Στην πολιτική υπάρχουν πάντα σημεία καμπής.
Εκεί, δηλαδή, όπου συμπυκνώνονται ιστορικές δυναμικές και κοινωνικές αντιθέσεις.
Το σημείο στο οποίο στοιχεία που προϋπήρχαν έρχονται και συναντιούνται διαμορφώνοντας μια νέα συνθήκη στο κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό.
Ορίζοντας ένα πριν και ένα μετά.
Ένα τέτοιο σημείο ήταν η τραγωδία στα Τέμπη.
Μπορεί να μην ανέτρεψε τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, κυρίως γιατί δεν υπήρχε κανένας πολιτικός σχηματισμός, ικανός να μετασχηματίσει την βαθιά πεποίθηση ότι το κράτος πια δεν μπορεί να προσφέρει τις ίδιες εγγυήσεις ασφάλειας, όπως στο παρελθόν, σε πεποίθηση ότι υπάρχει κοινωνική διέξοδος και πολιτική εναλλακτική.
Και ένα άλλο τέτοιο σημείο ήταν το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά σούπερ μάρκετ πτυχίων.
Πάνω στο οποίο η κυβέρνηση υπέστη την πρώτη της μεγάλη πολιτική ήττα.
Γνωρίζω τον αντίλογο: η κυβέρνηση τελικά ψήφισε το νομοσχέδιο και μάλιστα επίσημα χείλη ανακοίνωσαν ότι σε 18 μήνες, δηλαδή το φθινόπωρο του 2025, θα ανοίξουν τις πύλες τους τα πρώτα ιδρύματα, με την ακρίβεια πάντως του χρονοδιαγράμματος απλώς να υπογραμμίζει – κυνικά…- ότι αυτό το νομοσχέδιο έγινε καθ’ υπαγόρευση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων.
Δείτε όμως τις άλλες παραμέτρους της συγκυρίας: η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα από τα μεγαλύτερα φοιτητικά κινήματα της μεταπολίτευσης. Μια ολόκληρη γενιά πλέον θα είναι εχθρική απέναντί της σε βάθος χρόνου. Βοήθησε σε αυτό και η επίδειξη βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις την ημέρα της ψήφισης. Το σύνολο της αντιπολίτευσης πλέον κινείται στην κατεύθυνση να μην στηρίξει την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, πράγμα που σημαίνει ότι το κυβερνητικό σχέδιο για «επικύρωση» του νομοσχεδίου αυτού με μια αναθεώρηση του Συντάγματος, κινδυνεύει να ναυαγήσει.
Πάνω από όλα είναι εμφανές ότι πλέον έχει ανοίξει ένα ρήγμα μέσα στην κοινωνία που δεν φαίνεται εύκολο να κλείσει. Απλώς θα βαθαίνει.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι γεγονός πως μέχρι τώρα δεν γνώρισε μεγάλες ήττες. Κυρίως γιατί εξακολουθεί να έχει απέναντί της μια αντιπολίτευση σε κρίση.
Όμως, δεν παύει να στηρίζεται τελικά σε ένα μειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας.
Εάν κανείς κοιτάξει όλες τις δημοσκοπήσεις θα διαπιστώσει ότι σε σειρά από δείκτες, από την πρόθεση ψήφου, έως τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού, τα ποσοστά είναι πάντα αυτά μιας ισχυρής μειοψηφίας, ανάμεσα στο 35% και στο 40%. Πράγμα που σημαίνει πολύ απλά ότι το υπόλοιπο τμήμα της κοινωνίας είναι απέναντι, πιστοποιώντας τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης, ή ακόμα και ανοχής απέναντι στην κυβέρνηση, ελλείψει ισχυρού αντίπαλου πολιτικού πόλου.
Πλέον, και δεδομένων των δρομολογημένων «μεταρρυθμίσεων» σε κρίσιμους τομείς όπως αυτός της υγείας, κάθε μέρα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα βρίσκεται απέναντι στην κυβέρνηση, ακριβώς γιατί το ρήγμα όχι μόνο υπάρχει αλλά και θα βαθαίνει.
Και αυτή η βαθύτερη δυσαρέσκεια μπορεί να μη βρίσκει ακόμη πολιτική «μετάφραση», ακριβώς γιατί χρειάζεται ένα νέο σχήμα που να μπορεί να αρθρώσει μια «πλειοψηφική» διάθεση για προοδευτικές αλλαγές, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο δραστική.
Η κυβέρνηση στην πραγματικότητα για πρώτη φορά αντικρίζει το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποια στιγμή εκτός εξουσίας.
Μπορεί αυτό να μη γίνει για παράδειγμα στις ευρωεκλογές – που ωστόσο αναμένεται να καταγράψουν το αποτύπωμα μιας κατακερματισμένης αλλά αριθμητικά μαζικής αποδοκιμασίας – αλλά θα γίνει μάλλον πιο σύντομα από όσο υπολογίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με υπαρκτή την πιθανότητα οι εκλογές στη διετία, κάτι που έχει ακουστεί ως ενδεχόμενο με επίκληση πιθανώς της ανάγκης καθαρής πλειοψηφίας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, να μην εξελιχτούν ακριβώς «βάσει σχεδίου».
Και τότε η σημερινή φαινομενική εικόνα κοινοβουλευτικής παντοδυναμίας απλώς θα καταρρεύσει.
Είναι πιθανό αυτό να συμβεί απότομα και μέσα από μια συνθήκη βαθιάς κοινωνικής κρίσης.
Μπορεί όμως να ζήσουμε και μια μακρόχρονη περίοδο όπου μια κυβέρνηση μειοψηφίας, χωρίς ουσιαστική νομιμοποίηση, απλώς θα εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι δεν θα υπάρχει κάποιος να «σηκώσει το γάντι» κοινοβουλευτικά.
Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση ελλοχεύει ένας κίνδυνος.
Με μια κυβέρνηση μειοψηφίας που θα κυβερνά απλώς και μόνο στη βάση της κρίσης στην αντιπολίτευση, παρότι η πλειοψηφία της κοινωνίας θα είναι απέναντί της, χωρίς έναν ισχυρό πόλο που να εκπροσωπεί τη διάθεση για αλλαγή, τόσο περισσότερο θα απομακρύνονται τμήματα της κοινωνίας από την πολιτική, θα απεμπολούν το ίδιο το δικαίωμα της πολιτικής συμμετοχής, θα απέχουν και άρα θα οδηγούμαστε σε μια ακόμη πιο ολιγαρχική πολιτική συνθήκη.
Γι’ αυτό τον λόγο και με μια κυβέρνηση που έχει υποστεί την πρώτη – αλλά όχι και την τελευταία… – πολιτική της ήττα και ένα ρήγμα να βαθαίνει στην κοινωνία, αυτοί που θα μπορούσαν να αναλάβουν την πρωτοβουλία να απευθυνθούν σε όλο αυτόν τον κόσμο και να του δώσουν προοπτική, θα πρέπει να το κάνουν έγκαιρα.
Πριν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι πιστέψουν ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να ασχολούνται με την πολιτική και άρα, εκ του αποτελέσματος, παρατείνουν τη σημερινή κατάσταση.