Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Ελληνικό κρασί: Κερδίζει διαρκώς την προτίμηση στο εξωτερικό

Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο κέντρο τύπου, αμέσως μετά τη διαπίστευση. Το μπαρ διέθετε έξι διαφορετικά κρασιά, μεταξύ αυτών δύο ελληνικά: τη διαχρονικά αγαπημένη «Νάουσα» της οικογένειας Μπουτάρη, αλλά και το δροσερό «Σαββατιανό» από το Κτήμα Παπαγιαννάκου. Ναι, δεν κάνετε λάθος, το ταπεινό Σαββατιανό της αττικής γης που οι παππούδες μας περιφρονούσαν, αλλά τώρα περνάει μία δεύτερη άνοιξη στα χέρια άξιων παραγωγών. Τιμές λογικές. Στα αθηναϊκά σούπερ-μάρκετ το Σαββατιανό έχει κατακτήσει μόνιμη θέση, τώρα δοκιμάζει την τύχη του και εκτός συνόρων.

«Σίγουρα το Σαββατιανό έχει ανέβει πολύ τα τελευταία χρόνια και αδίκως είχε υποτιμηθεί στο παρελθόν, γιατί δεν γίνονταν σωστές οινοποιήσεις» λέει ο Γιάννης Παπαγιαννάκος που εκπροσωπεί μία νέα, δυναμική γενιά παραγωγών, μαζί με την αδελφή του Αγγελική. «Εμείς τα τελευταία 25 χρόνια έχουμε αγωνιστεί και έχουμε αναδείξει τη δυναμική που έχει αυτή η ποικιλία. Μας κάνει πολύ χαρούμενους ότι αυτό δίνει το έναυσμα να ασχοληθούν με την παραγωγή Σαββατιανού σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στον αττικό αμπελώνα που είναι η γενέτειρα της ποικιλίας».

Ξυνόμαυρο, το επόμενο «Ασύρτικο»

Ας είμαστε ειλικρινείς όμως, το Σαββατιανό δεν είναι (και δύσκολα θα γίνει) «σημαία» του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. Στους πιο γνωστούς «παίκτες» της αγοράς, με βραβεύσεις εκτός συνόρων, περιλαμβάνονται η Μαλαγουζιά και το Ξυνόμαυρο από το Κτήμα Άλφα στο Αμύνταιο της Φλώρινας. Με ορμητήριο το μοναδικό μικροκλίμα της περιοχής τα κρασιά του Κτήματος αναζητούν νέες αγορές. Ο υπεύθυνος εξαγωγών Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης λέει στην Deutsche Welle ότι «το ελληνικό κρασί αναβαθμίζεται συνεχώς» και τονίζει ότι στις φετινές βραβεύσεις Mundus Vini, τις πιο σημαντικές του κλάδου στη Γερμανία, ακόμη και το Ασύρτικο του Κτήματος Άλφα απέσπασε «μεγάλο χρυσό βραβείο».

Ενδιαφέρουσα εξέλιξη και αυτή στον ελληνικό αμπελώνα: το ονομαστό Ασύρτικο της Σαντορίνης, η πρώτη ελληνική ποικιλία με διεθνή φήμη και υψηλές τιμές στο εξωτερικό, επεκτείνεται σε άλλα αμπελοτόπια, εμπνέει άλλους παραγωγούς. Ποιο θα είναι όμως το «επόμενο Ασύρτικο», το επόμενο brand name με ελληνική υπογραφή; Μήπως το Ξυνόμαυρο; «Είναι αλήθεια ότι το Ασύρτικο είναι η σημαία του ελληνικού κρασιού λόγω της έκθεσης του νησιού στον τουρισμό και όλοι πάμε πίσω από τη σημαία του Ασύρτικου, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο», λέει χαμογελώντας ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης. «Το Ξυνόμαυρο είναι μία ερυθρή ποικιλία, η οποία όντως κερδίζει πάρα πολλές θέσεις αναγνωρισιμότητας στην παγκόσμια αγορά. Είναι και μία ποικιλία με μία μοναδική έκφραση. Τα αρώματά της, η πολυπλοκότητά της, αρωματική και γευστική, το μεγάλο δυναμικό παλαίωσης είναι χαρακτηριστικά μεγάλων κρασιών».

Ξυνόμαυρο «ψηφίζει» και η Μαρία Δήμου από το «Κατώγι Αβέρωφ» στο Μέτσοβο, που ήδη εξάγει σε 12 ευρωπαϊκές χώρες. «Το Ασύρτικο έχει όντως τραβήξει το άρωμα του ελληνικού κρασιού μπροστά και καλά έχει κάνει, άλλωστε η Σαντορίνη είναι μία περιοχή μοναδικού φυσικού κάλλους. Το Ξυνόμαυρο είναι το επόμενο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε», λέει η ίδια στην Deutsche Welle. Δεν θεωρεί όμως ότι η επιτυχία κρίνεται αποκλειστικά από τις γηγενείς ποικιλίες. Πιο σημαντικά, επισημαίνει, είναι «τα terroir όπως λένε οι Γάλλοι. Για παράδειγμα εμείς στο Κατώγι Αβέρωφ καλλιεργούμε Cabernet Sauvignon πάνω από 60 χρόνια. Μπορεί να είναι μία γαλλική ποικιλία, αλλά έχει ενσωματωθεί στο terroir της περιοχής».

«Πρεσβευτής» η ποιότητα

Γάλλοι, Ιταλοί και Ισπανοί κυριαρχούν στην ProWein, αλλά και η ελληνική παρουσία είναι δυναμική. Εκατόν δέκα οι εκθέτες από την Ελλάδα, 14 από την Κύπρο. Αλλά και 50 από τη Μολδαβία και 30 από τη Γεωργία. Όσο για το ρίσλινγκ της Σλοβενίας, έχει γίνει πλέον περιζήτητο στον γερμανόφωνο χώρο. Κάτι δείχνουν όλα αυτά. Ο ανταγωνισμός εντείνεται και το ελληνικό κρασί πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτόν. Να επιμείνει στην ποιότητα, επιδιώκοντας υψηλότερες τιμές ή μήπως να κάνει μία μικρή υποχώρηση στο θεμα της τιμής;

«Είναι μονόδρομος για το ελληνικό κρασί να ασχοληθεί με την ποιότητα και όχι με την ποσότητα», εκτιμά ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης από το Κτήμα Άλφα. «Η Ελλάδα παράγει πολύ μικρό κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής, λιγότερο από το 0,5%. Υπάρχουν εταιρείες στο εξωτερικό που παράγουν περισσότερο κρασί απ’ ότι όλη η Ελλάδα. Θεωρώ λοιπόν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε επιτυχία ανταγωνιζόμενοι σε όρους ποσότητας, μόνο με όρους ποιότητας μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά».

«Φθηνότερος θα υπάρχει πάντα», τονίζει και η Μαρία Δήμου από το Κατώγι Αβέρωφ. «Αλλά το σημαντικό είναι να τονίζεις τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σου, έτσι μπορούμε να βρούμε τη θέση μας στον παγκόσμιο οινικό χάρτη».

Ρετσίνα και …σούσι

Τη δική του, ξεχωριστή πορεία στον χώρο καταγράφει ο Στέλιος Κεχρής. Το πρώτο οικογενειακό οινοποιείο λειτουργεί από το 1954 στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, ενώ η ιστορία της οικογένειας παραπέμπει στην οικογενειακή ταβέρνα «Ο Κόκορας» που άνοιξαν οι θείοι του το 1939, με τη ρετσίνα να γίνεται ανάρπαστη. Εδώ και χρόνια ο Στέλιος Κεχρής επιχειρεί μία …αναγέννηση της ρετσίνας, την οποία βέβαια πολλοί οινόφιλοι περιφρονούν. Όλα δείχνουν ότι δικαιώνεται, καθώς κάνει εξαγωγές σε 26 χώρες. «Είναι εθνικό προϊόν η ρετσίνα» λέει ο ίδιος στην Deutsche Welle. «Βγήκε στην αρχαία Ελλάδα, εξαπλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο. Εγώ είχα την τύχη να σπουδάσω στη Γαλλία και εκεί αντιλήφθηκα ποιο ήταν το πρόβλημα με τη ρετσίνα. Δεν ήταν το ίδιο το προϊόν, αλλά το πώς το βλέπαμε εμείς οι οινοπαραγωγοί».

Ο Στέλιος Κεχρής εκθειάζει ιδιαιτέρως ένα από τα νέα προϊόντα του, το «Δάκρυ του Πεύκου», για το οποίο αναφέρει ότι μπαίνει στο μενού κορυφαίων εστιατορίων, με αστέρια Michelin. Αυθόρμητα θυμόμαστε κάποιους επαΐοντες που προτείνουν ρετσίνα με το …σούσι. Ισχύει αυτό ή πρόκειται για το πιο σύντομο οινικό ανέκδοτο; «Δεν είναι καθόλου ανέκδοτο», λέει ο ίδιος. «Η ρετσίνα μπορεί να πάει με πολλές εθνικές κουζίνες. Επειδή έχει το ρετσίνι, που αφήνει μια πικράδα προς το τέλος, μπορεί να συνδυαστεί με πάρα πολλά φαγητά. Σκεφτείτε ότι στην Ελλάδα πίναμε ρετσίνα με τα λαδερά».

Μαραθεύτικο και Μωροκανέλλα

Είτε πρόκειται για την ταπεινή ρετσίνα, είτε για τη «σημαία» του Ασύρτικου, η Γερμανία παραμένει η πιο σημαντική αγορά για το ελληνικό κρασί, αφού εκεί κατευθύνεται κάθε χρόνο έως και το 50% των εξαγωγών μας. Το δικό τους μερίδιο σε μία πολλά υποσχόμενη αγορά αναζητούν τα τελευταία χρόνια και οι παραγωγοί από την Κύπρο. Όπως εξηγεί στην Deutsche Welle ο Λουκάς Παπαλουκάς, οινολόγος από το νέο οινοποιείο «Μύστης» στην Πάφο, «υπάρχουν αξιόλογες και σπάνιες γηγενείς κυπριακές ποικιλίες, όπως το Μαραθεύτικο -ερυθρή ποικιλία- το Γιαννούδι -πάλι ερυθρή ποικιλία- και στις λευκές ποικιλίες έχουμε το Ξυνιστέρι, τη Μωροκανέλλα, τη Βασίλισσα, την Πρωμάρα».

Υπάρχει βέβαια ένα συγκριτικό μειονέκτημα για τους Κύπριους παραγωγούς, υπενθυμίζει ο Λουκάς Παπαλουκάς: «Είμαστε ένα νησί, άρα όλα τα είδη, όπως οι φιάλες και οι φελλοί, είναι εισαγόμενα. Με την αύξηση και των μεταφορικών, υπάρχει αύξηση και στο κόστος…»

Πηγή: ot. gr – Deutsche Welle/Γιάννης Παπαδημητρίου