Η μείωση των γεννήσεων τις τελευταίες δεκαετίες είναι γεγονός. Μειωθήκαν κατά 37% ανάμεσα στο 1979-1983 και το 2014-19.
Μαλιστα αναμένεται να μειωθούν ακόμη κατά 13% την εξαετία 2020-25.
Η μείωση αυτή αναπόφευκτα αποτυπώνεται και στον νεανικό πληθυσμό, ξεκινώντας αρχικά από αυτόν της προσχολικής ηλικίας και στη συνέχεια, σε αυτόν που διατρέχει όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Έτσι, πριν λίγες μέρες, με αποφάσεις περιφερειακών Διευθυντών ανακοινώθηκε η αναστολή λειτουργίας πλήθους Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων, πολλά εκ των οποίων ήταν κλειστά εδώ και χρόνια. Οι επικαλούμενοι λόγοι ήταν ο μικρός ή μηδενικός αριθμός μαθητών και σε κάποιες περιπτώσεις και η ακαταλληλότητα της κτηριακής υποδομής. Η πρόσφατη αυτή απόφαση επανέφερε στη δημοσιότητα ακόμη μια φορά, την «υπογεννητικότητα», τη μείωση δηλαδή των γεννήσεων στη χώρα μας που ξεκίνησε πριν από πέντε δεκαετές, άμεση απόρροια της πτώσης της γονιμότητας στις διαδοχικές γενεές (από 2,1-2,0 παιδιά ανά γυναίκα που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1940 και το 1960 σε λιγότερα από 1,5 παιδιά σε αυτές που γεννήθηκαν μετά το 1985). Πρόκειται για κάποια από τα πρώτα συμπεράσματα που αναφέρονται στο πρόσφατο ψηφιακό δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Μια στις τρεις από τις 1035 Δημοτικές Ενότητες στη χώρα μας έχουν λιγότερες από 10 γεννήσεις ετησίως, ένα παράδοξο;». Συγγραφείς αυτής της μελέτης είναι οι καθ. Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς ιδρυτικά μέλη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ).
Η, σε εθνικό επίπεδο, καταγραφείσα πτώση των γεννήσεων μετά το 1980, σύμφωνα με τους δυο ερευνητές, δεν συντελείται με την ίδια ταχύτητα σε όλες τις περιοχές χώρας μας, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στη διαφοροποιημένη γονιμότητα των ζευγαριών (στο ότι δηλαδή οι γυναίκες σε κάποιες από αυτές κάνουν λίγο περισσότερα παιδιά από ότι σε άλλες). Έχει άμεση σχέση και με τη διαχρονικά μεταβολή του συνολικού πληθυσμού κάθε περιοχής, μεταβολή που επηρεάστηκε σημαντικά και από τη μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), με επιπτώσεις και στο πλήθος των ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας και απόκτησης παιδιών (στους 20-49 ετών).
Πόσες και ποιες όμως, είναι οι περιοχές αυτές όπου καταγράφεται μετά το 2014, ένας εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός γεννήσεων, αριθμός που αποτυπώνεται ήδη – και θα αποτυπωθεί εντονότερα και στο εγγύς μέλλον – στον πληθυσμό 0-14 ετών; Για να απαντήσουν στο ερώτημα που έθεσαν, στηρίχθηκαν στα δεδομένα των γεννήσεων ανά Δημοτική Ενότητα (Δ.Ε.) που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ για δυο εξαετίες (2014-19 και 2020-25) και χαρτογραφήσαν τα αποτελέσματα. Από την ανάλυσή τους, προκύπτει ότι το πλήθος των Δημοτικών Ενοτήτων με έναν εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό γεννήσεων (έως και 60 γεννήσεις ανά εξαετία) είναι σημαντικό και αυξανόμενο καθώς αφορά το 29,8% των ΔΕ την πρώτη εξαετία και το 35,5% τη δεύτερη. Μια στις δύο, έχει πληθυσμό από 1000-3600 άτομα και μια στις 10 λιγότερα από 250. Ένας πολύ μικρός αριθμός από αυτές, δεν είχαν/ δεν θα έχουν γεννήσεις, ενώ μόνον στο 8% εξ αυτών, οι γεννήσεις θα κυμανθούν από 41-60 ανά εξαετία (δηλαδή 7-10 ανά έτος).
πηγη: iefimerida.gr