ήταν παρών κι ο συγχωρεμένος ο Μανώλης ο Τσαχειλίδης. Ήταν να συζητήσουμε κάποια θέματα οικονομικής φύσεως, ο κόσμος είχε εξαγριωθεί… Ετσι, φώναξε εμένα, τον Μητρόπουλο και τον Καραταΐδη, που ήμασταν οι τρεις αρχηγοί.

Όταν μου ζήτησε να μιλήσω του είπα: “Πληρώσεις – δεν πληρώσεις, θα υπάρχει πρόβλημα”, όσον αφορά στη συμπεριφορά του κόσμου προς το πρόσωπό του. Μου λέει “ξέρεις κανέναν αγοραστή”; Του λέω ‘κοίτα, με ρώτησες να πω τη γνώμη μου, δεν είμαι μεσάζων”».

Πώς έληξε η κουβέντα;

«Ε, υπήρχαν προβλήματα. Αποδείχτηκε μετά ότι έπρεπε να φύγει. Είχε χάσει και την αξιοπιστία του στον κόσμο».

image

«Ο Κόκκαλης δεν είχε αντίπαλο, ο Μαρινάκης παίρνει πρωταθλήματα με αντιπάλους το κράτος, το Μελισσανίδη, τον Σαββίδη…»

Πώς θυμάστε το τέλος σας στον Ολυμπιακό;

«Γύρισα μετά τον Ιωνικό το 1992 για 6 μήνες. Πρόεδρος ήταν ο Κόκκαλης, με φώναξε και μου είπε “Νίκο, να κλείσεις την καριέρα σου εδώ”. Του είπα “βεβαίως”. Προπονητής ήταν ο Πέτροβιτς, ο οποίος με έβαζε σε κάποια ματς. Όσες φορές έμπαινα έβαζα γκολ. Και σταμάτησα όπως ήθελα: Παίζοντας στον Ολυμπιακό».

Ο Κόκκαλης σάς έδωσε την ευκαιρία να κλείσετε την καριέρα σας στον Ολυμπιακό και να προπονήσετε την ομάδα. Πώς θυμάστε την πρόταση εκείνη;

«Αυτό έγινε το 2004. Ήταν άλλη ιστορία αυτό… Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο δεν έγινα αμέσως προπονητής. Εγινα βοηθός του Πέτροβιτς, του Πολυχρονίου, του Αλέφαντου και του Λίμπρεχτς. Εκατσα περίπου 1,5 χρόνο βοηθός. Μετά έφυγα και πήγα στη Μίλαν για να παρακολουθήσω προπονήσεις».

Το 2004, όταν τελικά πήγε στον Ολυμπιακό ο αείμνηστος Νίκος Αλέφαντος, γιατί είπατε «όχι»;

«Γιατί πίστευα ότι για επτά ματς δεν θα μπορούσα να αποδώσω. Δεν θα έδειχνα αν είμαι καλός προπονητής ή όχι. Γιατί το ‘καλός προπονητής’ συνεπάγεται με το ότι πρέπει να παίρνεις αποτελέσματα στις μεγάλες ομάδες. Δεν αρκεί να παίζεις μόνο καλά, γιατί κι άλλοι πήγαιναν στον Ολυμπιακό και πετύχαιναν μόνο τότε. Μόνο στον Ολυμπιακό που είχε τους παικταράδες. Όταν πήγαιναν σε άλλα σωματεία έφευγαν κακήν κακώς».

Εσάς όμως δεν ήταν το όνειρό σας να προπονήσετε τον Ολυμπιακό; Φαντάζομαι ακόμη θα είναι…

«Είναι μια ερώτηση άκαιρη και υποθετική».

Τότε όμως δεν ήταν το όνειρό σας;

«Όνειρα κάνουμε γιατί αυτά μας κρατούν σε εγρήγορση. Αυτή τη στιγμή μπορεί να ονειρεύομαι να κάνω τον προπονητή στη Μπαρτσελόνα. Τώρα που είσαι πιο ώριμος σκέφτεσαι τί μπορεί να γίνει και τί δεν μπορεί να γίνει. Όλοι έχουμε παρόν και παρελθόν, δεν ξέρουμε το μέλλον μας».

Ο κόσμος, θυμάμαι, ότι είχε εκτιμήσει τη στάση σας τότε να αρνηθείτε.

«Άλλοι το εκτίμησαν, άλλοι δεν το πήραν και τόσο καλά».

Η γνώμη σας για τον Κόκκαλη ποια είναι;

«Η γνώμη μου είναι πως όταν πήρε τον Ολυμπιακό εκείνο το χρονικό διάστημα, τον πήρε σχεδόν τζάμπα. Δεν υπήρχαν άλλοι ενδιαφερόμενοι. Βεβαίως και έφερε καλούς παίκτες, αλλά και κάθε χρόνο που έπαιρνε το πρωτάθλημα δεν υπήρχε άλλος να τον κοντράρει. Η ΑΕΚ είχε τον συγχωρεμένο τον Τροχανά, την ΕNIC, τους Νικολαΐδηδες… Δεν υπήρχαν. Ο ΠΑΟΚ είχε τον Μπατατούδη, είχε κάποια λεφτά και πήραν ένα Κύπελλο. Άρης δεν υπήρχε, με προβλήματα ανέβα – κατέβα. Ο Βαρδινογιάννης ήταν επί Νταϊφά.

Εδώ ο Μαρινάκης, ανέλαβε τον Ολυμπιακό το 2010, όταν η ομάδα επί Κόκκαλη ήταν σε διάλυση. Αν δεν εμφανιζόταν ο από μηχανής Θεός Μαρινάκης, ο Ολυμπιακός θα είχε άσχημη εξέλιξη και πήρε και παικταράδες. Και είχε να αντιμετωπίσει το κράτος, τον Μελισσανιδη, τον Πατέρα για ένα διάστημα, τον Σαββίδη… Επαιρνε και παίρνει τα πρωταθλήματα με αυτούς αντιπάλους. Με ισχυρούς αντιπάλους. Κι αν θυμάσαι το 2010 ο Ολυμπιακός ήταν εκτός Ευρώπης!

Λένε ότι πουλάει παίκτες… Αυτούς που αγοράζει; Πήρε τον Ονιεκούρου με 5 εκατ. ευρώ. Όταν παίρνει; Τζάμπα τους αγοράζει;».

Απ’ όταν σταματήσατε και μετά ποιοι παίκτες σας άρεσαν;

«Ο Τζόρτζεβιτς ήταν καλός παίκτης, ο Τζιοβάνι και ο Ριβάλντο και ο Καστίγιο… παικταράδες».

image

«Τον Άρη τον ανέβασα δύο φορές, αν τον ανεβάσει κάποιος τρεις θα κάνουμε άλλη κουβέντα»

Όταν σταματήσατε το ποδόσφαιρο, αρχίσατε να παρακολουθείτε προπονήσεις μεγάλων προπονητών. Ποιος σας είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση;

«Εκείνη την εποχή, μεσουρανούσε ο Λίπι, ο Καπέλο στη Μίλαν, ο Ερικσον στη Σαμπντόρια με παικταράδες. Μετά ήταν ο Σκάλα στην Πάρμα. Όλους αυτούς τους είχα παρακολουθήσει».

Σ’ αυτό που βλέπατε τί σας άρεσε;

«Όταν θες να ασχοληθείς με θέματα τακτικής, νούμερο ένα είναι οι Ιταλοί. Άγγλος προπονητής δεν υπάρχει. Εγώ όταν πήγαινα καθόμουν 20 μέρες – 1 μήνα. Δεν μπορείς σε μια εβδομάδα να φύγεις, αν θες πραγματικά να μάθεις. Οι Ιταλοί μέχρι και σήμερα είναι πρώτοι. Δεν υπάρχει Γερμανός προπονητής – άντε να εξαιρέσουμε τον Κλοπ και τον Τούχελ. Δεν υπάρχουν άλλοι Γερμανοί προπονητές. Και ποια σχολή Κολωνίας και τρίχες… Ποιον έχει βγάλει η σχολή Κολωνίας; Ο Ράγκνινγκ; Πώς τον βγάλαμε καλό; Έχει πάρει τίποτα; Θα τον δούμε».

Μετά είδατε και τον Σιμεόνε…

«Αυτό έγινε από το 2016 μέχρι το 2019».

Μετά τις προπονήσεις είχατε την ευκαιρία να τους συναντήσετε; Μιλούσατε;

«Βέβαια, τους ρωτούσα. Γιατί έκαναν εκείνη την άσκηση ή την άλλη… Μ’ όλους μιλούσαμε. Παρακαταθήκη ήταν ότι με γνώριζαν από την Ιταλία. Όταν έπαιζα εγώ ο Λίπι ήταν στην Τσεζένα, ο Καπέλο στη Ρόμα».

Με ποιον γουστάρατε να μιλάτε παραπάνω;

«Και με τον Λίπι και με τον Ερικσον. Με τον Καρπετόπουλο είχαμε πάει στον Σκάλα στην Πάρμα, στον Πολιάσκο… Με τον Ερικσον κάτσαμε, μιλήσαμε για διάφορα θέματα. Τον Καπέλο είχα πάει και τον είχα βρει όταν έπαιξε η Μίλαν με την Μπαρτσελόνα στην Αθήνα στον τελικό του Champions League. Είχα πάει στο τότε Λίδρα Μάριοτ και τον βρήκα με τον Μιχάλη Φωτίου. Με θυμήθηκε… Όταν πήγα στη Μίλαν, έστειλαν μέχρι και αυτοκίνητο να με πάρουν για το Μιλανέλο. Τότε κάθε Τετάρτη είχε Press Conference, μιλούσαμε, ανταλλάσαμε απόψεις. Όταν θες να μάθεις, πρέπει να αφιερώσεις και χρόνο και χρήμα. Όλα αυτά τα πλήρωνα από την τσέπη μου».

Μέχρι στιγμής προπονητικά πού έχετε ζήσει την καλύτερή σας περίοδο;

«Μέχρι στιγμής, στον ΟΦΗ. Πραγματικά, όταν πήγα εκεί το 2010 έκατσα 2,5 χρόνια. Τον ανέβασα και μετά δεν πήραμε αδειοδότηση. Με πιτσιρίκια έπαιζα κι ο κόσμος το εκτίμησε. Στα Γιάννενα πήγα αρκετές φορές, με καλές πορείες, κόσμος… Εκανα φίλους, με αγαπάνε, τους αγαπάω αλλά στο Ηράκλειο ήταν αλλιώς».

Ο Άρης είναι δύσκολη ομάδα;

«Κοίταξε να δεις, στον Άρη έχω πάει τρεις φορές. Τους έχω ανεβάσει δύο. Αν βρεθεί κάποιος να τους ανεβάσει τρεις, θα μπούμε σε διαδικασία να κάνουμε άλλη κουβέντα. Βεβαίως και είναι δύσκολη ομάδα».

Θα πηγαίνατε ξανά;

«Και πάλι υποθετική ερώτηση. Με το “θα” δεν μπορεί να γίνει ούτε ερώτηση ούτε απάντηση γιατί θα απαντήσω “θα”».

Ο αγαπημένος σας παίκτης;

«Οι περισσότεροι που με άκουσαν, ποδοσφαιρικά, συνέχισαν και έκαναν μεγάλη καριέρα. Ταυλαρίδης, Γεωργίου, Παπουλής, Σίσιτς… Ο Σίσιτς ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Τον Ταυλαρίδη τον πήραμε με τον Μαχλά από τη Λάρισα που είχε υποβιβαστεί και έφτασε στο τσακ να πάει στον Ολυμπιακό. Δεν τον ήθελε ο Μίτσελ, ενώ έπαιξε και στον Παναθηναϊκό. Ο Γεωργίου ήταν στα αζήτητα στην Κέρκυρα και πήγε στον Ατρόμητο και στην Κύπρο. Ο Παπουλής έφτασε να είναι πρώτος σκόρερ στην Κύπρο, καριέρα μεγάλη. Όλοι αυτοί σκίζονταν για εμένα. Με εκείνη την ομάδα του ΟΦΗ, με Κάρολ, Ταυλαρίδη, Γεωργίου, τον Τζόρντι, τον Μπούρμπο, τον Μπουλούτ, τον Μάντζιο, τον Βερόν… Αν δεν είχαμε οικονομικά προβλήματα … Είχαμε φτάσει στον πρώτο γύρο να είμαστε 6οι κι αν κερδίζαμε και τον ΠΑΟΚ θα πηγαίναμε 4οι, αλλά μας λύγισαν τα οικονομικά. Εφυγε ο Κάρολ κι ο Σουμπίνιο. Φτάσαμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, μετά από 24 χρόνια! Αν αυτή η ομάδα είχε τα χρήματα που είχε σήμερα, θα έβγαινε για πλάκα στην Ευρώπη. Είχαμε σωθεί από τον πρώτο γύρο, στο δεύτερο γύρο πήραμε 4 πόντους. Κάναμε μεγάλη πορεία. 1-0 χάσαμε από το γκολ του Μέλμπεργκ στο 83′ και στο Ηράκλειο το ματς ήρθε 0-0».

Από τη σημερινή ομάδα του Ολυμπιακού ποιοι σ’ αρέσουν;

«Ο Ελ Αραμπί, ο Καμαρά κι ο Αγκιμπού καλός παίκτης».

Ποια είναι τα ματς που σας έχουν μείνει στη μνήμη ως προπονητής περισσότερο απ’ όλα;

«Μια σεζόν στα Γιάννενα, που ήταν κι ο Μπελά παίκτης τον οποίο έχω τώρα συνεργάτη, πήρα την ομάδα τελευταία. Κάναμε πορεία πρωταθλητισμού, κερδίσαμε τον ΠΑΟΚ 3-2 και χάσαμε στα μπαράζ την ισοβαθμία από τον ΟΦΗ γιατί είχε νικήσει 1-2 στα Γιάννενα. Στον ΟΦΗ όταν ήμουν κάναμε εκπληκτικές νίκες με την ΑΕΚ και τον Αστέρα που κερδίσαμε 3-0. Με τον Ολυμπιακό από 2-0 ήρθαμε 2-2. Με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα 0-0. Παικταράδες είχε τότε ο ΠΑΟΚ, με Κατσουράνη, Σαλπιγγίδη, Λίνο, Βιεϊρίνια…».

Νίκες του Ολυμπιακού που έχετε χαρεί ως οπαδός;

«Είναι ένα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, που είχε νικήσει ο Ολυμπιακός 1-0 με τον Κουσουλάκη. Ήμουν παίκτης του Πανιώνιου. Και θυμάμαι κι ένα άλλο ματς, ήμουν παιδί 10-12 χρονών ακόμη. Ήταν Τετάρτη του Αγίου Νικολάου. Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 0-1 στη Λ. Αλεξάνδρας με γκολ του Λοσάντα από ωραία ενέργεια του Αργυρούδη. Σ’ αυτό το ματς ο Κελεσίδης πρέπει να είχε πιάσει πέντε σίγουρα γκολ».

Πάμε στο μπάσκετ. Υπάρχει κάποιος προπονητής του Ολυμπιακού με τον οποίο έχετε ταυτιστεί;

«Κοίτα, σίγουρα είναι ο Ιωαννίδης. Μιλάμε για μεγάλο προπονητή, είχε ομαδάρα εκείνα τα χρόνια και τώρα ο Μπαρτζώκας είναι προπονητάρα, με πολύ καλές επιλογές παικτών. Τώρα αυτά που λένε για τα τάιμ άουτ με τον Παναθηναϊκό είναι του κώλου, δεν ισχύουν».

Παίκτες που σας άρεσαν;

«Ο Πάσπαλι, ο Τάρπλεϊ, ο Σιγάλας, ο Σπανούλης είναι Θεός, ο Γκάλης δεν το συζητάμε είναι Θεός, ο Φιλίππου, ο Φασούλας. Από την τωρινή ομάδα είναι ο Σλούκας, ο Παπανικολάου… Παιδιά που έχουν μεγάλη επιρροή στο άθλημα».

Ο Σλούκας, όμως έχει δεχτεί αμφισβήτηση για το αν είναι ηγέτης.

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, είναι παικταράς. Εντάξει, δεν μπορεί να παίρνει πάντα τα παιχνίδια, αλλά είναι παικταράς».

Η ομάδα μπορεί να πάει στο Final-4;

«Πιστεύω ναι, ο Μπαρτζώκας έχει βρει καλούς παίκτες φέτος. Παικταράς ο Ντόρσεϊ και θα βοηθήσει κι ο ψηλός (Κουίνσι Έισι)».

Η διαιτησία επηρέαζε όλα αυτά τα χρόνια την ομάδα;

«Η διαιτησία τί; Στο ματς που έφυγε η ομάδα από το γήπεδο, σ’ ένα λεπτό είχαν σφυρίξει 27 φάουλ. Λοιπόν, καλά έφυγε. Πολύ καλά έκανε. Είχαν γίνει όργια! Δεν θυμάσαι τον Πεν; Φεύγει μόνος του και τον σπρώχνει ο Διαμαντίδης και δεν δόθηκε τίποτα. Το περίφημο non call του Πηλοΐδη. Ο Διαμαντίδης παικταράς, δεν το συζητάμε, όμως άλλο αυτό».

«Σ’ ένα λεπτό είχαν σφυρίξει 27 φάουλ, καλά έκανε κι έφυγε η ομάδα από το ΟΑΚΑ»

«Όνειρό μου να επαναφέρουμε την Καλαμάτα εκεί που αξίζει»

Πάμε στην Καλαμάτα. Τί να περιμένουμε;

«Η Καλαμάτα κάνει αργά και σταθερά βήματα. Η ομάδα έχει βρει την παλιά της αίγλη κι αυτό οφείλεται στον κύριο Πρασσά. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις να επανέλθουμε στη φυσική μας θέση. Δεν βιαζόμαστε, δεν έχουμε κάνει συμβόλαιο με την επιτυχία αλλά θα προσπαθούμε σε κάθε ματς για τη νίκη. Όπως λένε στο τέλος κάνουν ταμείο».

Είχατε κάνει και μια δήλωση ότι επειδή είστε ο Αναστόπουλος, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός θα βάζουν καλούς παίκτες στις «Β’ ομάδες» τους για σας νικούν. Γίνεται αυτό;

«Είπα ότι και στα άλλα παιχνίδια θα παίξουν αυτοί οι παίκτες. Εχουμε την αδικία ότι από τις 32 ομάδες θα βγει η μία, αλλά το να παίζουν οι Β’ ομάδες… Θα πρέπει να παίζουν ίδιες σ’ όλα τα ματς. Εμείς ως πρωταθλητές δεν πήραμε άδεια και κάποιος που υποβιβάστηκε πέρυσι ούτε αυτός πήρε. Ούτε αυτό είναι δίκαιο. Πήραμε με διαφορά 15 βαθμών το πρωτάθλημα, δεν έχουμε άδεια και εννοούσα ότι ή θα παίζουν όλοι οι παίκτες στις ομάδες Β’ ή όχι».

Το όνειρο του Νίκου Αναστόπουλου ποιο είναι;

«Το όνειρό μου είναι τώρα να έχουμε την υγεία μας και να επαναφέρουμε την Καλαμάτα εκεί που αξίζει. Η ομάδα επανέρχεται μετά από 11 χρόνια».

πηγη: https://www.gazzetta.gr

Photos: Χρήστος Λώλος