Η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και εάν δεν υπάρξει καμία κατάλληλη ενέργεια, εκτιμάται ότι θα υπάρχει τεράστιο κόστος της τάξης των 9 δισ. ευρώ κάθε έτος
Οι μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ημερών έχουν -πέραν όλων των άλλων- τεράστιες οικονομικές συνέπειες για τη χώρα. Και μάλιστα όχι μόνο άμεσες αλλά και μακροχρόνιες, οι οποίες δημιουργούν πολύ μεγάλη ανησυχία, καθότι η κυβερνητική διαχείριση πρόσθεσε ένα αρνητικό πρόσημο στα όσα λαμβάνουν ήδη χώρα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές εδώ, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας.
Εξαιτίας των παραπάνω, στην κυβέρνηση αρχίζουν να υπολογίζουν ότι προκύπτουν και μεταβολές στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο μέτωπο της οικονομίας, εν όψει και της ΔΕΘ. Τόσο το κόστος στήριξης των πληγέντων όσο και η απαραίτητη αποκατάσταση των ζημιών αποτελούν βασικό ζήτημα, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε μεγάλη ζημιά στην παραγωγή, ενώ σημειώθηκαν και συνέπειες στον τουρισμό. Πέραν των αναγκών των αποζημιώσεων, μακροπρόθεσμα περιορίζεται η ανάπτυξη λόγω των πληγμάτων στους κρίσιμους τομείς του τουρισμού, της πρωτογενούς παραγωγής και των υποδομών.
Η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και εάν δεν υπάρξει καμία κατάλληλη ενέργεια , εκτιμάται ότι έως το έτος 2100 το συνολικό σωρευτικό κόστος για την Ελλάδα θα φτάσει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι πάνω από 3,6 φορές το ελληνικό ΑΕΠ του 2022. Αυτό αναφέρουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) που αναλύει τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας. Το κόστος – μαμούθ αιτιολογείται, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ πρόκειται για κόστος το οποίο θα προσεγγίζει τα 9 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα επόμενα χρόνια.
Πώς «βλέπουν» την κατάσταση οι πολίτες
Τη σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τα μεγάλα θέματα που επιδρούν στη ζωή και το μέλλον των πολιτών (οικονομική, υγειονομική και ενεργειακή κρίση) αναδεικνύει ως τη μεγάλη ευκαιρία η δεύτερη πανελλαδική έρευνα της Qed Market Research, που παρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ).
Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας, που διενεργήθηκε το τρίμηνο Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2022, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ως μεγαλύτερο πρόβλημα σε «βάθος» εικοσαετίας την κλιματική αλλαγή. Ειδικότερα, στο ερώτημα «ποια θεωρείτε ότι είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τα επόμενα 20 χρόνια» το 39% των ερωτηθέντων απάντησε «κλιματική αλλαγή», ενώ με 35% ακολουθεί η οικονομική κρίση. Μικρότερα ποσοστά καταγράφονται για άλλα θέματα, όπως η ανεργία / επαγγελματική αποκατάσταση (29%), η καταστροφή / ρύπανση του περιβάλλοντος (28%), η οικονομική δυσχέρεια (26%) και η ενεργειακή κρίση (18%). Στην ίδια ερώτηση, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κλιματική αλλαγή αποτελεί και πάλι το κυρίαρχο πρόβλημα με ποσοστό 40%. Ακολουθούν η οικονομική κρίση (28%), η καταστροφή / ρύπανση του περιβάλλοντος (27%) και η οικονομική δυσχέρεια (18%).
Σενάρια
Το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με την έρευνα, που εξετάζει κυρίως την ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων, είναι ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008).
Στο μέτριο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου, το συνολικό σωρευτικό κόστος για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, είναι 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος, στην περίπτωση του μέτριου σεναρίου, είναι κατά 265 δισ. ευρώ μικρότερο από αυτό του σεναρίου μη δράσης και επομένως η πολιτική µετριασµού µειώνει κατά 40% το κόστος. Στο σενάριο προσαρμογής, όπου ασκούνται πολιτικές μετριασμού των ζημιών, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παρουσιάσει µείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα.
Το κόστος προσαρµογής εκτιµάται ίσο µε 67 δισεκατοµµύρια ευρώ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την έκθεση, τα µέτρα προσαρµογής απλώς περιορίζουν και δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζηµιών.
Οι συνέπειες στον τουρισμό
Οι επιπτώσεις στον τουρισμό φαίνεται ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένες µε το κλίµα. Οι µεσογειακές χώρες ειδικότερα, από τις κλιµατικά πλέον τρωτές περιοχές στον πλανήτη, αναµένεται να αντιµετωπίσουν µια σειρά δυσµενών επιπτώσεων εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής.
Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έκθεση , οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή σε έναν από τους ισχυρότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, θα είναι οι εξής:
– μείωση αφικνούμενων τουριστών, μείωση μέσου χρόνου παραμονής,
– μείωση διαθέσιμου εισοδήματος παγκοσμίως για τουρισμό,
– αύξηση μέσου κόστους εξυπηρέτησης,
– κόστος αναγκαστικής διακοπής προσφερόμενης τουριστικής υπηρεσίας λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων,
– κόστος έργων προσαρμογής, κόστος έργων υποκατάστασης φυσικού κεφαλαίου με ανθρωπογενές,
– υποβάθμιση (ή και καταστροφή) πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων.
Αγροτική παραγωγή
Για τον άλλο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, την αγροτική παραγωγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα, οι συνέπειες, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, είναι δραματικές. Η απώλεια καλλιεργήσιμου εδάφους το διάστημα 2040-2050 ενδέχεται να φτάσει το 19% και το διάστημα 2090-2100 το 38% της συνολικής γεωργικής έκτασης σε επίπεδο χώρας.
Ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα αναδεικνύεται το δομημένο περιβάλλον. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Η ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 65% σε σχέση με το 1990, ενώ στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. τουλάχιστον το 1/3 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας οφείλεται στα κτήρια, καθιστώντας τα έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, αλλά και ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου.
Η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδας θα υπάρχει ανάγκη ψύξης μέχρι και επιπλέον 40 ημέρες ετησίως την περίοδο 2071-2100, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Θετική ωστόσο πτυχή αποτελεί η μειωμένη ενεργειακή απαίτηση για θέρμανση, που προβλέπεται κατά τη χειμερινή περίοδο.
Φυσικό περιβάλλον και υδάτινοι πόροι
Οσο για το φυσικό περιβάλλον της χώρας, οι προσομοιώσεις με βάση διάφορα σενάρια προβλέπουν σημαντικές μεταβολές πολλών κλιματικών παραμέτρων (θερμοκρασία, υγρασία, νεφοκάλυψη κ.λπ.) στο σύνολο της χώρας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η αναμενόμενη αύξηση της μέσης προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας (που σχεδόν θα διπλασιαστεί) και η αύξηση της έντασης των ετήσιων ανέμων (κατά 10%) προς το τέλος του αιώνα.
Σύμφωνα με την έκθεση, αυτές οι μεταβολές είναι: 1. Αύξηση του αριθµού των ηµερών που η θερμοκρασία θα ξεπερνά τους 38° C, µε αντίκτυπο στη δυσφορία του γενικού πληθυσµού. Για παράδειγµα, στα παράκτια του Ιονίου και τα Δωδεκάνησα αναµένεται αύξηση της διάρκειας µε 38°C κατά 20 ηµέρες. 2. Μείωση των διαθέσιµων ποσοτήτων υδατικών πόρων. Για παράδειγµα, στη δυτική ηπειρωτική χώρα αναµένονται λιγότερες από 10 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας, ενώ στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και τη βόρεια Κρήτη αναµένονται περισσότερες από 20 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας. 3. Ακραία καιρικά φαινόµενα επηρεάζουν την τουριστική βιοµηχανία και τις δομές. 4. Αύξηση των δασικών πυρκαγιών.
Πλημμύρες και ακτές
Σχετικά με τις βροχοπτώσεις, σε επίπεδο επικράτειας, κατά το τέλος του 21ου αιώνα θα έχουν μειωθεί σημαντικά. Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη βορειοδυτική Μακεδονία, η μέγιστη ποσότητα νερού που πέφτει σε διάστημα έως και 3 ημερών αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και 30%, ενώ στη δυτική Ελλάδα μέχρι και 20%.
Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται επιπλέον 20 ημέρες ξηρασίας ετησίως το διάστημα 2021-2050 και επιπλέον έως 40 ημέρες το διάστημα 2071-2100. Η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θα αυξήσει αισθητά και τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς κάθε χρόνο, κατά 40 ημέρες μεταξύ 2071-2100 σε όλη την ανατολική Ελλάδα (από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο), ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη δυτική Ελλάδα.
Από τα 16.000 χλμ. των ακτογραμμών της χώρας, περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, κυρίως λόγω του κινδύνου ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία θα κυμανθεί μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων, αλλά και άλλων παραγόντων. Οι συνέπειες των μακροχρόνιων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης και των παροδικών ακραίων κυματικών καταστάσεων αγγίζουν πολλούς κλάδους της οικονομίας (τουρισμό, χρήσεις γης, μεταφορές κ.λπ.) και το ετήσιο συνολικό κόστος τους ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Επιπτώσεις στις τράπεζες
Η κλιματική αλλαγή μετασχηματίζει και το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες μετασχηματίζουν τις καταθέσεις που δέχονται σε επενδύσεις και δάνεια, τα οποία επιστρέφουν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες, συντελώντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής. Στην περίπτωση όμως φυσικών καταστροφών, οι εγκαταστάσεις και οι παραγωγικές επενδύσεις μπορεί να υποστούν ζημιές, κάτι που θα επιφέρει κόστος στον τραπεζικό τομέα. Έτσι, σημαντική επίδραση θα επιφέρει ο προσανατολισμός του στόχου των επενδύσεων προς βιώσιμες δραστηριότητες.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2020 η ΤτΕ ξεκίνησε χαρτογράφηση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής πρέπει όχι μόνο να εκτιμηθεί και να ενταχθεί στα stress tests των τραπεζών αλλά και εντέλει να ενσωματωθεί στη λειτουργία τους καθώς μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη φερεγγυότητα και τη δυνατότητα παροχής δανείων.