Η αύξηση βάρους ίσως εξηγείται καλύτερα με το «μοντέλο υδατανθράκων-ινσουλίνης».
Η κρατούσα άποψη που θέλει την παχυσαρκία να οφείλεται στην κατανάλωση υπερβολικά πολλών θερμίδων είναι εσφαλμένη και αναποτελεσματική, υποστηρίζει διεθνής ομάδα ειδικών, η οποία θεωρεί ότι σημασία δεν έχει το πόσο τρώμε αλλά τι.
Ο μηχανισμός της παχυσαρκίας μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα με το «μοντέλο υδατανθράκων-ινσουλίνης», υποστηρίζουν οι ερευνητές με δημοσίευσή τους στο American Journal of Clinical Nutrition.
Το νεότερο αυτό μοντέλο λέει ότι η αύξηση του βάρους οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση απλών υδατανθράκων, τροφίμων με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη που ανεβάζουν απότομα το σάκχαρο του αίματος και αναγκάζουν τον οργανισμό να παράγει ινσουλίνη.
Το μοντέλο υδατανθράκων-ινσουλίνης αφενός εξηγεί καλύτερα τα μεταβολικά αίτια της παχυσαρκίας, αφετέρου θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές στρατηγικές για την αντιμετώπισή της, εκτιμά η συντακτική ομάδα.
Σήμερα, οι στρατηγικές κατά της παχυσαρκίας βασίζονται στο μοντέλο της ενεργειακής ανισορροπίας, σύμφωνα με το οποίο το σωματικό βάρος αυξάνεται όταν καταναλώνουμε περισσότερες θερμίδες από ό,τι δαπανούμε.
Για παράδειγμα, οι επίσημες διατροφικές συστάσεις που εκδίδει το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας αναφέρουν ότι η απώλεια βάρους «απαιτεί μείωση των θερμίδων από τρόφιμα και ποτά και αύξηση της ποσότητας ενέργειας που δαπανάται μέσω φυσικής δραστηριότητας».
Ωστόσο το μοντέλο της ενεργειακής ανισορροπίας δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε τα βιολογικά αίτια της παχυσαρκίας, ούτε εξηγεί αν η υπερβολική κατανάλωση φαγητού είναι αιτία ή αποτέλεσμα του προβλήματος.
«Στη διάρκεια μιας περιόδου ταχείς ανάπτυξης, για παράδειγμα, οι έφηβοι μπορεί να αυξήσουν την πρόσληψη τροφής κατά 1.000 θερμίδες την ημέρα. Είναι όμως η αυξημένη κατανάλωση φαγητού η αιτία της ταχείας ανάπτυξης, ή μήπως η ταχεία ανάπτυξη είναι αυτό που προκαλεί πείνα και αύξηση της κατανάλωσης φαγητού» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Λούντβιγκ του Χάρβαρντ, επικεφαλής της μελέτης. Οι δηλώσεις του φιλοξενούνται σε ανακοίνωση της Αμερικανικής Εταιρείας Διατροφής, η οποία εκδίδει το American Journal of Clinical Nutrition.
Ορμονικές αλλαγές
Η ομάδα του Λούντβιγκ, αποτελούμενη από 17 αναγνωρισμένους ειδικούς, συνοψίζει τα διαθέσιμα δεδομένα για το μοντέλο υδατανθράκων-ινσουλίνης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη πρόσληψη φαγητού είναι αποτέλεσμα μεταβολικών διαταραχών, και όχι αιτία της παχυσαρκίας.
Τα τρόφιμα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη, αναφέρουν οι ερευνητές, προκαλούν ορμονικές μεταβολές που αλλάζουν τον μεταβολισμό και ενθαρρύνουν την αποθήκευση λίπους.
Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που ανεβάζουν απότομα το σάκχαρο, ο οργανισμός αντιδρά εκκρίνοντας ινσουλίνη και καταστέλλοντας την έκκριση γλυκαγόνης, μιας ορμόνης που δρα αντίστροφα από ό,τι η ινσουλίνη και ανεβάζει το σάκχαρο του αίματος.
Η ορμονική απόκριση δίνει σινιάλο στα λιπώδη κύτταρα να αποθηκεύσουν περισσότερες θερμίδες ως λίπος, με αποτέλεσμα να μένουν λιγότερες θερμίδες διαθέσιμες για τους μυς και άλλους ιστούς με υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις.
Ως αποτέλεσμα, ο εγκέφαλος θεωρεί ότι δεν υπάρχει αρκετή διαθέσιμη ενέργεια και αντιδρά με αίσθημα πείνας. Επιπλέον, ο μεταβολισμός επιβραδύνεται για να εξοικονομήσει θερμίδες. Ως αποτέλεσμα, παραμένουμε πεινασμένοι ακόμα και όταν συνεχίζουμε να συσσωρεύουμε λίπος.
Το μοντέλο αυτό εξηγεί πώς τα τρόφιμα επηρεάζουν τις ορμόνες και τον μεταβολισμό, σε αντίθεση με το μοντέλο της ενεργειακής ανισορροπίας, στο οποίο όλες οι θερμίδες θεωρούνται ίδιες ανεξάρτητα της προέλευσής τους.
Η υιοθέτηση του νέου μοντέλου θα είχε μεγάλες συνέπειες όσον αφορά την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, λένε οι ερευνητές. Αντί να παροτρύνει τον κόσμο να τρώει λιγότερο, μια τακτική που συνήθως δεν είναι αποτελεσματική σε μακροπρόθεσμη βάση, το νέο μοντέλο δίνει έμφαση στο τι τρώμε.
Όπως το θέτει ο δρ Λούντβιγκ, «η μείωση της κατανάλωσης εύπεπτων υδατανθράκών, οι οποίοι κατέκλυσαν την αγορά την εποχή της δίαιτας χαμηλών λιπαρών, περιορίζει την τάση αποθήκευσης λίπους. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι μπορεί να χάσουν περισσότερο βάρος με λιγότερη πείνα και προσπάθεια».
Η ερευνητική ομάδα τονίζει πάντως ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες προκειμένου να διαπιστωθεί οριστικά πιο από τα δύο μοντέλα εξηγεί καλύτερα την παχυσαρκία. Για τον λόγο αυτό παραθέτουν μια σειρά από προβλέψεις ζητούν «συνεργασίες ανάμεσα σε επιστήμονες με διαφορετικές απόψεις προκειμένου να ελεγχθούν οι προβλέψεις με ενδελεχείς μελέτες».
in.gr