
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Σε ιστορικές στιγμές κρίσης, οι ηγέτες κρίνονται όχι μόνο από τις αποφάσεις που λαμβάνουν αλλά και από τον ρόλο που παίζουν στον κοινωνικό και πολιτικό ιστό της χώρας. Αν λειτουργούν ως παράγοντες σύνθεσης που ενώνουν ή ως φορείς διάσπασης και διχασμού. Τελευταία, παρατηρούμε μια σκόπιμη προσπάθεια να αναστραφεί η πραγματικότητα, να παρουσιαστεί δηλαδή ο Αντώνης Σαμαράς ως παράγοντας αποσταθεροποίησης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως εγγυητής της σταθερότητας. Αξίζει να αναρωτηθούμε κατά πόσο ισχύει αυτό.
Ο Αντώνης Σαμαράς, με πράξεις και όχι με επικοινωνιακές ρητορείες, κράτησε όρθια την Ελλάδα στα πιο σκοτεινά της χρόνια. Όταν η χώρα βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και με τους «αγανακτισμένους» να πολιορκούν τη Δημοκρατία, ο Σαμαράς ήταν εκείνος που την προστάτευσε, επιμένοντας στην ευρωπαϊκή της πορεία. Σε μια εποχή που πολλοί υποσχόταν εύκολες λύσεις και λαϊκίστικα παραμύθια, εκείνος αντιστάθηκε στον λαϊκισμό και επέλεξε το δύσκολο δρόμο της υπευθυνότητας.
Ήταν ο Σαμαράς που συγκρούστηκε με την τρόικα όταν όλοι έσκυβαν το κεφάλι. Που βγήκε στις αγορές νωρίτερα απ’ όσο προέβλεπαν οι δανειστές, γιατί από τα Ζάππεια είχε ήδη αποδομήσει τους λανθασμένους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές – εκείνους που το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχθηκε εκ των υστέρων. Ήταν αυτός που ψήφισε την περίφημη «717» και ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η μετέπειτα ΝΔ κατάφεραν να την εφαρμόσουν. Γιατί; Γιατί ήθελε σχέδιο, κότσια και πίστη στην παραγωγική Ελλάδα. Και αυτά δεν τα βρίσκεις εύκολα.
Υπέταξε το κομματικό συμφέρον στην εθνική αξιοπρέπεια και την ενότητα του έθνους. Για τον Σαμαρά, η πατρίδα και τα εθνικά συμφέροντα δεν ήταν απλά λόγια, ήταν πυξίδα που καθόρισε τις επιλογές του. Ο Σαμαράς δεν φόρεσε προσωπείο ενότητας, υπήρξε πράγματι ενωτικός, χωρίς να κάνει εκπτώσεις σε αξίες και αρχές.
Αντίθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς μνημόνια και χωρίς κοινωνική έκρηξη, αλλά με την ισχυρότερη πολιτική κυριαρχία από τη μεταπολίτευση και μετά, παρήγαγε περισσότερο διχασμό, μεγαλύτερη θεσμική φθορά και μικρότερη εμπιστοσύνη στην πολιτική. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα που κατηγοριοποιεί και περιθωριοποιεί, χωρίζοντας τους πολίτες σε «προοδευτικούς» και «ψεκασμένους», «υπεύθυνους» και «ακραίους».
O Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εξελιχθεί σε παράγοντα διάσπασης – και της παράταξης, και της κοινωνίας. Δεν ενώνει, κατηγοριοποιεί. Η πολιτική του δεν στοχεύει στην ενότητα, αλλά στην εδραίωση πλήρους ελέγχου κόμματος, κράτους και μέσων ενημέρωσης. Στην πράξη, η ψευδοκεντρώα ρητορική που προβάλλει, εκμηδενίζει την πολιτική πολυφωνία και οδηγεί τη δημοκρατία σε μια κατάσταση σιωπής και φόβου διαφορετικής άποψης. Παράγει διαρκώς αστάθεια: διαρροές στελεχών, θεσμικές εκτροπές, διάρρηξη κοινωνικής συνοχής, απουσία εθνικής στρατηγικής. Αντί να ενοποιεί, πολώνει. Αντί να εμπνέει εμπιστοσύνη, προκαλεί καχυποψία.
Αναμφίβολα, ο Αντώνης Σαμαράς δεν είναι πολιτικά άμοιρος ευθυνών: η ρήξη του 1993, η ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης και ο ΕΝΦΙΑ είναι κεφάλαια που του καταλογίζονται. Όμως, εξίσου ιστορικό δεδομένο είναι ότι ο Σαμαράς επέστρεψε με εκλογή από τη βάση, δικαιώθηκε για την πατριωτική του στάση στο Σκοπιανό, και ως πρωθυπουργός έβγαλε τη χώρα από την ύφεση, επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα το 2013-2014 χωρίς να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό.
Ο Αντώνης Σαμαράς ουδέποτε υπήρξε υποτακτικός. Δεν υπήρξε αυλικός κανενός, δεν υπέκυψε στις επιταγές του πολιτικού συστήματος, ούτε ακολούθησε το ρεύμα για να γίνει αρεστός. Δεν υπήρξε προϊόν του πολιτικού συστήματος. Το αμφισβήτησε και πλήρωσε βαρύ τίμημα γι’ αυτό. Πλήρωσε πολιτικά το τίμημα της συνέπειας, τόσο το 1993, όσο και το 2015. Ναι, μίλησε δημόσια και ξεκάθαρα. Αυτό όμως λέγεται πολιτική πράξη, όχι αποστασία. Γιατί ο αποστάτης είναι εκείνος που εγκαταλείπει τις αρχές του για λίγη εξουσία, όχι εκείνος που υπερασπίζεται τις αρχές του, ακόμα και όταν το τίμημα είναι βαρύ.
Στον αντίποδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χωρίς αντίστοιχες εξωτερικές πιέσεις, κυβερνά με πόλωση, συγκεντρωτισμό και διάλυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Στήριξε και στηρίζει κάθε είδους συμβιβασμό, κάθε είδους ιδεολογική μετάλλαξη, κάθε «κωλοτούμπα» ως προσαρμοστικότητα.
Το ότι η πολιτική γραμμή του Αντώνη Σαμαρά δεν συνεχίστηκε μετά το 2015 δεν είναι δική του αποτυχία, αλλά συνέπεια της συστηματικής παραχάραξης του πολιτικού του έργου από τους επιγόνους και της επικράτησης ενός νέου ρεύματος εντός της κεντροδεξιάς που επένδυσε στον τεχνοκρατικό αποϊδεολογισμό και την ακραία πόλωση.
Την ώρα που η χώρα μοιάζει να χάνει το βηματισμό της και να βυθίζεται σε κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους πολιτικούς της, η ανάγκη για μια ηγεσία που συνθέτει, ενώνει και εμπνέει είναι επιτακτική.
Η χώρα, λοιπόν, έχει ανάγκη από σταθερότητα, Όχι από επικοινωνιακά τεχνάσματα ή από σταθερότητα επί ψευδών βάσεων. Η διαφορά ανάμεσα στον Σαμαρά και τον Μητσοτάκη είναι βαθιά και καθοριστική: ενώ ο πρώτος υπήρξε παράγοντας σταθερότητας, που επένδυσε στην εθνική ενότητα και τη θεσμική υπευθυνότητα, ο δεύτερος παράγει αστάθεια, διχασμό και πολιτική αποσταθεροποίηση.
Η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ μια πολιτική δύναμη που θα βάλει πάνω απ’ όλα το εθνικό συμφέρον, που θα σέβεται τις αξίες και τις αρχές, και που δεν θα επιδιώκει να κερδίσει μέσα από τον διχασμό. Η σταθερότητα δεν είναι πολυτέλεια, είναι προϋπόθεση για κάθε πρόοδο.
Το αν ο Αντώνης Σαμαράς μπορεί να ηγηθεί μιας νέας πολιτικής κίνησης και ευρύτερης εθνικής ανασυγκρότησης εξαρτάται από έξι κρίσιμους παράγοντες: το κύρος και την απήχησή του στον ευρύτερο κεντροδεξιό και πατριωτικό χώρο, την ικανότητά του να αρθρώσει μια σύγχρονη, θεσμικά υπεύθυνη και υπερκομματική πρόταση, τη διαχείριση των εσωτερικών αντιθέσεων και προσωπικών φιλοδοξιών, την αναμενόμενη επιθετική στάση της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ απέναντι σε κάθε κίνηση αυτονόμησης, τη γενικότερη κρίση εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς που δυσχεραίνει την ανάδειξη νέων ηγετικών μορφών, και τέλος, τον ανταγωνισμό από άλλες πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν τον ίδιο χώρο. Ωστόσο, όσο η κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος βαθαίνει, ένα τέτοιο ενδεχόμενο παύει να είναι υποθετικό και μετατρέπεται σε πιεστικό πολιτικό αίτημα της εποχής.
Παρά τις δυσκολίες, το ιστορικό του βάρος και η εμπειρία του τον καθιστούν έναν από τους ελάχιστους πολιτικούς με ικανότητα να κινητοποιήσει και να ενώσει. Η χώρα χρειάζεται ηγεσία που θα βάλει πάνω απ’ όλα το εθνικό συμφέρον και θα υπερασπιστεί τις αξίες και τις αρχές της δημοκρατίας.
Ο Σαμαράς μπορεί να σταθεί ως αυτή η ηγεσία. Όχι ως ρεβανσιστής ή απομεινάρι παλαιών πολιτικών, αλλά ως εγγυητής μιας νέας, πατριωτικής σύνθεσης, ικανής να ανασυγκροτήσει την παράταξη και την ίδια τη χώρα. Συνεπώς, ο Σαμαράς έχει τη δυνατότητα να σταθεί σήμερα ως υπεύθυνος και ενωτικός ηγέτης σε μια Ελλάδα που αναζητά σταθερότητα και πολιτική σοβαρότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Αντώνης Σαμαράς έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή μιας πατριωτικής σύνθεσης, που θα ξεπεράσει τις παθογένειες της πόλωσης και θα επαναφέρει την Ελλάδα σε σταθερή και δημιουργική πορεία. Μια δεξιάς που θα ενώνει αντί να απομονώνει.
πηγή: www.lastpoint.gr