Ανησυχία προκαλεί η αποχώρηση της Ρωσίας από τη συμφωνία για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Στάση αναμονής τηρούν προς το παρόν οι αρτοποιοί σχετικά με την πορεία των τιμών των αρτοπαρασκευασμάτων, σημειώνοντας στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ότι ούτε οι καταναλωτές ούτε οι καταστηματάρχες αντέχουν άλλες ανατιμήσεις.
Σημειώνεται ότι η τιμή του μαλακού σιταριού, από το οποίο παράγεται το ψωμί, αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται για τους παραγωγούς στα 19,5-20 λεπτά το κιλό επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2022, από 0,33-0,35 ευρώ το κιλό που ήταν πριν από πέντε μήνες. Πάντως, το μαλακό σιτάρι παράγεται σε μικρές ποσότητες στην Ελλάδα και σε ποσοστό 70%-75% εισάγεται από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία κ.λπ.
Σε ό,τι αφορά το σκληρό σιτάρι, από το οποίο παράγονται τα ζυμαρικά, η μεγαλύτερη τιμή που έχει καταγραφεί αυτό το διάστημα στις δημοπρασίες είναι τα 34,5 λεπτά το κιλό. «Αν και οι προβλέψεις δεν ήταν τόσο αισιόδοξες, με τις προτεινόμενες τιμές να ανέρχονται αρχικά σε 0,23-0,25 λεπτά/κιλό, τελικά προχωρήσαμε σε συμφωνία για πώληση 25.000 τόνων στην τιμή των 367 ευρώ ανά τόνο. Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός θα πάρει τιμή στα 345 ευρώ ο τόνος, δηλαδή 34,5 λεπτά το κιλό, που είναι και η υψηλότερη τιμή μέχρι τώρα», αναφέρει στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Δημητριακών Ορεστιάδας «Η Ενωση», Λάμπρος Κουμπρίδης.
Σχετικά με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις σιτηρών, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου παράγοντας 2.274.250 τόνους και 2.290.500 στρέμματα σκληρού σίτου παράγοντας 657.049 τόνους. To 2018 στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν με μαλακό σιτάρι μόλις 1.196.980 στρέμματα και η παραγωγή ήταν 302.849 τόνοι, ενώ εισήχθησαν 989.493 τόνοι, όταν οι ανάγκες της χώρας σε μαλακό σιτάρι είναι 1,3 εκατ. τόνοι ετησίως.
Η στροφή των αγροτών στο σκληρό σιτάρι, όπως αναφέρουν εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα, είναι λογική, καθώς έχει καλύτερη τιμή και οι καλλιεργητές λαμβάνουν και συνδεδεμένη ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούν αισιόδοξο το γεγονός ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να εντάξει και το μαλακό σιτάρι στο καθεστώς αυτών των ενισχύσεων σε μια προσπάθεια να δώσει κίνητρα στον αγροτικό κόσμο να στραφεί στη συγκεκριμένη καλλιέργεια ώστε να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές.
Ο κ. Κουμπρίδης, πάντως, εκτιμά ότι η Ρωσία θα επανέλθει στη συμφωνία και η αγορά δεν θα αντιμετωπίσει προβλήματα τονίζοντας ότι η αποχώρησή της ήταν ένα μέσο να ασκήσει πίεση. «Ο Αύγουστος είναι νεκρός μήνας. Δεν γίνονται πράξεις. Θέλουν να πιέσουν την αγορά ώστε να εξάγει και η Ρωσία μεγαλύτερες ποσότητες», διευκρινίζει ο ίδιος.
Αλλωστε, ο λόγος που η χώρα αποφάσισε να αρνηθεί την παράταση της συμφωνίας που είχε συνυπογράψει την 22α Ιουλίου 2022 με την Ουκρανία, ήταν τα εμπόδια που θέτουν οι χώρες της Δύσης στις εξαγωγές ρωσικών αγροτικών προϊόντων. Σε αντίθεση με την Ουκρανία, η οποία λόγω της συμφωνίας εξήγαγε 33 εκατ. τόνους σιτηρών μέσα σε ένα χρόνο, η Μόσχα διαμαρτύρεται ότι η εξαγωγή των δικών της σιτηρών και λιπασμάτων δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί στον βαθμό που θέλει.
Στον «πάγο» οι αυξήσεις στα ζυμαρικά
Πάντως καθησυχαστικοί για την εξέλιξη των τιμών των ζυμαρικών εμφανίζονται οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών του κλάδου τονίζοντας ότι τα προϊόντα τους παράγονται από σκληρό σιτάρι, το οποίο παράγεται στην Ελλάδα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις γίνονται εισαγωγές από άλλες χώρες.
«Οι τιμές των ζυμαρικών αυξήθηκαν μέχρι και 35% από την έναρξη του πολέμου. Από δω και πέρα, εκτιμώ ότι δεν θα αυξηθούν. Αλλωστε, τους τελευταίους μήνες οι τιμές στα μακαρόνια είναι μειωμένες, λόγω των συνεχών προσφορών. Η τελική τιμή για τον καταναλωτή διαμορφώνεται σε 0,80-0,85 ευρώ το πακέτο, όταν πριν από 20 χρόνια ήταν 0,62 ευρώ», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης βιομηχανίας ζυμαρικών στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής
Η ίδια πηγή επισημαίνει ότι ακόμα και με τις ανατιμήσεις που έχουν γίνει στα ζυμαρικά, οι τιμές παραμένουν πολύ χαμηλές, συμπληρώνοντας ότι υπάρχουν περιθώρια για να αυξηθούν κι άλλο. «Οι μεταβολές των τιμών στο ράφι δεν ήταν αυτές που θα έπρεπε δεδομένης της εκτόξευσης της τιμής τόσο της πρώτης ύλης όσο και της ενέργειας. Ολη η εφοδιαστική αλυσίδα έχει κάνει θυσίες κι έχει προσπαθήσει να απορροφήσει μέρος της επιβάρυνσης και αυτό αποτυπώθηκε και στα οικονομικά αποτελέσματα που σχεδόν όλες οι βιομηχανίες είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται στο μισό και κάποιες εμφάνισαν και ζημιές», κατέληξε.