του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
από το www.in.gr
Φέτος γιορτάζουμε τα πενήντα χρόνια από τη μεταπολίτευση και φαντάζομαι ότι θα υπάρξει και ένα ολόκληρο φάσμα από επετειακές εκδηλώσεις και εκδόσεις. Στο βαθμό που η Μεταπολίτευση αποτέλεσε την κορυφαία δημοκρατική μετάβαση στη χώρα μας και άνοιξε το δρόμο για το μακρύτερο διάστημα σχετικής πολιτικής ομαλότητας που γνώρισε αυτός ο τόπος, φαντάζομαι ότι η αντιμετώπιση θα είναι αρκετά εξιδανικευτική.
Βλέπετε, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές περιπτώσεις, «ο νεκρός δεδικαίωται».
Και η Μεταπολίτευση ως ιστορική δυναμική, ως δημοκρατική διεκδίκηση, ως συλλογική κινητοποίηση, ως συνθήκη και εποχή έχει τελειώσει εδώ και αρκετά χρόνια. Μικρή σημασία έχει να εντοπίσουμε το ακριβές χρονικό σημείο του τέλους της. Το βασικό είναι να αποδεχτούμε ότι έχει τελειώσει.
Μόνο που το τέλος της Μεταπολίτευσης δεν έχει σημάνει μέχρι τώρα μια νέα ιστορική δυναμική. Ούτε μια μεγαλύτερη επίγνωση, διορατικότητα και σοβαρότητα από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Το ακριβώς αντίθετο: η χώρα βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση ως προς τον προσανατολισμό της αλλά και ως προς την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να παίξει τον ηγετικό ρόλο που του αναλογεί.
Αυτή η κρίση φαίνεται σε διάφορες πτυχές: Στην αδυναμία επεξεργασίας ενός πραγματικού αναπτυξιακού σχεδίου για την εποχή της κλιματικής αλλαγής, πέραν των απλών πανηγυρισμών όποτε «ευημερούν οι αριθμοί». Στη δυσκολία σοβαρής συζήτησης για τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας πέραν της επιμονής να είμαστε με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Στην επιμονή να κινούμαστε θεωρώντας θέσφατα τα νεοφιλελεύθερα εγχειρίδια προηγούμενων δεκαετιών, χωρίς καμιά επίγνωση του βαθμού στον οποίο διαψεύστηκαν. Στη διαρκή υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία και της ουσίας από την εικόνα. Στην ευκολία με την οποία επανέρχεται ο πειρασμός κλασικών εθνικιστικών ή ρατσιστικών ρητορικών, όποτε τα πράγματα φαίνεται να γίνονται δύσκολα.
Πάνω από όλα αυτή η κρίση αντανακλάται σε μια ολοένα και πιο έντονη ανυποληψία του πολιτικού προσωπικού της χώρας στα μάτια του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Αυτό αποτυπώθηκε, άλλωστε, και στις ευρωεκλογές. Είτε με τη μορφή της επιλογής της αποχής σε εντυπωσιακά υψηλά επίπεδα, είτε με τη μορφή της αναζήτησης ψήφου διαμαρτυρίας προς διάφορες κατευθύνσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό έγινε πολύ περισσότερο με όρους υπερψήφισης του «μικρότερου κακού» παρά μιας ενεργητικής συστράτευσης και έμπνευσης από ένα πολιτικό όραμα και σχέδιο.
Ούτε είναι τυχαίο ότι ήταν σε αυτό το τοπίο που καταγράφηκε και μια σημαντική ενίσχυση των διαφόρων παραλλαγών της ακροδεξιάς, δηλαδή του κατεξοχήν χώρου που παραδοσιακά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα κλίμα απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει επίσης και γιατί σε αυτές τις εκλογές δεν τα πήγε καλά ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση. Γιατί η κυβέρνηση εισέπραξε πολιτικό κόστος γιατί οι πολίτες αισθάνονται ότι βασικά αιτήματα και ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται, την ώρα που η αντιπολίτευση, πλήρωσε το τίμημα του ότι δεν έχει φανεί ικανή να προσφέρει μια πειστική εναλλακτική πρόταση.
Και μάλιστα μέσα σε ένα κλίμα απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών είναι κυρίως οι προοδευτικές δυνάμεις που πληρώνουν πάντοτε ακριβότερο τίμημα, γιατί για να συστρατευτεί στη δική τους κατεύθυνση η κοινωνία χρειάζεται να έχει εμπιστοσύνη και στη δημοκρατία και στην πολιτική συμμετοχή, ενώ η ακροδεξιά πάντοτε «χαϊδεύει αυτιά», λέγοντας «κάνε την οργή σου ψήφο και τα υπόλοιπα άστα επάνω μου».
Μόνο που για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, οι αριστερές προοδευτικές δυνάμεις εν προκειμένω είναι ταυτόχρονα θύματα αυτής της κατάστασης αλλά και μέρος του προβλήματος, αφού είναι κατεξοχήν η δική τους απροθυμία ή και αδυναμία να εργαστούν σοβαρά για την επεξεργασία μιας εναλλακτικής, που εμπεδώνει την αντίληψη ότι η πολιτική είναι απλώς μπερντές του καραγκιόζη για αποφάσεις προειλημμένες.
Όλα αυτά όμως διαμορφώνουν μια ιδιαίτερα προβληματική συνθήκη. Έχουμε ένα πολιτικό σύστημα αναντίστοιχο με τις διαθέσεις της κοινωνίας και αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της. Την ίδια ώρα η κοινωνία δεν προκρίνει τη διαμαρτυρία ή τη συμμετοχή αλλά συγκριτικά περισσότερο την αποχή και την απαξίωση. Και αυτή είναι μια εκρηκτική αντίφαση.
Η τελευταία φορά που είχαμε μια τόσο μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τις διαθέσεις της κοινωνίας ήταν παραμονές της Χούντας.
Μόνο που τότε η αναντιστοιχία ήταν ανάμεσα σε μια κοινωνία σε αναβρασμό που απαιτούσε απαλλαγή από τον αυταρχισμό και τον συντηρητισμό του μετεμφυλιακού κράτους και ένα πολιτικό και κρατικό σύστημα που ήταν γέννημα του Εμφυλίου και τελικά αντέδρασε με το πραξικόπημα και τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Σήμερα η αναντιστοιχία είναι ανάμεσα σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει σταματήσει να παράγει λύσεις, εναλλακτικές και προοπτική και μία κοινωνία δυσαρεστημένη, αποκαρδιωμένη και περισσότερο κατακερματισμένη παρά ποτέ.
Και ο κίνδυνος αυτή τη φορά δεν είναι τόσο να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να ακούσουμε μια κάπως στριγκή φωνή να μιλά μια παράξενη καθαρεύουσα και να μας εξηγεί ότι μας βάζει «στον γύψο» για το καλό μας, όσο να δούμε τους πολιτικούς απογόνους εκείνης της στριγκής φωνής να κερδίζουν διαρκώς σε επιρροή μέσα σε ένα τοπίο όπου όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα θεωρούν ότι έχει νόημα να πάνε να ψηφίσουν.
Και πριν ακούσω ένα ακόμη «ναι αλλά», θα έλεγα να κοιτάξουν τι γίνεται στη Γαλλία. «Στην απέξω» την είχαν την ακροδεξιά για δεκαετίες και πολιτικά στιγματισμένη, όμως η ταυτόχρονα κρίση της δεξιάς και της αριστεράς την ενίσχυε διαρκώς μέχρι που η αποτυχία του «Κέντρου», όπως το πρότεινε ο Εμανουέλ Μακρόν, την απογείωσε και πολύ πιθανό να την οδηγήσει και στην εξουσία. Και στη χώρα μας η Ακροδεξιά ήταν ίσως ο μόνος νικητής των ευρωεκλογών.
Αυτό σημαίνει ότι όποιος θεωρεί ότι αυτό που χρειάζεται είναι «διορθωτικές παρεμβάσεις», «καλύτερη διαχείριση του μηνύματος», ή απλώς «εντατικότερη πολιτική δουλειά» είναι πολλαπλά γελασμένος και ιστορικά ανεύθυνος.
Η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσιμες προκλήσεις, μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι όπου η κατεύθυνση που θα πάρει και οι επιλογές που θα γίνουν θα σφραγίσουν το μέλλον της σε βάθος χρόνου.
Δεν χρειάζεται απλώς μια εναλλακτική πολιτική πρόταση που να παραπέμπει σε έναν ιστορικό ορίζοντα που να μην είναι απλώς η αναπαραγωγή της σημερινής συνθήκης.
Χρειάζεται μια πλήρη επανεκκίνηση της σχέσης της κοινωνίας με τη δημοκρατία και την πολιτική.
Μια επανεκκίνηση που να οικοδομεί ξανά εμπιστοσύνη στη δυνατότητα με την πολιτική συμμετοχή να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Και αυτό μόνο σε μια αριστερή και προοδευτική κατεύθυνση μπορεί να γίνει, επί της ουσίας όμως και όχι απλώς σε επίπεδο ρητορικής.
Διαφορετικά η χώρα θα συνεχίζει να βυθίζεται σε μια κρίση πολιτισμική και όχι απλώς πολιτική και ο μόνος πόλος που θα ενισχύεται θα είναι η ακροδεξιά σε όλες τις παραλλαγές της.
Αυτή είναι η πρόκληση, αυτή είναι και η ευθύνη.