Άρθρο του εκλιπόντος Παναγιώτη Ηλία Γιαννόπουλου, τ. διοικητικού διευθυντή Γ. Νοσοκομείου Κυπαρισσίας, λαϊκού λαογράφου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Τριφυλιακή Εστία, περίοδος Γ, Καλοκαίρι 2009, τεύχος 13/141
Ελιά, η βασική τροφή, το ελαιόλαδο που μας δίνει, αφού την προσέξουμε, την οργώσουμε, τη φουσκίσουμε και μετέπειτα που βγήκαν τα λιπάσματα, τη λιπάνουμε, την κλαδέψουμε… τέλος ο μήνας Μάης που θα ανθίσει, να είναι ήπιος και γλυκός για να δέσει τον καρπό της και αφού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού τη ραντίσουμε για το δάκο και ο Αύγουστος ρίξει καμιά βροχή… τους τελευταίους μήνες του φθινοπώρου και τους πρώτους μήνες του χειμώνα θα έχουμε το λιομάζεμα, το άνοιγμα των λιτρουβιών και όπως λέει ο λαός μας θέρος, τρύγος, πόλεμος…
Η Κυπαρισσία μας ως κύριο αγροτικό εισόδημα έχει την καλλιέργεια του ευλογημένου δέντρου της ελιάς. Το λάδι λοιπόν είναι η βασική τροφή για τον άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, που επικρατούσε πείνα και δυσχέρεια και έλλειψη ελαιόλαδου, οι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις όπως Αθήνα κλπ. πρήζονταν και πέθαιναν στους δρόμους… τρομερό θέαμα…
Λιομάζεμα εκείνα τα χρόνια προ του 1940: η πρώτη εργασία των γυναικών ήταν να μαζευτεί το χαμολόϊ. Σχηματίζονταν παρέες από γυναίκες και από παιδιά, όπως στη γειτονιά μου η μάνα μου Καλλιόπη με τις αδελφές μου Αγγελική και Μαρία, η Γιαννούλα του Χρήστου Μανωλόπουλου με τα κορίτσια της, η Παναγιώτα Παναγοπούλου του Νίκου (Αλεξόγιαννη), η Μαρία Αρβανιτάκη με τις κόρες της, η Αννιώ Πάνου Παπαθεοδωρόπουλου και τα κορίτσια της, η Αναστασία Ανδρέα Μαυρογέννη (Κατσαμπρόκου) με τα κορίτσια της, όλες μαζί με τις μπούρσες και τα καλάθια τους, πήγαιναν σε μεγάλους νοικοκυραίους και μαζεύανε το χαμολόι. Το βραδάκι ερχόντουσαν τα αφεντικά, άλλοι το μοίραζαν το χαμολόι και στο σπυρί και άλλοι δίνανε παραπάνω στις εργάτριες. Δηλαδή είχαμε τους τσιγκούνηδες και τους απλοχέρηδες και μεγαλόκαρδους… τι να γίνει έτσι είναι οι χαρακτήρες των ανθρώπων; Έφθανε και η ώρα του ράβδου. Ετοιμάζονταν τα λιόπανα, οι δέμπλες, βρίσκονταν οι ραβδιστάδες και πρωί – πρωί με τα πόδια όλοι ξεκίναγαν για τα λιοστάσια. Εργάτες της εποχής εκείνης ήταν οι μακαρίτες Νικόλαος Θεοδωρόπουλος (Σμιρδάκης), Πάνος Θεοδωρόπουλος (Σμιρδάκης), Γεώργιος Τσοχαντάρης, Νίκος Φρούσος, Χρήστος Μανιάτης, Διονύσιος Κασκαβέλης, Κανάρης Λούκας, Γεώργιος Γκοτσόπουλος (Κουρούπας), Θεόδωρος Κατσικάρης, Ευστάθιος Γκιουλής (Μπομπόλης), Ευστάθιος Γκιουλής (Λιναράς), Γιάννης Λυμπέρης, Άγγελος Μανούσος, Πέτρος Αρούκατος, Γιώργος Τικυλής, Θανάσης Καλές, Θεμιστοκλής Παναγόπουλος (Πρας), Σωτήρης Παναγόπουλος (Μπινίσκος), Αποστόλης Μπινίσκος, Πάνος Παναγόπουλος (Αλεξόγιαννης), Γιάννης Παπανικολάου (Βλαχαναγνώστης), Κώστας Μητρόπουλος (Κωτσαρίκος), Σπύρος Χριστόπουλος (Κονιδάς), Γεώργιος Ζήρας, Κώστας Βλαχούλης, Θεόδωρος Μανούσος, Χρήστος Χριστακόπουλος (Σκλήβας), Αναστάσιος Τσουλάκος, Ντίνος Νικολόπουλος (Ντανκουρής), Φώτης Τσοχαντάρης (Βόγγολης), Νικόλαος Δελφιτζής, Κώστας Γιαννακόπουλος (Τσούλος), Ευστάθιος Χλεμπάκος, Αρίστος Γκιουλής, Παναγιώτης Πολύδωρας, Παναγιώτης Παναγόπουλος (Μουντζούρης) και Σταμάτης Δημητρόπουλος.
Γυναίκες εργάτριες για τα λιόπανα οι Σταυρούλα Νικολακοπούλου, Ζωή Παναγοπούλου, Ασήμω Πολύδωρα, Παναγιώτα Γιαννακοπούλου, Κατίνα Δημητροπούλου, Βενέτα Γεωργακοπούλου (Νταλιανά), Ευσταθία Λούκα, Ευθαλία Λαμπροπούλου, Παναγιώτα Λαμπροπούλου, Γεωργίτσα Πιτταρά, Πανωραία Ζουμπούλη, Γεωργία Μαντζούνη, Παναγιώτα Νικολακοπούλου, Παναγιώτα Γκόνου, Γιαννούλα Παναγοπούλου, Αιμιλία Γκιουλή, Αντωνία Κωτούλα, Αθηνά Καλέ, Μαριώ Τικυλή, Γιαννούλα Αρούκατου, Μαρία Πέρδικα και άλλες.
Εργάτες και εργάτριες ερχόντουσαν από την Ολυμπία και την ορεινή Τριφυλία και αρκετοί από τα Τρίκαλα καθώς και πολλοί Τσιγγάνοι.
Οι ιδιοκτήτες των ελαιοτριβείων, ετοίμαζαν τα λιτρουβιά τους και ήταν όλα έτοιμα για να λειτουργήσουν, για να αρχίσουν να βγάζουν το ευλογημένο λαδάκι. Ελαιοτριβεία που λειτουργούσαν στην Κυπαρισσία ανήκαν στους Κανέλλο Κανελλόπουλο (Χελιώτη), Γεώργιο Γκουντούνα, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Δημήτριο Καραμήτσο, Γεώργιο και Διονύσιο Μπαρτζελιώτη (Μελισόβα). Κατά τη δεκαετία του 1950 στα αλμπαναριά στο Σταυροπάζαρο εγκαταστάθηκε το λιτρουβιό του Ηλία Παναγιωτακόπουλου (Ντουβίτσα). Όλα τα παραπάνω λιτρουβιά βρίσκονταν στην παλιά πόλη. Στα περίχωρα της πόλης ήταν του Αργύρη Αργυρόπουλου (Στρατηγού) στους Μύλους, των Παπά Θανάση Πετρόπουλου και Ηλία Ηλιόπουλου (Δεκανέα) στον Καρτέλα, του Χαραλάμπου Μαρτίνου, παππού της γυναίκας μου στην Πανηγυρίστρια, του Γιάννη Σταθούλη στα Χάνια και του Μενέλαου Αντωνόπουλου στη Γιαννίτσαινα.
Σιγά – σιγά έγινε εγκατάσταση και λειτουργία ηλεκτροκίνητων ελαιοτριβείων όπως στην Κυπαρισσία του Αλέκου Χρονόπουλου, των Αντώνη και Δήμου Μπαρτζελιώτη, του Πάνου Τσάκου τέως Δημάρχου και Δημητρίου Ηλιόπουλου στην περιοχή Αγίου Νικολάου, του Μιχαήλ Πετρόπουλου Δικηγόρου στην περιοχή ΣΠΑΠ, του Γρηγορίου Ιωαννίδη (Βούλγαρου) δίπλα από την Ηλεκτρική Εταιρεία, του Γεωργίου Καλογερόπουλου, των Αφών Νικολάου και Σωτηρίου Παναγιωτόπουλου (Ματσούκα), το σύγχρονο ελαιοτριβείο στην περιοχή αϊ Λαγούδη του συνεταιρισμού ελαιοπαραγωγών Κυπαρισσίας (σήμερα το καφέ λιοτρίβι). Στο χωριό Σπηλιά υπήρχαν τα ελαιοτριβεία των Παναγιώτη Βασιλείου και Γεωργίου (Φουντούκη) Μπίτσικα, του Αλεξίου Χήναρη, του Γιάννη Λυκούργου Χήναρη, του Κανέλλου Κυριακού (Αρούκατου).
Το λιτρουβιό αποτελείτο από τα λιθάρια, τα αδράκτια, την πρέσα (πλάκα), τη χαμουροκασέλα, το λιμπί, τους ντορβάδες, το καζάνι για το θερμό, για το ζέσταμα των ντορβάδων με το χαμούρι, τα σακιά για τη μεταφορά του ελαιοκάρπου, τα ασκιά από τομάρια αμνοεριφίων για τη μεταφορά του λαδιού στο κατώι των ελαιοπαραγωγών. Προσωπικό του λιτρουβιού ήταν ο καραβοκύρης, το γεντέκι, οι αγωγιάτες με τα άλογά τους, πέντε τον αριθμό. Ο ιδιοκτήτης του λιτρουβιού αγόραζε ένα γουρουνάκι το οποίο το μεγάλωναν κατά τη διάρκεια της σεζόν και το έσφαζαν με τη λήξη της περιόδου και έκαναν το αποχαιρετιστήριο γλέντι. Καραβοκύρηδες της εποχής ήταν οι Σωτήρης Αντωνόπουλος (Παναγιωταράς), Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος (Κάμπρας), Γεώργιος Λυδιώτης, Παντελής Λυδιώτης, Σωτήρης Αρδιώτης, Διονύσιος Γεωργακόπουλος (Γροσάς), Ηλίας Κουσελάς, Χρήστος Αργυρόπουλος, Γιάννης Κουσελάς, Ηλίας Κουσελάς, Νίκος Αντωνόπουλος, Παναγιώτης Μουντζούρης, Θεόδωρος Σωτηρόπουλος (Δοντάς), Γεώργιος Τσατσάκος, Γεώργιος Αντωνόπουλος και άλλοι.
Γεντέκια οι Δημήτριος Δημητρακόπουλος (Ρουπακιάς), Παναγιώτης Πολύδωρας, Κώστας Παπαδόπουλος, Κυριάκος Μπαγουρδής, Θανάσης Κατσίρος, Κώστας Γκιουλής, Δήμος Κουσελάς, Νίκος Λαμπρόπουλος.
Αγωγιάτες με τα άλογά τους οι Γιάννης Λαβδέος, Ηλίας Αθηναίος, Δημήτρης Κατσικάρης, Δημητράκης Κουτσαναστάσης, Κώστας Παπανικολάου (Βλαχαναγνώστης), Δημήτρης Πιπιλής (Κοντογιάννος), Νίκος Πιπιλής (Μπούλας), Γεώργιος Μανιάτης, Κωνσταντίνος Μανιάτης, Κώστας Γεωργακόπουλος (Χάβελης), Γιάννης Γυφτόπουλος, Νίκος Βέβες, Παναγιώτης Αντωνόπουλος (Κάμπρας). Κατά τη διάρκεια της κατοχής και ο θείος μου Νίκος Γιαννόπουλος, καφετζής στο επάγγελμα, είχε κλείσει το καφενείο, αγόρασε άλογο το Βλάγκο και εργάσθηκε στα ελαιοτριβεία, Χρήστος Μιχαλόπουλος (Τζέμος).
Οι αγωγιάτες καθένας στη βάρδια του στο λιτρουβιό έζεχναν το άλογο στα λιθάρια, το γεντέκι με τους άλλους αγωγιάτες που δούλευαν στο λιτρουβιό, κουβαλούσαν από το προαύλιο χώρο τις ελιές και τις έριχναν στα λιθάρια. Ο αγωγιάτης τάιζε με την ταΐστρα, αφού το άλογο είχε αρχίσει να τα γυρίζει.
Η βάρδια διαρκούσε για τον κάθε αγωγιάτη τέσσερις ώρες. Αφού ετοιμαζόταν το χαμούρι το γεντέκι το μετέφερε στη χαμουροκασέλα. Από εκεί ο καραβοκύρης μαζί με το γεντέκι γέμιζαν σιγά – σιγά τους ντορβάδες με χαμούρι τους τοποθετούσαν στο πιεστήριο και αφού ετοιμαζόταν το στάμα, άρχιζε το στύψιμο και το λάδι έτρεχε στο λιμπί. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του στυψίματος, ο καραβοκύρης φώναζε «μάϊνα βίρα» και ακουγότανε η μανέλλα που κατέβαζε τα αδράκτια «τραγύ», «τραγύ», … ακόμη την ακούω στα αυτιά μου. Στη συνέχεια γινόταν το ξεθέρμισμα με καυτό νερό, το οποίο έριχναν στους ντορβάδες. Από το λιμπί γέμιζε ο καραβοκύρης τα ασκιά και εν συνεχεία μεταφερόταν το λάδι στους ελαιοπαραγωγούς, αφού πρώτα είχε πάρει το λιτρουβιό το «δικαίωμά» του. Όταν ο κάθε ελαιοπαραγωγός έβγαζε το λάδι του συνηθιζόταν να ταΐζει το προσωπικό του λιτρουβιού με αρκετό φαγητό και κρασί. Η μεταφορά του ελαιοκάρπου από τα ελαιοπερίβολα γινότανε από τους αγωγιάτες, αλλά και από τους καρολόγους με τα κάρα.
Καρολόγοι της Κυπαρισσίας ήταν οι μακαρίτες Αρίστος Τσιγουρής, Γεώργιος Κατσούλας, Σωτήριος Πέρδικας, Γεώργιος Τριπηλιώτης, (Σακογιαννάκης), Πάνος Χούντρας, Γεώργιος Γεωργακόπουλος (Ψυχομάνης), Γεώργιος Λύκος, Αρίστος Γκιτζίρης, Γεώργιος Γκιτζίρης, Ηλίας Ζαχαρόπουλος (Διαβολής), Κώστας Σπανόπουλος, Αδάμ Διονυσόπουλος (Πλατύς), Μίμης Νικολόπουλος (Δήμαρχος), Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και ο γιός του Πανάγος (Καραβίσος), Περικλής Δημητρόπουλος και ο γιός του Κώστας (Στάμος), ο Κωστάκης Μιχόπουλος (Χουρχουντής), Βασίλειος Χαΐνης, Κώστας Τσώνης, Σπύρος Πετρακόπουλος (Κίκημης), Αντώνης Πανούσης και ο γιός του Νικόλαος. Είχε έλθει στην Κυπαρισσία από το χωριό Κωνσταντίνοι και εγκαταστάθηκε και ο καρολόγος Γεώργιος Μπούταλος εν ζωή και στη ζωή είναι ακόμη και ο Κωσταντίνος Λαράκης. Ήταν ακόμη ο Σταύρος Καραγκούνης και ο Τάκης Παυλάκος γαμπρός του Πάνου Μπασμάκου. Ήταν όλοι τους εργατικοί και καλοί άνθρωποι, η δουλειά τους πάρα πολύ κουραστική. Ιδιαιτέρως όταν κουβαλούσαν τις ελιές από τα λιοστάσια στα λειτρουβιά και τα ελαιοπερίβολα ήταν «βαριά», έβαζαν και αυτή την πλάτη τους και βοηθούσαν τα άλογα τους για τη δύσκολη εκείνη ώρα. Οι καρολόγοι είχαν συνδικαλισθεί και δημιούργησαν Σωματείο Καρολόγων Κυπαρισσίας. Πρόεδρο είχαν εκλέξει το Γεώργιο Τριπηλιώτη (Σακογιαννάκη), έναν ωραίο και ετοιμόλογο χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, συνέβη το παρακάτω περιστατικό. Οι καρολόγοι έκαναν αμμοληψία από τις παραλίες της Κυπαρισσίας και λόγω του ότι είχε απαγορευτεί με νόμο, πήγαν κατηγορούμενοι, πρώτος κατηγορούμενος λοιπόν ο Πρόεδρος του Σωματείου Γεώργιος Τριπηλιώτης. Αρχίζει η αυτόφωρη διαδικασία, Πρόεδρος του Δικαστηρίου ο αείμνηστος Δημήτριος Κεχαγιάς. «Κατηγορούμενε απολογήσου», σηκώνεται επάνω ο Γεώργιος Τριπηλιώτης «Κεχαγιά πρόσεξε πως μιλάς, Πρόεδρος εσύ, Πρόεδρος και εγώ και μάλιστα εγώ Πρόεδρος σε 15 καρολόγους». Η δουλειά πήγε στο καλαμπούρι και έτσι αθωώθηκαν οι καρολόγοι.
Οι καρολόγοι ήταν όλοι οικογενειάρχες, με πολλά παιδιά και εκτός από την εποχή του λιομαζώματος εργάζονταν με τα κάρα τους για τη μεταφορά σταφίδας, σιτηρών, οικοδομικών υλικών και ό,τι είχε σχέση με τη μεταφορά αντικειμένων της εποχής τους. Ήταν όλοι τους λεβέντες και εξυπηρετούσαν τους Κυπαρίσσιους, βγάζοντας βέβαια το μεροκάματό τους, απαραίτητο για την επιβίωση.
Αναφέρω διάφορα περιστατικά, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του λιομαζώματος εκείνες τις αξέχαστες εποχές. Ο Σωτήρης Παναγόπουλος (Μπινίσκος – Τσαφλής) έβγαζε τις ελιές του στο ελαιοτριβείο του Γρηγόρη Ιωαννίδη (Βούλγαρου). Ήταν πολύ καλαμπουρτζής και ετοιμόλογος. Πειραζότανε με το Γρηγόρη «τι θα τα κάνεις τα πλούτη» και τα τοιαύτα. Στο αστείο μπροστά από το λιμπί ήταν σορό τα λιοκόκκια, τα στρώνει ο Σωτήρης και λέει του Γρηγόρη «ξάπλωσε επάνω», «τι θέλει να κάνει ο τζερεμές;» ξάπλωσε ο Γρηγόρης και μετράει ο Σωτήρης το χώρο που έπιασε, μετά ξαπλώνει και ο Σωτήρης ο οποίος ήταν αδυνατούλης, μετράει το μέρος και είχε διαφορά από το μέρος του Γρηγόρη μισό μέτρο. «Αυτό θα πάρεις παραπάνω από μένα»… εννοούσε μετά θάνατον… και να τα καλαμπούρια.
Ο νονός μου Σπύρος Θωμόπουλος (Αβδουραμάνης) είχε το ελαιοπερίβολο στη θέση «Κορμά», είμαστε γείτονες στα ελαιοπερίβολα. Κατά τη διάρκεια του λιομαζώματος είχε επιστάτη το Γιάννη Παπανικολάου (Βλαχαναγνώστη), ο νονός μου είχε αγοράσει ένα γύφτικο τσαντίρι το οποίο έστηνε ο μπαρμπαγιάννης και όταν είχε κακοκαιρία πηγαίναμε όλοι εκεί και τα παιδιά του νονού μου Θωμάς, Κώστας, Γιώργης είχαν ανάψει φωτιά και είμαστε προφυλαγμένοι από τη βροχή και το κρύο… αξέχαστες και ωραίες αναμνήσεις. Στο λιτρουβιό καραβοκύρης ήταν ο Διονύσιος Γροσάς, εκεί ως αγωγιάτης εργαζόταν και ο θείος μου Νίκος. Ετοιμάσανε το τελευταίο στάμα της ημέρας και μετά τις 23.30 ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν και στις 24.00 έκανε επίσκεψη έφοδο ο ιδιοκτήτης Κωνσταντής για να θεωρήσει το προσωπικό, η οικία του ήταν δίπλα και βλέπει από το λιμπί να τρέχει συνέχεια λάδι στο έδαφος, βάζει τις φωνές σηκώνονται όλοι και με τις φωνές του σταμάτησε να τρέχει… Λέγεται ότι εκείνη την ώρα είχε περάσει «θησαυρός» και εάν το γνώριζε ο Κωνσταντής θα έπρεπε να μη μιλήσει, παρά να γεμίσει μόνος του τα ασκιά, όσο μπορούσε… ο «θησαυρός» θέλει ησυχία, όπως λέγανε και οι παλιοί.
Σήμερα έχουμε τα υπερσύγχρονα ελαιοτριβεία, του Γεωργίου Κοροβέση (Τσουρούτα) και υιών, Θεοδώρου Ζουρτσάνου και υιών, Αφών Αντωνίου και Δημητρίου Μπαρτζελιώτη, Κυπαρίσσιοι και στη Σπηλιά Χρήστου Χήναρη και υιών, Σπύρου Χήναρη και υιού, Σωτήρη Μπακούρου, Θεόδωρου Σεκλού και στη Φαρακλάδα Γεωργίου Μπακούρου και Αλέξη Μπακούρου.
Βάζει ο εργάτης τον ελαιοκαρπό στη χοάνη, από εκεί γίνεται αυτόματα ο διαχωρισμός του καρπού από τα λιόφυλλα, πλένεται, εν συνεχεία πάει στο σπαστήρα, στο μαλακτήρα, μετά στο διαχωριστήρα και τέλος τρέχει το λαδάκι στο λιμπί.
Πάνε λοιπόν οι αγωγιάτες, οι καραλόγοι, ο καραβοκύρης, το γεντέκι, τα αδράκτια, τα λιθάρια, τα ασκιά, πάει η φωνή του καραβοκύρη, «μάϊνα, βίρα», το θρέψιμο του γουρουνιού… Τώρα έχουμε τα αγροτικά αυτοκίνητα, τα τρακτέρ, όλα αυτά για την άνετη και καλή ζωή μας.
Τα επαγγέλματα των κατασκευαστών – τεχνητών κάρων, σαμαριών, αλμπάνηδων (πεταλωτών των αλόγων), ασκιών από τομάρια αμνοεριφίων, εξαφανίσθηκαν από τη ζωή μας, τι κρίμα…
Ακόμη ένας Δήμαρχος, ένας σύλλογος, δεν έκαναν ενέργειες για να διατηρηθεί ένα ελαιοτριβείο της εποχής εκείνης για τις επερχόμενες γενιές, παρά την ύπαρξη τόσων ευρωπαϊκών προγραμμάτων γι’ αυτό το σκοπό.
Τα έγραψα όλα αυτά για το λιομάζεμα, για να τα μάθουν οι νέοι μας και για να μνημονεύουν όλους αυτούς, τους προγόνους μας, που αναφέρω στο λαογράφημά μου. Το αξίζουν. Αιωνία η μνήμη τους…
Στο ελαιοτριβείο του Δήμου Μπαρτζελιώτη
Σκηνές από το μάζεμα της ελίας στο κτήμα Γρηγόρη Ιωαννιδη, σήμερα ιδιοκτησίας Πέτρου και Παύλου Ιωαννιδη.
Στο ελαιοτριβείο του Κάκκαβα
Στο ελαιοτριβείο Ηλία Ηλιόπουλου
Στιγμή ανάπαυλας από τη συγκομιδή της ελιάς στο κτήμα Γρηγόρη Ιωαννίδη
Εργάτης σε ελαιοτριβείο
ΠΗΓΗ: gargalianoionline