Δευτέρα
25
Νοέμβριος
TOP

Χαρίτσης: «Η πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ έχει αποτύχει – Η χώρα μας πρέπει άμεσα να αλλάξει προσανατολισμό με ένα νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο»

«Η κυβέρνηση απέτυχε. Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat το πιστοποιούν, καθώς δείχνουν μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών και αύξηση των ανισοτήτων την τελευταία τετραετία», δηλώνει ο υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας και Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Αλέξης Χαρίτσης, σχετικά με το θέμα του πληθωρισμού και της ακρίβειας, σε συνέντευξή του στον  «Οικονομικό Ταχυδρόμο». Και προσθέτει: «Η κυβέρνηση προώθησε την πολιτική των επιδοτήσεων που αποδείχθηκε εξαιρετικά αναποτελεσματική και άδικη. Αν συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα: ακρίβεια στο ράφι, επιδότηση -με κρατικό χρήμα- της αισχροκέρδειας, δοκιμασία των δημόσιων οικονομικών».

«Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια ούτε με επικοινωνιακούς τακτικισμούς. Χρειαζόμαστε άλλη πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ενίσχυση των πολιτών δεν πρέπει να ισοδυναμεί με λεφτά πεταμένα από το παράθυρο, αλλά με εστιασμένα μέτρα κοινωνικής και οικονομικής θωράκισης» τονίζει ο Αλ. Χαρίτσης και  αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα και την ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους». «Εδώ και μήνες έχουμε προτείνει την μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα αλλά και του ΕΦΚ στα καύσιμα, φορολογική επιβάρυνση που επηρεάζει το σύνολο της παραγωγικής αλυσίδας. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η πάταξη της κερδοσκοπίας» προσθέτει.

«Η χώρα μας πρέπει άμεσα να αλλάξει προσανατολισμό επιδιώκοντας βιώσιμες, παραγωγικές επενδύσεις που αναβαθμίζουν την οικονομία, την βοηθούν να βρει την θέση που της αξίζει στον διεθνή καταμερισμό και παράγουν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Θέλουμε επενδύσεις που θα εγγράφονται στο εθνικό παραγωγικό σύστημα δημιουργώντας νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας και υπακούοντας σε συγκεκριμένους -εργασιακούς και περιβαλλοντικούς- κανόνες», δηλώνει ο κ. Χαρίτσης και υπογραμμίζει: «Για να προσελκύσουμε παραγωγικές επενδύσεις πρέπει άμεσα να προσχωρήσουμε σε ένα νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο. Με χρηματοδοτικά κίνητρα για τις δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δανειοληπτικά εργαλεία με πλήρη αξιοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και παρεμβάσεων που θα προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα».

Σε σχέση τέλος με την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στην χώρα μας, ο κ. Χαρίτσης επισημαίνει «την τάση που παρατηρείται σε ευρωπαϊκή κλίμακα για επιστροφή του Κράτους στο τιμόνι της οικονομίας» και τονίζει ότι: «Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι το Δημόσιο οφείλει να ανακτήσει τα πλήρη δικαιώματά του ως μέτοχος των συστημικών τραπεζών. Αυτή είναι η προϋπόθεση για την έμπρακτη υποστήριξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων, την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις και την ενθάρρυνση νέων επενδυτικών πρωτοβουλιών».

«Το κράτος-στρατηγός δεν ταυτίζεται με ένα ιστορικό μοντέλο κρατικοποίησης. Είναι ο σύγχρονος τρόπος χάραξης των δημόσιων πολιτικών: με δημόσιες παρεμβάσεις στην οικονομία, σχέση συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και κοινωνικού τομέα της οικονομίας, ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική και επιδίωξη της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης με όρους βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας» καταλήγει ο Αλ. Χαρίτσης.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης.

 

-Στρέφετε τα «βέλη» σας προς την κυβέρνηση για το θέμα του πληθωρισμού και της ακρίβειας, ενώ αποτελεί ένα διεθνές ζήτημα. Ποια είναι η πρότασή σας για την κρίση τιμών που υπάρχει; Τι πρέπει να γίνει για τη μείωση των τιμών στα τρόφιμα, οι οποίες πλήττουν – κυρίως – τα φτωχότερα νοικοκυριά;

Οι διεθνείς διαστάσεις είναι σαφείς. Και αποτελούν μία ακόμα απόδειξη ότι η χώρα μας δεν ζει σε κάποια γυάλα «προστατευμένη από τις κρίσεις» όπως αρχικά έλεγαν οι κυβερνητικοί παράγοντες.

Στις συνθήκες λοιπόν των κρίσεων αναδεικνύεται η σημασία των πολιτικών επιλογών. Η χώρα μας έχει πληρώσει δυσανάλογο τίμημα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό το μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες αρνητικές πρωτιές σε κρίσιμους δείκτες- με πιο χαρακτηριστικό το ενεργειακό κόστος, τις πανευρωπαϊκές πρωτιές στην τιμή της βενζίνης, τις οξείες συνέπειες της ακρίβειας στις βασικότερες βιοτικές ανάγκες των πολιτών. Η κυβέρνηση απέτυχε. Και όχι μόνο αυτό. Η αποτυχία της συνοδεύτηκε από ένα εξαιρετικά προβληματικό πρόγραμμα επιδοτήσεων που αντί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει εκ των πραγμάτων λειτουργήσει ως επιδότηση -με κρατικό χρήμα- της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας. Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat πιστοποιούν την αποτυχία καθώς δείχνουν μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών και αύξηση των ανισοτήτων την τελευταία τετραετία. Ενώ η χώρα μας έχει και το χαμηλότερο ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ευρώπη των 27, μετά την Σλοβακία και τη Βουλγαρία.

Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια ούτε με επικοινωνιακούς τακτικισμούς. Εδώ και μήνες έχουμε προτείνει όχι μόνο την μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα αλλά και του ΕΦΚ στα καύσιμα, φορολογική επιβάρυνση που επηρεάζει το σύνολο της παραγωγικής αλυσίδας. Παράλληλα είναι απαραίτητη η πάταξη της κερδοσκοπίας. Σε μια αγορά που λειτουργεί με όρους ασυδοσίας, οι έλεγχοι είναι ανύπαρκτοι και τα πρόστιμα είναι ελάχιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της ΔΙΜΕΑ. Είναι αδιανόητο να αντιστοιχεί μόλις 1 ελεγκτής σε 12.000 επιχειρήσεις.

-Η κυβέρνηση έχει αναφέρει ότι η μείωση των έμμεσων φόρων δε θα ήταν ένα αποτελεσματικό μέτρο ούτε δημοσιονομικά, αλλά ούτε και πρακτικά (όπως στην Ισπανία) σε σχέση με τη μείωση τιμών. Μάλιστα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο πλέον, η σύσταση είναι για στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης των φτωχότερων πολιτών και όχι για φορολογικές παρεμβάσεις. Έχετε επεξεργαστεί κάποια εναλλακτική πρόταση;

Οι έμμεσοι φόροι είναι οι πιο άδικοι κοινωνικά, καθώς πλήττουν υπέρμετρα την μεσαία τάξη και τα ασθενέστερα στρώματα που καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους στην κατανάλωση βασικών προϊόντων και υπηρεσιών διαβίωσης. Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος προ ολίγων εβδομάδων είναι αποκαλυπτικά: η αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων έχει εκτοξευτεί την τετραετία 2019 – 2023 από το 1,33 στο 1,67, πλήττοντας την κοινωνική πλειοψηφία.

Η κυβέρνηση προώθησε την πολιτική των επιδοτήσεων που αποδείχθηκε εν τέλει εξαιρετικά αναποτελεσματική και άδικη. Αν συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα: ακρίβεια στο ράφι, επιδότηση της κερδοσκοπίας, δοκιμασία των δημόσιων οικονομικών.

Χρειαζόμαστε άλλη πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ενίσχυση των πολιτών δεν πρέπει να ισοδυναμεί με λεφτά πεταμένα από το παράθυρο, αλλά με εστιασμένα μέτρα κοινωνικής και οικονομικής θωράκισης. Σε αυτά ανήκει η αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα και η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους. Σκεφτείτε μια συνθήκη ενδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, παρέμβασης στην αγορά και μείωσης κρίσιμων επιβαρύνσεων. Η εικόνα θα είναι τελείως διαφορετική. Και αυτός είναι ο πρώτος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

-Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ρεκόρ 20ετίας στις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, ενώ η κυβέρνηση συνδέει το ζήτημα αυτό με την άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ. Παράλληλα, αναφέρει ότι η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδιωχνε τις επενδύσεις από την Ελλάδα. Ποιο είναι το σχέδιό σας για την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα;

Νομίζω ότι η προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων της ΤτΕ παραπέμπει σε μια πιο σύνθετη πραγματικότητα. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις -για τις οποίες πανηγυρίζει η κυβέρνηση- αφορούν πρώτα και κύρια εξαγορές ή ιδιωτικοποιήσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων, καθώς και επενδύσεις σε ακίνητα. Θυμίζω ότι πρόσφατα ο Κώστας Σημίτης έκανε, εύστοχα, λόγο για «κερδοσκοπικό οπορτουνισμό». Στην ουσία πρόκειται για επιστροφή σε ένα αποτυχημένο μοντέλο όπου οι όποιες επενδύσεις δεν αφήνουν ένα θετικό ίχνος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Το ζητούμενο είναι οι επενδύσεις να συνδέονται με ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η χώρα μας πρέπει άμεσα να αλλάξει προσανατολισμό επιδιώκοντας βιώσιμες, παραγωγικές επενδύσεις που αναβαθμίζουν την οικονομία, την βοηθούν να βρει την θέση που της αξίζει στον διεθνή καταμερισμό και παράγουν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Θέλουμε επενδύσεις που θα εγγράφονται στο εθνικό παραγωγικό σύστημα δημιουργώντας νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας και υπακούοντας σε συγκεκριμένους -εργασιακούς και περιβαλλοντικούς- κανόνες.

Αυτό δεν θα γίνει με ευχολόγια. Για να προσελκύσουμε παραγωγικές επενδύσεις πρέπει άμεσα να προσχωρήσουμε σε ένα νέο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο. Με χρηματοδοτικά κίνητρα για τις δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δανειοληπτικά εργαλεία με πλήρη αξιοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και παρεμβάσεων που θα προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.

-Φαίνεται ότι έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι σχετικά με το θέμα της επένδυσης στο Ελληνικό. Πλέον, ασκείτε έντονη κριτική προς τη ΝΔ για το τι δεν έκανε για το έργο αυτό. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;

Καταρχήν, να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Το πρόβλημα ξεκινά το 2014 όταν η τότε κυβέρνηση υπέγραψε μια εξαιρετικά προβληματική σύμβαση. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε, με επιτυχία, τη μάχη για την αναθεώρησή της το 2016 προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτή η προσπάθεια εξασφάλισε την αύξηση της έκτασης του μητροπολιτικού πάρκου και την ανοιχτή παραλιακή ζώνη.

Από το 2019 ακούμε για μπουλντόζες στο Ελληνικό. Το μόνο που είδαμε σε αυτά τα τέσσερα χρόνια είναι τα δύο διαδοχικά «εγκαίνια» εικονικής πραγματικότητας που πραγματοποίησε o κ. Μητσοτάκης. Το μέχρι στιγμής αποτέλεσμα είναι ένα φιάσκο και αυτό επισφραγίζουν οι αποχωρήσεις επενδυτών και η όλη εικόνα του έργου. Είναι προφανές ότι η υπόθεση του Ελληνικού απαιτεί ξεκάθαρους κανόνες και σταθερή προσήλωση στην υποχρέωση του επενδυτή να εξασφαλίσει τη δημιουργία δημόσιου πάρκου και χώρων άθλησης.

-Πώς «βλέπετε» τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, σε μια συγκυρία που αυξάνονται τα επιτόκια και υπάρχει ανησυχία για τα «κόκκινα» δάνεια; Είναι στα σχέδιά σας η κρατικοποίηση μιας συστημικής τράπεζας; Σε τι θα εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο;

Το τραπεζικό σύστημα της χώρας παραμένει απρόσιτο για χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία νέα γενιά «κόκκινων δανείων» -τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προσεγγίζουν πλέον τα 110 δισ. ευρώ- εξαιτίας της πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης ΝΔ να μην ρυθμίσει αποτελεσματικά τις οφειλές, να νομοθετήσει υπέρ των funds και να αφήσει απροστάτευτη για πρώτη φορά την α’ κατοικία. Ενώ η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί πρόσθετες επιβαρύνσεις σε χιλιάδες δανειολήπτες σε όλη την Ελλάδα. Η μεγαλύτερη μάλιστα επιβάρυνση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια έως 250.000 ευρώ, δηλαδή τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Χιλιάδες φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις βρίσκονται στο όριο της χρεοκοπίας, την ώρα που η πληθωριστική κρίση «δείχνει ακόμη τα δόντια της». Ταυτόχρονα, το 96% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχει πρόσβαση σε τραπεζικά κεφάλαια, ενώ παραμένουν αποκλεισμένες και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, αφού τα πρώτα 455 εκατ. των χαμηλότοκων δανείων  του κατευθύνονται σε 13 μόνο επιχειρηματικούς ομίλους. Αντί όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη να θέσει σαφείς κανόνες και να αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες ώστε να διευρυνθεί η περίμετρος των δανειοληπτών, τέσσερα χρόνια τώρα αρκούνταν σε επικοινωνιακού τύπου παραινέσεις προς τις τράπεζες χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα.

Όλα τα παραπάνω σκιαγραφούν μια ζοφερή πραγματικότητα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η επόμενη προοδευτική κυβέρνηση θα παρέμβει άμεσα και αποφασιστικά νομοθετώντας για την ρητή προστασία της πρώτης κατοικίας. Με ρύθμιση των οφειλών και κανονιστικό πλαίσιο με δικαιώματα και ρήτρες αναδιαπραγμάτευσης για τους υπερχρεωμένους οφειλέτες. Αλλά δεν θα μείνουμε εκεί. Παράλληλα, βασική μας προτεραιότητα αποτελεί η πλήρης αξιοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του εργαλείου των μικροπιστώσεων που δημιούργησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να έχουν επιτέλους δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό με ευνοϊκούς όρους οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.

Στρατηγικά, όμως, η πιο σημαντική εξέλιξη είναι νομίζω η τάση που παρατηρείται σε ευρωπαϊκή κλίμακα για επιστροφή του Κράτους στο τιμόνι της οικονομίας. Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι το Δημόσιο οφείλει να ανακτήσει τα πλήρη δικαιώματά του ως μέτοχος των συστημικών τραπεζών. Αυτή είναι η προϋπόθεση για την έμπρακτη υποστήριξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων, την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις και την ενθάρρυνση νέων επενδυτικών πρωτοβουλιών.

Το κράτος-στρατηγός δεν ταυτίζεται με ένα ιστορικό μοντέλο κρατικοποίησης. Είναι ο σύγχρονος τρόπος χάραξης των δημόσιων πολιτικών: με δημόσιες παρεμβάσεις στην οικονομία, σχέση συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και κοινωνικού τομέα της οικονομίας, ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική και επιδίωξη της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης με όρους βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας.