Εάν κάποιος συγκρίνει τα αποτελέσματα των εκλογών του 2019 και του 2023 δεν θα προσέξει μόνο την μεγάλη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ.
Θα διαπιστώσει, επίσης, και μια μεγάλη υποχώρηση, κοντά 700.000 ψήφοι, του αθροίσματος των δύο κομμάτων που διεκδικούν τον χώρο της ευρύτερης αριστεράς και κεντροαριστεράς.
Εάν, μάλιστα, δοκιμάσει να κάνει μια «προβολή» των τελευταίων δημοσκοπικών αποτελεσμάτων του αθροίσματος ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέας Αριστεράς, θα δει ότι το σημερινό άθροισμα είναι ακόμη μικρότερο.
Προφανώς ένα μέρος από αυτές τις εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους πηγαίνει είτε στη ΝΔ, είτε στο ΚΚΕ είτε σε διάφορες παραλλαγές «ψήφου διαμαρτυρίας» κατά βάση δεξιόστροφης.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος απλώς τροφοδοτεί τη μεγάλη δεξαμενή της αποχής και σηματοδοτεί ότι υπάρχει πλέον ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος που παρότι δυσαρεστημένο είναι συνάμα αποκαρδιωμένο και δεν πιστεύει ότι μπορεί πλέον να αλλάξει τη ζωή του με βάση τις επιλογές ψήφου που κάνει.
Ταυτόχρονα, αρχίζει να αναδύεται μια συνθήκη όπου για πρώτη φορά, μετά από πολλές δεκαετίες δεν καταγράφεται μια τόσο έντονη διαιρετική γραμμή ανάμεσα σε δύο πολιτικούς πόλους, που να εκπροσωπούν τη συντηρητική και την προοδευτική οπτική.
Αυτό, ως ένα βαθμό, έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επενδύει πολιτικά στο να μην επικαλείται έννοιες όπως «δεξιά» ή ακόμη και «κεντροδεξιά» σε μια προσπάθεια να ατονεί τυχόν «αντιδεξιά» αντανακλαστικά, αλλά και με το γεγονός ότι η εφαρμογή μνημονίων την περασμένη δεκαετία από όλα τα κόμματα εξουσίας επέτεινε την επιφανειακή, ισοπεδωτική και επικίνδυνη αντίληψη ότι «δεν υπάρχουν πια διαχωριστικές γραμμές».
Έχει, όμως, να κάνει και με τη «δομική κρίση» των κομμάτων που θα προσπαθούσαν να εκπροσωπήσουν το αίτημα των ανθρώπων για μια κοινωνία με περισσότερη δικαιοσύνη και δημοκρατία, δηλαδή με έμφαση στην αναδιανομή, την κοινωνική προστασία, την πλήρη απασχόληση και όχι απλώς και μόνο την «ανάπτυξη» που δεν τους χωράει όμως όλους και την ευημερία των σκληρών οικονομικών δεικτών.
Και πλευρά της «δομικής κρίσης» είναι η προσπάθεια να εκπροσωπηθούν οι άνθρωποι μέσω παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων, είτε αυτή της «Αριστεράς» είτε αυτή του «ΠΑΣΟΚ», σε μια εποχή που αυτές έχουν μικρότερο ειδικό βάρος ενώ με ευθύνη και των ίδιων των κομμάτων έχουν θαμπώσει τα ταυτοτικά στοιχεία που αναγράφονται.
Ούτε βεβαίως αρκεί η προσπάθεια να εμπεδωθεί μια ταυτότητα που θα χώριζε π.χ. τους «έχοντες» από τους «φτωχούς», μια που κανείς δεν συμπαθεί μια ταυτότητα που ισοδυναμεί απλώς με την διεκτραγώδηση της κατάστασης, την ώρα που αυτό που επιζητά είναι να ξεφύγει από αυτήν.
Αυτό που χρειάζεται είναι να αναγεννηθεί η συνείδηση – και η αυτοπεποίθηση – ενός λαού που διεκδικεί αυτά που του αξίζουν, που απαιτεί να μειωθούν οι ανισότητες, που θέλει πραγματική κοινωνική προστασία, που θεωρεί αυτονόητη τη δίκαιη ανταμοιβή της εργασίας, που απαιτεί τη σωστή λειτουργία των θεσμών, που θεωρεί αδιαπραγμάτευτη την εξασφάλιση για όλους των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και να γίνει αυτό με όρους συλλογικούς, δηλαδή να αισθανθεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το πλειοψηφικό ρεύμα που δηλώνει στις δημοσκοπήσεις ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση ή που δεν αισθάνεται αισιοδοξία για την προσωπική του κατάσταση, ότι μπορεί να αποτελέσει συλλογική δύναμη και να δοκιμάσει να επηρεάσει τα πράγματα.
Μόνο μια τέτοια συνθήκη θα διαμόρφωνε ξανά όρους μιας νέας αριστερής και προοδευτικής πλειοψηφίας.
Γιατί θα έπαυε να είναι απλώς η κατοχύρωση μιας «ταυτότητας» με αντίκρισμα που διαρκώς μειώνεται και θα γινόταν η έκφραση μιας βαθύτερης ιστορικής δυναμικής.
Μια δυναμική που χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση και χωρίς τη «μορφωτική» παρέμβαση, τον διαπαιδαγωγικό ρόλο που κάθε αυθεντικό πολιτικό ρεύμα έχει -στην περίπτωση μάλιστα της Αριστεράς οφείλει να έχει και το γεγονός ότι έχει χάσει τον ρόλο αυτό έχει στοιχίσει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο ακριβά- προς το ακροατήριο, κινδυνεύει είτε να μείνει χωρίς σχήμα, είτε να πάει σε αλλότριες κατευθύνσεις (όπως δείχνει η πανευρωπαϊκή καπήλευση της ψήφου διαμαρτυρίας από την ακροδεξιά).
Όσες και όσοι θέλουν να βάλουν πλάτη στο να υπάρξει ξανά ηγεμονικός αριστερός προοδευτικός χώρος στην Ελλάδα, με αυτή την πρόκληση και αυτά τα ερωτήματα πρέπει να αναμετρηθούν και όχι με τη διεκδίκηση της «ταμπέλας» ή της φανέλας.
πηγη in.gr