Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

«Ηθικός ρεαλισμός: η απάντηση στον τοξικό ανορθολογισμό»

Δεν είναι ότι δεν το ξέραμε. Τα υπόγεια, και συγκοινωνούντα, ρεύματα του ρατσισμού, της συνωμοσιολογίας και του ανορθολογισμού διέτρεχαν πάντα την ελληνική κοινωνία, όπως άλλωστε και τις περισσότερες ευρωπαϊκές. Πλέον όμως έχουν και πολιτική έκφραση. Οι πρόσφατες εκλογές σηματοδότησαν την επάνοδο της άκρας δεξιάς και την ορατή πλέον εκπροσώπηση ενός τοξικού αντιπολιτικού λόγου που δηλητηριάζει το πολιτικό σύστημα. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε, όσο και αν ισχυρίζεται το αντίθετο, η Νέα Δημοκρατία. Η επιλογή της να σπείρει τον άνεμο του εθνικισμού την περίοδο της συμφωνίας των Πρεσπών και η σταθερή της επένδυση στον ξενοφοβικό λόγο έδωσε χώρο και περιεχόμενο στην αναγέννηση της άκρας δεξιάς, αλλά και ευρύτερα κοινωνικών δυναμικών που βλέπουν σε κάθε εξέλιξη έναν σκοτεινό κίνδυνο για τη χώρα. Τα σημάδια πλέον πυκνώνουν: από την άρνηση της νέας ταυτότητας και τον νόμο του Λιντς στον Έβρο μέχρι την συνωμοσιολογική αντίληψη γύρω από την ελληνο-τουρκική διαφορά και τη δαιμονοποίηση του δικαιώματος στον σεξουαλικό αυτοκαθορισμό, την υπεράσπιση της έμφυλης βίας, την αναζήτηση εκείνου του Μεσσία που θα δώσει την εύκολη λύση στα προβλήματα της εποχής μας.

Η νέα εποχή της προοδευτικής παράταξης, η οποία συνδέεται με τη νέα εποχή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, απαιτεί τη ριζική αντιμετώπιση του φαινομένου και τη σύγκρουση με τον πυρήνα του. Αυτό όμως απαιτεί και την κατανόησή του. Συχνά, ο λόγος των φιλελεύθερων ελίτ διολισθαίνει σε μια απαξιωτική ανάγνωση που ενισχύει τα αντιδραστικά και φοβικά ένστικτα των κοινωνιών. Το έχουμε δει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη σε πολλές εκδοχές. Ο λόγος είναι απλός. Οι φορείς της ταξικής και πολιτισμικής υπεροψίας δεν μπορούν να μιλήσουν για τον πυρήνα που τρέφει τα ρεύματα του ανορθολογισμού και του αντιπολιτικού λόγου. Αυτός αφορά το βαθύ αίσθημα ανασφάλειας που παράγεται από τις κοινωνικές ανισότητες. Εγκλωβισμένες σε ένα ιδιόμορφο There is No Alternative κεντροαριστερές και κεντροδεξιές πολιτικές αφήνουν έξω από την οπτική τους την κοινωνική αδικία, την πολιτισμική περιθωριοποίηση και το διαρκές αίσθημα αποκλεισμού των υπάλληλων τάξεων. Και αυτό ανατροφοδοτεί το πρόβλημα. Η σύγχρονη αριστερά και ο σύγχρονος προοδευτικός λόγος οφείλει να ξεκινήσει από εκεί: να μιλήσει για την ανασφάλεια που νιώθουν οι πολίτες και να πείσει για τη δυνατότητα ενός μέλλοντος στο οποίο οι αλλαγές -από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες- θα είναι στην κατεύθυνση της συλλογικής ασφάλειας και κοινωνικής ευημερίας.

Χρειαζόμαστε μια πολιτική ηθικού ρεαλισμού. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Δεν είναι μυστικό ότι σημαντικό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού ανησυχεί για την παρουσία των νέων μεταναστών και των προσφύγων που φτάνουν στην επικράτειά μας. Ο δικός μας ρόλος δεν μπορεί να εξαντλείται στην αόριστη αλληλεγγύη. Οφείλει να συνδέει τον ανθρωπιστικό λόγο -το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν τέλει- με την ίδια τη σύγχρονη εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας μέσα από θετικά παραδείγματα. Τη δεκαετία του 1990 ο φόβος από την έλευση των πρώτων μεταναστών ήταν διάχυτος και ο ξενοφοβικός λόγος κυρίαρχος. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, η -επώδυνη, αλλά και ουσιαστική- ενσωμάτωση των μεταναστών αναζωογόνησε την ελληνική οικονομία, φρέναρε τη δημογραφική κρίση, διαποτίζει κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής δίχως να γίνεται αντιληπτή ως «πρόβλημα». Αυτή η εμπειρία -η δυνατότητα δηλαδή μιας κοινωνίας να αλλάζει δίχως να καταστρέφεται- μπορεί και πρέπει να σφραγίσει τον λόγο και την πράξη μας το επόμενο διάστημα. Δίχως να κάνουμε βήμα πίσω από τις αρχές μας, να δείξουμε ότι έχουν την υλική δύναμη να μετατρέπονται σε θετικές αλλαγές για τους πολλούς.

Αυτό όμως απαιτεί κάτι απλό και συνάμα δύσκολο. Να προτάξουμε την πολιτική αντιπαράθεση και να τη συνδέσουμε με τη συζήτηση για το στρατηγικό μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Το πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η εκλογή προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις 10 Σεπτεμβρίου. Υποστηρίζω την υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου πιστεύοντας ότι μπορεί, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης αναβάθμισης της συλλογικής μας προσπάθειας, να εγγυηθεί την ενότητα της παράταξης και ταυτόχρονα τη ριζοσπαστική της ανανέωση στην κατεύθυνση που περιέγραψα παραπάνω. Αυτή συνοψίζεται στην εμβάθυνση του προγραμματικού μας περιεχομένου και την νέα εποχή ιδεολογικής, οργανωτικής και πολιτικής αντεπίθεσης που απαιτεί ο χώρος μας και η εποχή μας.

Χρειαζόμαστε έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που θα συζητά για τις μεγάλες αλλαγές και τις προκλήσεις που μας περιβάλλουν, που θα μιλάει μια σύγχρονη και πειστική γλώσσα γύρω από συγκεκριμένες θέσεις και κυρίως δεν θα διστάζει να θέτει, με τον λόγο αλλά κυρίως με την πράξη του, το ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας στην ελληνική κοινωνία. Δεν μπορούν να υπάρξουν θετικές, προοδευτικές και ριζοσπαστικές, μεταρρυθμίσεις σε μια απαθή ή ακόμα χειρότερα φοβισμένη κοινωνία. Και ο δικός μας ρόλος δεν είναι να τρέφουμε τα φοβικά ένστικτα ή να υποτασσόμαστε σε αυτά. Είναι να πείθουμε τους πολλούς και τις πολλές ότι είναι δικαίωμά τους να μην φοβούνται το αύριο μέσα από ένα σύγχρονο και κοινωνικό κράτος δημόσιων πολιτικών που θα εμπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Αυτό απαιτεί συγκρούσεις, αλλά ταυτόχρονα διευρύνει το πεδίο για νέες κοινωνικές συμμαχίες, μετατρέπει τον στόχο των ριζοσπαστικών αλλαγών σε υπόθεση των πολλών και εξοβελίζει τον μεγάλο εχθρό της εποχής μας: την πεποίθηση ότι το μέλλον είναι συνώνυμο του κινδύνου, της ανασφάλειας και της μοιρολατρίας.

* Άρθρο του βουλευτή Μεσσηνίας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Αλέξη Χαρίτση, στην “Εφημερίδα των Συντακτών”