Του Κωνσταντίνου Μαρινάκου*
Για να κάνει κάποιος τουρισμό απαιτούνται τρία πράγματα: χρόνος, εισόδημα και ελευθερία κινήσεων. Κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω πανδημίας, οι ισχυροί περιορισμοί στην ελευθερία μετακίνησης, και εν μέρει επίσης η εισοδηματική κρίση που προκλήθηκε από το κλείσιμο πολλών παραγωγικών δραστηριοτήτων, μπλόκαρε τον κλάδο του τουρισμού σε μεγάλο βαθμό. Υπενθυμίζεται ότι τον Απρίλιο του 2020 ο κόσμος κατέγραψε -96% των διεθνών ταξιδιών. Σε αυτό το στάδιο, επειδή δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε, υπήρχε χρόνος να προβληματιστούμε για την πανδημία ως μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε και να ξαναχτίσουμε τον τουρισμό με γνώμονα την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η συζήτηση αρχικώς περιστρεφόταν γύρω από το δίλλημα μεταρρύθμιση ή ανάκαμψη. Και ενώ η ισορροπία, στην αρχή, έκλινε προς τη μεταρρύθμιση, σταδιακά με το τέλος του lockdown και την επανεκκίνηση του τουρισμού, η ισορροπία μετατοπίστηκε από τη μεταρρύθμιση στην ανάκαμψη και οι οικονομικοί στόχοι υπερίσχυσαν των κοινωνικών και περιβαλλοντικών.
Αν εστιάσουμε στην Ελλάδα, ο τουρισμός για το 2019 είχε σημαντική επενδυτική δραστηριότητα ύψους € 3,2 δισ., εκ των οποίων τα € 1,2 δισ. σε εγχώρια προστιθέμενη αξία, η οικονομική συνεισφορά του αντιστοιχούσε στο 12,6% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, μεταξύ 27,7% και 33,4%, με μεγάλη πολλαπλασιαστική επίδραση (από € 1,2 έως 1,65 πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας), και διάχυση ωφελειών στην οικονομία. Παράλληλα συνέβαλε άμεσα στην αιχμή (τρίτο τρίμηνο) στο 17,1% της απασχόλησης και συνολικά (άμεσα και έμμεσα) μεταξύ 37,6% και 45,2. Είναι προφανής από τα παραπάνω αφενός η σπουδαιότητα του τουρισμού για την ελληνική οικονομία και αφετέρου ο δυναμισμός του (INSETE Intelligence, Νοέμβριος 2021).
Την πρώτη περίοδο μετά το lockdown, το καλοκαίρι του 2022, συζητούσαμε για ένα σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών, που ο κόσμος του τουρισμού παγκοσμίως θα καλωσόριζε και που όμως πολλές από αυτές ΄΄έλιωσαν΄΄ γρήγορα όπως το χιόνι στον ήλιο. Την περίοδο εκείνη δύο ήταν οι κυρίαρχες κατευθύνσεις:
αφενός, η υποκατάσταση του εισερχόμενου τουρισμού, με την ανάπτυξη του ΄΄τουρισμού εγγύτητας΄΄ (εγχώριου τουρισμού), με τις όποιες εμφανείς ανισορροπίες θα έπρεπε να υποστούν οι περιοχές που ήταν περισσότερο εκτεθειμένες στον εισερχόμενο τουρισμό. Όμως το ΄΄χάος΄΄ στους ευρωπαϊκούς ουρανούς και αεροδρόμια έδειξε ότι η επιθυμία για ταξίδια στο εξωτερικό όχι μόνο δεν ήταν μειωμένη το 2022, αλλά αντιθέτως ο διεθνής τουρισμός επέστρεψε δριμύτερος, με περιορισμούς που ετέθησαν μόνο από τα οργανωτικά προβλήματα του συστήματος μεταφορών και την τρέχουσα ενεργειακή κρίση.
αφετέρου, οι νέες τάσεις του ταξιδιού που είχαν διαμορφωθεί μετά την πανδημία: γινόταν πολύς λόγος για αντικατάσταση των δραστηριοτήτων του βασικού προτύπου (μαζικού) τουρισμού με μια νέα φιλοσοφία τουρισμού, βασισμένη στην έντονη τάση για μεμονωμένους ταξιδιώτες, που αναζητούν συνειδητά γνήσιες, αυθεντικές εμπειρίες, και αυξητική τάση για διακοπές φιλικές προς το περιβάλλον (Lenzen et al., 2018).
Αντίθετα από όλα αυτά, το καλοκαίρι του 2022 , είδαμε ήδη να καταγράφεται μια πλήρη (σχεδόν) ανάκαμψη όλων των παραδοσιακών τουριστικών προορισμών, κυρίως των μεγάλων ΄΄σούπερ σταρ΄΄ νησιωτικών προορισμών, με τον υπερτουρισμό να καταλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τη σκηνή.
Οι μόνες ουσιαστικές νέες τάσεις που διαμορφώθηκαν ήταν:
οι τηλεδιασκέψεις, οι οποίες αποτελούν πλέον τέλειο υποκατάστατο (αν όχι βελτίωση) για επαγγελματικές συναντήσεις. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι, στον επιχειρηματικό τουλάχιστον τομέα, τα ταξίδια θα συνεχιστούν μόνο για μεγάλα και σημαντικά γεγονότα.
το φαινόμενο της πιο μακροχρόνιας παραμονής σε προορισμούς, το οποίο θα καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, εφόσον διευκολύνεται από τεχνολογικές και οργανωτικές αλλαγές που επιτρέπουν την εξ αποστάσεως εργασία (digital nomads). (UNWTO,2022).
Αυτή η ταχεία ανάκαμψη που καταγράφηκε το καλοκαίρι του 2022, δεν εκπλήσσει όσους γνωρίζουν τον κλάδο, γιατί ο τουρισμός πέραν της έμφυτης αγάπης των ανθρώπων για τα ταξίδια θεωρείται, λόγω των στρεσογόνων σύγχρονων συνθηκών ζωής, αναγκαιότητα και ανάλογα με τις ενδεχόμενες συνθήκες, μπορούν να αποφασίσουν να τα μειώσουν λόγω μείωσης του εισοδήματος (σε περίπτωση οικονομικής κρίσης), να τα κατευθύνουν σε διαφορετικούς προορισμούς (σε περίπτωση γεωπολιτικής κρίσης) ή να τα προσαρμόσουν σε νέες δραστηριότητες (ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης). Ωστόσο, δεν εγκαταλείπουν τα ταξίδια.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η μακροπρόθεσμη τάση του τουρισμού είναι η ανάπτυξη και η πραγματική πρόκληση μετά την πανδημία είναι να μεταρρυθμιστεί ο τουρισμός για να γίνει βιώσιμος στο μέλλον: πιο προσιτός, πιο δημοκρατικός, λιγότερο ρυπογόνος και με λιγότερες επιπτώσεις στο κλίμα. Για μια περιοχή πλούσια σε φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους όπως η Ελλάδα, πάντα στην κορυφή της λίστας μεταξύ των αγαπημένων προορισμών του πλανήτη, η πραγματική πρόκληση είναι η ΄΄τοποθέτηση΄΄του τουρισμού μας σε τουρισμό υψηλής ποιότητας, και η αύξηση της κατά κεφαλήν τουριστικής δαπάνης, αντί των αφίξεων και διανυκτερεύσεων, δεδομένου του σημερινού επιπέδου συνωστισμού και υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας πολλών προορισμών.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι πρέπει να δώσουμε αρκετό χώρο και στον αυτοοργανωμένο τουρισμό, που δεν εξαρτάται από μεγάλους διεθνείς tour operators και φορείς, μέσω του οποίου μπορεί να ενισχυθεί τόσο η τοπική παραγωγή, προσδίδοντας υψηλή προστιθέμενη αξία σε κάθε περιοχή, όσο και η προώθηση των όμορφων φυσικών τοπίων και περιοχών διάχυτων σε ολόκληρη την χώρα. Μια ανάλογη προοπτική θα συνέβαλε αναμφίβολα στην καταπολέμηση του υπερτουρισμού, στην ισόρροπη τουριστική ανάπτυξη, στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και στην ενίσχυση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας των προορισμών. Μόνο εάν οι τουριστικές πολιτικές κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, η οικονομική ανάπτυξη θα συνδεθεί με την τοπική ανάπτυξη και τον σεβασμό στο περιβάλλον.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Διανύουμε ακόμα μια ΄΄ανώμαλη΄΄ περίοδο και το 2023 δεν αντιστοιχεί ακόμα στον «νέο κανονικό τουρισμό». Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι το 2023 θα είναι αυτόματα όπως το 2022. Ωστόσο η έντονη ανάκαμψη του τουρισμού το 2022 μας προσφέρει την ηρεμία να σκεφτούμε την απαραίτητη εξέλιξη: ο ελληνικός τουρισμός θα πρέπει να ανταγωνιστεί διεθνώς όχι για ποσότητα, αλλά για ποιότητα και κυρίως για προστιθέμενη αξία. Είναι καιρός οι ΄΄εμπλεκόμενοι΄΄ φορείς (υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, επαγγελματικοί φορείς, τοπικές κοινωνίες) να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα και υπέρβαση τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού τουρισμού και τις νέες προκλήσεις που ορθώνονται μπροστά μας. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να περιστρεφόμαστε γύρω από αυτά όπως ένα χάμστερ σε τροχό χωρίς να κατορθώνουμε ποτέ να βρούμε πραγματική διέξοδο.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
- Lenzen M., Sun Y.Y, Faturay F., Ting Y.P., Geschke A., Malik A. (2018), The carbon footprint of global tourism. Nature Climate Change, 8, 6: 522-528 – https://doi.org/10.1038/s41558-018-0141-x.
- UNWTO (2022), Tourism statistics database. Madrid: United Nations World Tourism Organization – https://www.unwto.org/tourism-statistics-database.
- INSETE Intelligence (Νοέμβριος, 2021). Η συμβολή του Τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2019
*Κων/νος Μαρινάκος, Καθηγητής Οικονομικών του Τουρισμού, Παν/μίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου