Του Αλέξη Χαρίτση *
Η ελληνική οικονομία έχει, ακόμα, στις πλάτες της τα βάρη από την τραυματική εμπειρία της μεγάλης κρίσης και των διαδοχικών μνημονίων. Όπως είναι γνωστό, η de facto χρεωκοπίας της χώρας οφειλόταν σε δομικούς παράγοντες. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το πολιτικό και οικονομικό σύστημα είχαν επενδύσει σε ένα εσωστρεφές παραγωγικό μοντέλο στο οποίο κυριαρχούσε ο υπέρμετρος δανεισμός, η σταδιακή εγκατάλειψη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και οι επενδύσεις σε συγκεκριμένους κλάδους με χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας υπηρεσίες και προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος εμφανιζόταν ως ο ρυθμιστής -και αιμοδότης- ισχυρών συμφερόντων διατηρώντας παράλληλα τις γνωστές παθογένειες των πελατειακών σχέσεων και της αναποτελεσματικής λειτουργίας. Το θαύμα της «ισχυρής Ελλάδας» κράτησε λίγο. Τις συνέπειές του, τις πληρώσαμε βαριά και για πολύ καιρό.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, η χώρα επιστρέφει στο αποτυχημένο μοντέλο του παρελθόντος. Η Νέα Δημοκρατία, παρά την περί του αντιθέτου ρητορεία, στοχεύει στην παλινόρθωση ενός οικονομικού και αναπτυξιακού μοντέλου που, πέρα από όλα τα άλλα, είναι αναντίστοιχο με την εποχή μας. και περιγράφεται καλύτερα με τον όρο «φτηνή ανάπτυξη». Σύμφωνα με αυτό, η χώρα μας θα πρέπει να μετατραπεί σε μια επικράτεια πρόσκαιρων και κερδοσκοπικών επενδύσεων, υποβαθμισμένης εργασίας και χαλάρωσης -ή ιδανικά απορρύθμισης- των περιβαλλοντικών κανόνων. Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά: το δημόσιο ταμείο επιδότησε την προκλητική κερδοσκοπία συγκεκριμένων συμφερόντων, οι όποιες επενδύσεις κατευθύνονται στο real estate και στον τουρισμό, οι δομικές ανεπάρκειες της ελληνικής οικονομίας αναπαράγονται και ενισχύονται.
Το μοντέλο αυτό δεν έχει, όπως ήδη το γνωρίζουμε, καμία ανθεκτικότητα στον χρόνο. Και για αυτό θα καταρρεύσει -με ανυπολόγιστες και αυτή τη φορά συνέπειες. Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε μια δίνη αβεβαιότητας που οδηγεί τις διορατικές και προοδευτικές κυβερνήσεις στο αυτονόητο: στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου ως μέτρο οικονομικής θωράκισης και προώθησης ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό είναι το κύριο ζητούμενο για τη χώρα μας. Χρειαζόμαστε επειγόντως μετασχηματισμούς που θα αυξήσουν την παραγωγή εγχώριας προστιθέμενης αξίας: μέσα από την αναβάθμιση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, την ενίσχυση της καινοτομίας, την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, την ισόρροπη κατανομή των πόρων στο σύνολο της χώρας. Στο έδαφος αυτό, το Κράτος από παρατηρητής πρέπει να μετασχηματιστεί σε «στρατηγό» μίας αναπτυξιακής πρότασης που την ίδια στιγμή θα περιλαμβάνει και τη δική του θεσμική αναθεμελίωση. Στην κατεύθυνση αυτή, έχουμε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια μας: τα σημαντικά κονδύλια που θα διαχειριστεί η χώρα τα επόμενα χρόνια -όπως το Ταμείο Ανάκαμψης- που μπορούν να στηρίξουν την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική του 21ου αιώνα.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλούμε χρόνο και πόρους. Από τη μία, γιατί η αναπαραγωγή του παλιού μοντέλου κάθε μέρα που περνάει οξύνει τις ανισότητες και υπονομεύει τις προοπτικές βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Από την άλλη, έχουμε μπροστά μας σημαντικά ορόσημα. Η ρύθμιση του χρέους που πέτυχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 εξασφαλίζει μειωμένες ανάγκες εξυπηρέτησης του μέχρι τα τέλη αυτής της δεκαετίας. Μία ακόμα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι η εγγύηση ότι θα φτάσουμε εκεί με μια οικονομία ακόμα πιο συγκεντροποιημένη, ακόμα πιο ρηχή, ακόμα πιο ευάλωτη και επιρρεπή στις διεθνείς αναταράξεις. Για αυτό, η πολιτική αλλαγή και η αλλαγή πολιτικής είναι αναγκαία σήμερα. Στις 21 Μαΐου το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: μία από τα ίδια ή μία νέα αρχή για τη χώρα.
* τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και υποψήφιος βουλευτή Μεσσηνίας, άρθρο στην εφημερίδα “Τα Νέα”