Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επέλεξε εδώ και μήνες να αντιμετωπίσει μία ιστορική -όπως αποδεικνύεται- δοκιμασία, αυτή της ακρίβειας, αρχικά με αδιαφορία και απαξίωση, στη συνέχεια με ευχολόγια και πλέον με κάποια αποσπασματικά και αναποτελεσματικά μέτρα.
Οι πρόδρομοι δείκτες, τα επίσημα στοιχεία, αλλά και οι εμπειρικές διαπιστώσεις συντείνουν στο ότι είμαστε ακόμα στα πρώτα στάδια μίας μακράς και σύνθετης κρίσης που έρχεται να προστεθεί στην ήδη επιβαρυμένη πραγματικότητα της πανδημίας και των δομικών ανεπαρκειών της ελληνικής οικονομίας. Αν συμφωνούμε σε αυτή́ τη διαπίστωση, το ερώτημα που αναδύεται είναι το προφανές: τι μπορούμε να κάνουμε;
Η απάντηση βρίσκεται στην πολιτική́. Οι έκτακτες περιστάσεις απαιτούν έκτακτα μέτρα. Και εκεί́ εντοπίζεται το στρατηγικό σφάλμα, ή ίσως η στρατηγική επιλογή, της κυβέρνησης. Υποτιμώντας και υποβαθμίζοντας -όπως έκανε για μήνες- τις διαστάσεις της κρίσης μετέθετε για υστερότερο χρόνο την υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων. Ο χρόνος όμως δεν είναι υπέρ μας. Κάθε καθυστέρηση έχει ως συνέπεια τη γιγάντωση του προβλήματος και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις από́ την παραγωγή́ σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα και τελικά στην κατανάλωση.
Για να σταματήσει αυτή́ η ανεξέλεγκτη πορεία προς το άγνωστο, χρειάζεται να τραβήξουμε χειρόφρενο. Και αυτό́ δεν γίνεται με αποσπασματικά́ μέτρα και επιφανειακές παρεμβάσεις. Γίνεται με πολιτικό́ σχέδιο και στόχευση στον πυρήνα του προβλήματος. Εδώ́ και μήνες -πολύ́ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία- είναι φανερό́ ότι η ενέργεια και τα καύσιμα αποτελούν τους δύο κρίσιμους κρίκους τόσο στην αλυσίδα των ανατιμήσεων όσο και στη διάχυση της ακρίβειας στο σύνολο της οικονομίας. Σε αυτά τα κρίσιμα μέτωπα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επέλεξε μια πολιτική ισχνών επιδοτήσεων που είναι και κοινωνικά αναποτελεσματική (εκτός αν θεωρεί κανείς τα 13 ευρώ/μήνα για βενζίνη πραγματική ενίσχυση) και συντηρεί -επί της ουσίας με κρατικό χρήμα – τον παραλογισμό των πρωτοφανών ανατιμήσεων και της ακραίας κερδοσκοπίας.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μια πρόταση που καταθέσαμε σε πρώτη μορφή ήδη από το καλοκαίρι του 2021, έχει ως αφετηρία την αίσθηση του κατεπείγοντος. Χρειάζονται άμεσα, αποφασιστικά μέτρα για να ανακόψουμε το φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Είναι ήδη αργά, αλλά κάθε μέρα που περνάει τα πράγματα θα γίνονται ακόμα χειρότερα και θα απαιτούν ακόμα πιο δαπανηρές παρεμβάσεις. Τα μέτρα αυτά λοιπόν θα πρέπει να βρίσκονται σε συγχρονισμό με τις νέες δυνατότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής: μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, αύξηση του κατώτατου μισθού, πλαφόν στα τιμολόγια της ενέργειας. Πρόκειται για τρεις κινήσεις αναγκαίες που θα έχουν πολλαπλασιαστική και άμεση ευεργετική επίδραση στην ελληνική οικονομία. Κυρίως, θα δείχνουν ότι είναι εφικτή η αναστροφή της πορείας προς τον γκρεμό. Διότι έχουν στο επίκεντρό τους όχι την επιδότηση και άρα την διαιώνιση του παραλογισμού, αλλά την καταπολέμησή του.
Προφανώς μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Αυτή η παραδοχή όμως δεν συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες αντιμετώπισης της κρίσης. Η ακρίβεια, ειδικά σε αυτή την ακραία της εκδοχή που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία, είναι επιλογή της κυβέρνησης. Είναι το αποτέλεσμα της αδράνειάς της και της ιδεολογικής αδυναμίας της να δει τα πράγματα ξεκάθαρα και πέρα από τα όρια των νεοφιλελεύθερων εμμονών της. Ο κ. Μητσοτάκης πολύ συχνά μιμείται και ακολουθεί επικοινωνιακά τον Γάλλο πρόεδρο. Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται να μην τον ακούει πολιτικά. Μόλις την περασμένη βδομάδα ο Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι είναι η ώρα της δυναμικής επιστροφής του Κράτους στο κρίσιμο πεδίο της ενέργειας με την ανάκτηση βασικών ενεργειακών επιχειρήσεων. Είναι μια δήλωση που έρχεται να προστεθεί στο κεντρικό μάθημα της πανδημίας για τη σημασία των εθνικών συστημάτων υγείας, την αξία των δημόσιων πολιτικών και την ήττα των πολιτικών αυτορρύθμισης των αγορών. Είναι προφανές ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει και δεν μπορεί να μιλήσει αυτή τη γλώσσα. Αυτό όμως καταδικάζει τη χώρα σε απόκλιση από τη σύγχρονη συζήτηση για τη θωράκιση της κοινωνίας και την ανασύνταξη της οικονομίας.
Η χώρα μας δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει έτσι. Οι οικονομικές και συνεπακόλουθα οι κοινωνικές συνέπειες θα είναι καταστροφικές – και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Χρειαζόμαστε μια νέα αρχή. Μια προοδευτική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει μια ριζικά διαφορετική πολιτική πριν να είναι αργά. Με ολοκληρωμένο σχέδιο για την καταπολέμηση της ακρίβειας, με ριζοσπαστικά μέτρα που θα αντιστοιχούν στην κρισιμότητα της κατάστασης, με σύγκρουση με τις πρακτικές της κερδοσκοπίας και τω καρτέλ. Η ασφάλεια και η ευημερία της χώρας και των πολιτών απαιτεί δημιουργικές ρήξεις: άμεσα μέτρα για την ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και στρατηγικό σχέδιο για την ανάταξη και ανάπτυξη του παραγωγικού ιστού με τολμηρές παρεμβάσεις στα κρίσιμα πεδία: διεύρυνση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης, ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, μείωση του ενεργειακού κόστους. Η ώρα της δράσης για τις προοδευτικές δυνάμεις έχει έρθει.
*Άρθρο του τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και βουλευτή Μεσσηνίας, Αλέξη Χαρίτση, στην ιστοσελίδα powergame.gr