
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η αντιμετώπιση της κυβέρνησης Τραμπ προς την Τουρκία, σε συνδυασμό με τη στρατηγική κατευνασμού της Ελληνικής κυβέρνησης, παρουσιάζει σημαντικούς κινδύνους για την περιφερειακή σταθερότητα και τα εθνικά συμφέροντα Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδας. Οι ολοένα και πιο επιθετικές και αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας – υποστήριξη του Ιράν, της Κίνας, της Ρωσίας και τρομοκρατικών – τζιχαντιστικών οργανώσεων στη Συρία και όχι μόνο (Χαμάς – Χεζμπολάχ), εχθρική στάση προς το Ισραήλ και υπονόμευση του ΝΑΤΟ -απαιτούν επανεκτίμηση των πολιτικών των ΗΠΑ και της Ελλάδας.
Η Αμερικανική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ, αντιμετωπίζουν την Τουρκία, ως σημαντικό αλλά περίπλοκο παίκτη στη στρατηγική για τη Μέση Ανατολή. Βλέπουν την Τουρκία ως πιθανό μεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αξιοποιώντας τη σχέση του Ερντογάν με τον Πρόεδρο Τραμπ για να περιορίσουν την επιρροή του Ιράν, αν και οι εντάσεις παραμένουν λόγω της υποτιθέμενης υποστήριξης της Τουρκίας σε ιρανικούς πληρεξούσιους όπως η Χεζμπολάχ. Στη Συρία, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την επιρροή της Τουρκίας στη μελλοντική κυβέρνηση μετά τον Άσαντ, ευθυγραμμίζοντάς τη με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αποτρέποντας συγκρούσεις με το Ισραήλ και περιορίζοντας την περιφερειακή εμβέλεια του Ιράν, παρά τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Σχετικά με την Κίνα, η κυβέρνηση Τραμπ, πιθανότατα βλέπει με σκεπτικισμό τις αυξανόμενες σχέσεις της Τουρκίας με το Πεκίνο, προτιμώντας να στρέψει την Άγκυρα προς τη δυτική συμμαχία. Με το Ισραήλ, ο Τραμπ στοχεύει να μεσολαβήσει στις εντάσεις Τουρκίας-Ισραήλ, ιδιαίτερα για τη Γάζα, όπου η φιλο-παλαιστινιακή στάση της Τουρκίας περιπλέκει τις προσπάθειες των ΗΠΑ για ομαλοποίηση με τη Σαουδική Αραβία. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα, η κυβέρνηση Τραμπ, ενθαρρύνει τις δυνατότητες της Τουρκίας που είναι συμβατές με το ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ιδιαίτερα στην Ουκρανία, αλλά αναμένει σαφέστερη ευθυγράμμιση με τους δυτικούς στόχους.
Όλα τα παραπάνω, καταδεικνύουν μια αδυναμία της κυβέρνησης Τραμπ να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει την πραγματική συμπεριφορά της Τουρκίας. Αυτό σε συνδυασμό με την προσέγγιση υποτέλειας από την Ελληνική κυβέρνηση είναι εσφαλμένες και επικίνδυνες, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των ευρύτερων γεωπολιτικών κινήσεων της Τουρκίας και της εσφαλμένης εμπλοκής της Ε.Ε. με την Άγκυρα.
Ο Αποσταθεροποιητικός Ρόλος της Τουρκίας στις Παγκόσμιες Υποθέσεις
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας υπό τον Ταγίπ Ερντογάν, έχει γίνει ολοένα και πιο ανταγωνιστική προς τα δυτικά συμφέροντα. Η υποστήριξη της Άγκυρας προς το Ιράν, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της στη διευκόλυνση εξαγωγών πετρελαίου για την αποφυγή αμερικανικών κυρώσεων, ενισχύει ένα καθεστώς που απειλεί την περιφερειακή σταθερότητα. Η ευθυγράμμιση της Τουρκίας με την Κίνα μέσω εμπορικών έργων και έργων υποδομών, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας, «Μία Ζώνη – Ένας Δρόμος» την εντάσσει περαιτέρω σε έναν αντιδυτικό άξονα. Στη Συρία, η υποστήριξη της Τουρκίας σε τζιχαντιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων που συνδέονται με την Αλ Κάϊντα, έχει παρατείνει τη σύγκρουση και υπονομεύσει τις προσπάθειες για σταθεροποίηση της περιοχής. Αυτές οι ενέργειες έρχονται σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, του οποίου η Τουρκία είναι μέλος, και εκθέτουν τις ευπάθειες της συμμαχίας.
Η υποστήριξη της Τουρκίας προς τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι εξίσου ανησυχητική. Διατηρώντας στενές οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις με τη Μόσχα, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, η Τουρκία υπονομεύει την ενιαία στάση του ΝΑΤΟ κατά της ρωσικής επιθετικότητας. Αυτή η διπλοπροσωπία αποδυναμώνει την αξιοπιστία της συμμαχίας και ενθαρρύνει τα αυταρχικά καθεστώτα. Εντός του ΝΑΤΟ, η παρεμποδιστική στάση της Τουρκίας, σε κρίσιμα για τη συμμαχία θέματα, υποσκάπτει περαιτέρω τη συνοχή, καθιστώντας την περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα.
Η εχθρική πολιτική της Τουρκίας προς το Ισραήλ, που χαρακτηρίζεται από προκλητική ρητορική και υποστήριξη σε τρομοκρατικές ομάδες δολοφόνων όπως η Χαμάς, επιδεινώνει τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Αυτή η στάση συνάδει με τη φιλοδοξία της Τουρκίας να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου, συχνά εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Η διαφαινόμενη άρνηση της κυβέρνησης Τραμπ να αντιμετωπίσει αυτές τις ενέργειες κινδυνεύει να αποξενώσει βασικούς συμμάχους όπως το Ισραήλ, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες εντάσεις μεταξύ του Προέδρου Τραμπ και του Πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Η εσφαλμένη πολιτική Τραμπ προς την Τουρκία
Η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ προς την Τουρκία χαρακτηρίζεται από επιείκεια και απροθυμία να επιβάλει ουσιαστικές συνέπειες. Παρά τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς των S-400 και των παραβιάσεων της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο, οι ΗΠΑ έχουν διστάσει να επιβάλουν κυρώσεις ή να αξιοποιήσουν την επιρροή τους εντός του ΝΑΤΟ για να πειθαρχήσουν την Άγκυρα. Αυτή η ήπια στάση πηγάζει εν μέρει από τη “στρατηγική” σημασία της Τουρκίας—τον έλεγχο του Βοσπόρου, τον ρόλο της στη φιλοξενία αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων όπως το Ιντσιρλίκ και την επιρροή της στην αντιμετώπιση του Ιράν και της Ρωσίας, αλλά και λόγω των εξελίξεων στη Συρία. Ωστόσο, αυτός ο υπολογισμός υπερεκτιμά την αξιοπιστία της Τουρκίας ως εταίρου και υποτιμά το μακροπρόθεσμο κόστος του κατευνασμού.
Η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα ο χειρισμός του Ισραήλ και του Ιράν, περιπλέκει περαιτέρω τη στρατηγική της για την Τουρκία. Η ιδιωτική συνάντηση μεταξύ του Τραμπ και του Ισραηλινού Υπουργού Στρατηγικών Υποθέσεων, Ρον Ντέρμερ, την Πέμπτη στο Λευκό Οίκο, υπογραμμίζει την αυξανόμενη τριβή μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Ο συναγερμός του Ισραήλ για την αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Τραμπ για εκεχειρία με τους Χούθι, που δεν κάλυπτε επιθέσεις σε ισραηλινούς στόχους, υπογραμμίζει την έλλειψη συντονισμού και εμπιστοσύνης. Η σιωπηρή υποστήριξη της Τουρκίας στο Ιράν και τους συμμάχους του, συμπεριλαμβανομένων των Χούθι, επιδεινώνει αυτές τις εντάσεις, ωστόσο η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει συνδέσει δημοσίως τις ενέργειες της Τουρκίας με τις ευρύτερες προκλήσεις στη Μέση Ανατολή.
Το επερχόμενο ταξίδι του Αμερικανού Προέδρου στη Μέση Ανατολή, που παραλείπει το Ισραήλ ενώ περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα ΗΑΕ, υποδηλώνει προτεραιότητα στις χώρες του Κόλπου έναντι παραδοσιακών συμμάχων. Αυτή η προσέγγιση κινδυνεύει να αποξενώσει το Ισραήλ, το οποίο είναι ήδη επιφυλακτικό για τις πυρηνικές συνομιλίες των ΗΠΑ με το Ιράν.
Η ευθυγράμμιση της Τουρκίας με το Ιράν και η επιρροή της στο Κατάρ, βασικό μεσολαβητή στις συνομιλίες για εκεχειρία στη Γάζα, περιπλέκει περαιτέρω τη δυναμική της περιοχής. Με το να μην αντιμετωπίζει τον ρόλο της Τουρκίας στην ενίσχυση του Ιράν και των συμμάχων του, η κυβέρνηση Τράμπ υπονομεύει τους δικούς της στόχους για περιορισμό της Τεχεράνης και σταθεροποίηση της περιοχής.
Η εσφαλμένη εμπλοκή της Ε.Ε. με την Τουρκία
Το φλερτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία, ιδιαίτερα η συμπερίληψή της σε συζητήσεις για μελλοντικά ευρωπαϊκά αμυντικά πλαίσια, αποτελεί στρατηγικό σφάλμα. Η αυταρχική ολίσθηση της Τουρκίας, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η επιθετική στάση της προς κράτη-μέλη της Ε.Ε. όπως η Ελλάδα και η Κύπρος την καθιστούν αναξιόπιστο εταίρο. Η απροθυμία της Ε.Ε. να επιβάλει κυρώσεις ή να αποκλείσει την Τουρκία από αμυντικές πρωτοβουλίες αντικατοπτρίζει μια εσφαλμένη πεποίθηση ότι η Άγκυρα μπορεί να ενσωματωθεί στα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Αυτή η προσέγγιση αγνοεί τη συνεχή προτεραιότητα της Τουρκίας στα δικά της γεωπολιτικά φιλόδοξα σχέδια έναντι της συλλογικής ασφάλειας.
Για την Ελλάδα, η επιείκεια της Ε.Ε. προς την Τουρκία είναι ιδιαίτερα προβληματική. Οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από την Τουρκία, οι εδαφικές διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και η υποστήριξή της σε παράνομες μεταναστευτικές ροές στα ελληνοτουρκικά σύνορα απειλούν την ελληνική κυριαρχία. Η αποτυχία της Ε.Ε. να υποστηρίξει αδιαμφισβήτητα την Ελλάδα σε αυτές τις διαφορές ενθαρρύνει την Τουρκία και υπονομεύει την αξιοπιστία της Ένωσης ως υπερασπιστή των συμφερόντων των μελών της.
Ο επικίνδυνος κατευνασμός από την Ελλάδα
Η πολιτική κατευνασμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την Τουρκία, που χαρακτηρίζεται από διπλωματικές προσεγγίσεις και απροθυμία να κλιμακώσει τις εντάσεις, αποτελεί σοβαρό λάθος. Ενώ η αποκλιμάκωση είναι ένα έγκυρο διπλωματικό εργαλείο, η υπερβολικά συμβιβαστική στάση της Ελλάδας κινδυνεύει να σηματοδοτήσει αδυναμία σε μια ενθαρρυμένη Τουρκία. Το καθεστώς του Ερντογάν ευδοκιμεί εκμεταλλευόμενο αντιληπτές ευπάθειες, όπως φαίνεται από την επιθετική του στάση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δίνοντας προτεραιότητα στον διάλογο έναντι της ισχυρής αποτροπής, η Ελλάδα υπονομεύει την εθνική της ασφάλεια και ενθαρρύνει την Τουρκία να πιέσει περαιτέρω.
Τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας – η διαφύλαξη της εδαφικής της ακεραιότητας, η αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας και η διατήρηση ισχυρών συμμαχιών με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ – κινδυνεύουν από αυτή την προσέγγιση. Η ευθυγράμμιση της Τουρκίας με αντίπαλες δυνάμεις όπως το Ιράν, η Κίνα και η Ρωσία απειλεί το ευρύτερο δυτικό πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η Ελλάδα για την ασφάλειά της. Επιπλέον, οι αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας στη Συρία και η εχθρότητά της προς το Ισραήλ δημιουργούν επιπτώσεις που θα μπορούσαν να εμπλέξουν την Ελλάδα σε περιφερειακές συγκρούσεις, ιδιαίτερα λόγω της εγγύτητάς της στη Μέση Ανατολή.
Η αποτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να αξιοποιήσει τη στρατηγική θέση της Ελλάδας εντός του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. για να αντιμετωπίσει την Τουρκία αποτελεί χαμένη ευκαιρία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να υποστηρίξει ισχυρότερες κυρώσεις της Ε.Ε., να πιέσει για τον αποκλεισμό της Τουρκίας από ασκήσεις του ΝΑΤΟ ή να εμβαθύνει πραγματικά τη συνεργασία στον τομέα της άμυνας με το Ισραήλ και την Κύπρο για να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα. Αντ’ αυτού, η φοβική προσέγγιση της κυβέρνησης κινδυνεύει να παραχωρήσει έδαφος στην Τουρκία, ιδιαίτερα σε διαφορές για τα θαλάσσια σύνορα και τα δικαιώματα εξερεύνησης ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Προτάσεις για Ισχυρότερη Πολιτική των ΗΠΑ και της Ελλάδας
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η κυβέρνηση Τραμπ πρέπει να υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση προς την Τουρκία. Αποτελεί στρατηγικό λάθος της Αμερικανικής κυβέρνησης και του ίδιου του Προέδρου Τραμπ, υπό το πρίσμα μιας πιθανής χρησιμότητας της Τουρκίας, στην Ουκρανία, στις εξελίξεις στη Συρία, στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν, αλλά και στο θέμα της Γάζας, να αγνοηθεί ο ουσιαστικά αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Τραμπ, θα πρέπει να πιέσει ουσιαστικά την Τουρκία του Ερντογάν, να αλλάξει ριζικά στάση και να αποδείξει έμπρακτα ότι επανακάμπτει στη Δύση. Ο Πρόεδρος Τραμπ, αρέσκεται να αναφέρει την υπόθεση της απελευθέρωσης του Πάστορα Μπράνσον, από τον Ερντογάν στη διάρκεια της πρώτης θητείας του στο Λευκό Οίκο. Τότε είχε απειλήσει άμεσα τον Ερντογάν με διάλυση της τουρκικής οικονομίας. Μόνο αυτή τη γλώσσα καταλαβαίνει ο Ερντογάν και το καθεστώς του και αυτές τις κρίσιμες στιγμές, αυτή η αντιμετώπιση πρέπει να επανέλθει άμεσα από το Λευκό Οίκο.
Για την Ελλάδα, μια στροφή προς μια πιο διεκδικητική πολιτική είναι απαραίτητη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, ιδιαίτερα στο Αιγαίο, και να επιδιώξει βαθύτερους αμυντικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Γαλλία, αλλά αυτό μπορεί να γίνει όταν αποχωρήσει ο πραγματικά τραγικός Μακρόν. Η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσει τη θέση της στην Ε.Ε. για να πιέσει για επανεκτίμηση του ρόλου της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά αμυντικά πλαίσια και να υποστηρίξει κυρώσεις ως απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις. Οι προσπάθειες δημόσιας διπλωματίας που αναδεικνύουν τις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τη διεθνή υποστήριξη και να πιέσουν την Άγκυρα να μετριάσει τη συμπεριφορά της.
Συμπέρασμα
Η επιεικής προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ προς την Τουρκία και η πολιτική κατευνασμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι εσφαλμένες και επικίνδυνες. Η υποστήριξη της Τουρκίας στο Ιράν, την Κίνα, τη Ρωσία και τους τρομοκράτες – τζιχαντιστές στη Συρία και όχι μόνο, σε συνδυασμό με την εχθρότητά της προς το Ισραήλ και την παρεμποδιστική της στάση εντός του ΝΑΤΟ, απαιτούν μια ισχυρή απάντηση. Το επικίνδυνα ανόητο αν όχι ηθελημένο φλερτ, της Ε.Ε. με την Τουρκία επιδεινώνει περαιτέρω αυτές τις προκλήσεις, υπονομεύοντας την ασφάλεια της Ελλάδας και τη σταθερότητα της περιοχής. Με το να μην αντιμετωπίζουν τις ενέργειες της Τουρκίας κατευναστικά, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ελλάδα κινδυνεύουν να ενθαρρύνουν έναν ολοένα και πιο διεκδικητικό και αποσταθεροποιητικό παράγοντα. Μια επαναρρύθμιση της πολιτικής—προς την αποτροπή, τις κυρώσεις και τις ισχυρότερες συμμαχίες—είναι απαραίτητη για την προστασία των εθνικών συμφερόντων της Αμερικής, της Ελλάδας και τη διασφάλιση μιας σταθερής Ανατολικής Μεσογείου.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.