Η εξαίρεση των δαπανών για την πρόβλεψη αλλά και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής από το έλλειμμα και το χρέος των κρατών-μελών θα είναι ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της συζήτησης που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το θέμα που θα τεθεί στους υπερασπιστές της σκληρής δημοσιονομικής γραμμής, κυρίως από τις μεσογειακές χώρες, είναι ότι, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, θα πρέπει να μην υπολογίζονται στο έλλειμμα και το χρέος της κάθε χώρας οι δαπάνες για την προστασία και την κάλυψη των ζημιών που προκαλούν ακραία καιρικά φαινόμενα συνδεδεμένα με την κλιματική αλλαγή.
Ως γνωστόν, πολλές χώρες της Ευρώπης (και η Ελλάδα) χτυπήθηκαν από πρωτοφανή καιρικά φαινόμενα από το 2020 μέχρι και σήμερα. Οι πλημμύρες στην Κεντρική Ιταλία και ο μεσογειακός κυκλώνας “Ιανός” στην Ελλάδα, οι πλημμύρες σε Εύβοια και Στερεά Ελλάδα πέρσι, οι μεγάλες πλημμύρες σε Γερμανία, Ολλανδία και Βέλγιο τον Ιούλιο και οι μεγα-πυρκαγιές που βιώνουν σήμερα Ελλάδα και Ιταλία και νωρίτερα το καλοκαίρι η Κύπρος, η Γαλλία και η Ισπανία είναι απρόβλεπτα και καταστροφικά φαινόμενα. Συνεπώς δεν μπορούν να προβλεφθούν από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Μόνο η Ελλάδα υπολογίζει ότι, μετά τις τελευταίες πυρκαγιές, θα καταγράψει δαπάνες για αποκατάσταση ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα ύψους 1,6 δισ. (1,1 δισ. που έχουν δοθεί ήδη συν τα 500 εκατ. ευρώ για τις πυρκαγιές), δηλαδή περίπου 0,9% του ΑΕΠ της. Τούτο, χωρίς να υπολογιστούν και τα 41 δισ. που θα δαπανήσει έως το τέλος του χρόνου, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού.
Το αίτημα για εξαίρεση των δαπανών για την κλιματική αλλαγή παρά τις επί της αρχής αντιρρήσεις που εκφράζουν μπορεί να γίνει κατανοητό από τις βόρειες χώρες. Τούτο διότι, παρότι εμφανίζονται αντίθετες σε κάθε έννοια δημοσιονομικής χαλάρωσης, είναι οι περισσότερο συνειδητοποιημένες σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή. Η εξαίρεση δεν θα αφορά μόνο τις δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών από φυσικές καταστροφές, αλλά και τις πρόσθετες δαπάνες που θα κάνει κάθε κράτος για τη βελτίωση του περιβάλλοντος. Τούτο διότι το κόστος των ζημιών γίνεται κάθε χρόνο όλο και μεγαλύτερο και τα καιρικά φαινόμενα γίνονται τόσο ακραία που μπορούν και να απειλήσουν μεσοπρόθεσμα και την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης.
Η Πράσινη Συμφωνία
Στο αντεπιχείρημα των Βορείων ότι για την πράσινη μετάβαση υπάρχει το Ταμείο Ανάκαμψης που βρίσκεται ακόμη στην αρχή του, η απάντηση δίνεται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που υιοθετήθηκε το 2019. Στο κείμενο τονίζεται ότι για να φτάσουμε τον στόχο για μείωση κατά 55% των αερίων του θερμοκηπίου στην Ε.Ε. έως το 2030, χρειάζονται επενδύσεις 260 δισ. τον χρόνο. Συνεπώς, εκτός από τα περίπου 249 δισ. ευρώ που θα διατεθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πράσινη μετάβαση (η Ελλάδα θα διαθέσει τα 11,6 δισ. από τα συνολικά 30,5 δισ. του προγράμματός της) θα πρέπει και τα ίδια τα κράτη-μέλη να αναλάβουν δράση προς την κατεύθυνση αυτή. Για τον λόγο αυτό, εκτός από τις ιδιωτικές επενδύσεις στην πράσινη οικονομία, θα πρέπει και τα κράτη-μέλη να προσαρμόσουν και τις δημόσιες επενδύσεις τους προς την πράσινη οικονομία. Για κράτη όμως που δεν έχουν δημοσιονομικό χώρο να επενδύσουν από τα πλεονάσματά τους θα πρέπει να υπάρξει μια ευελιξία στις δαπάνες που θα κάνουν για την πράσινη μετάβαση.
Τα “πράσινα ομόλογα”
Η συζήτηση αυτή, για το μέγεθος του ελλείμματος και την ευελιξία υπολογισμού των δαπανών, με βάση το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να επεκταθεί και στο χρέος. Με βάση το γεγονός ότι οι ενέργειες για την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούν να περιμένουν τη δημοσιονομική προσαρμογή κάθε κράτους-μέλους, θα πρέπει κάθε χώρα να μπορεί να δανειστεί για τις επιταχύνει. Με την παρέμβαση μπαίνει στη συζήτηση για τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς στόχους της Ε.Ε. και ο θεσμός των “πράσινων ομολόγων”, όπως αυτών που θα εκδώσει και η Ελλάδα σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε την Τρίτη ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, κατά την ανακοίνωση των μέτρων για την ανακούφιση των πυρόπληκτων . Ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι ξεκίνησε έρευνα, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, από τις αρχές Ιουνίου 2021, για τη δημιουργία πλαισίου έκδοσης ελληνικών κρατικών χρεογράφων τα πιστωτικά έσοδα των οποίων θα χρησιμοποιηθούν για έργα, δράσεις και προγράμματα του Ελληνικού Δημοσίου με αποκλειστικό προσανατολισμό στην πράσινη και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Τα “πράσινα ομόλογα” εκδίδονται για να χρηματοδοτήσουν δράσεις και έργα για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος ή τη μονιμότερη αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Προκειμένου να γίνουν πιο ελκυστικά στους επενδυτές, έχουν ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς σε σύγκριση με τα “κλασικά” ομόλογα. Για ένα μέλος της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, η έκδοση “πράσινων ομολόγων” βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις κατευθυντήριες γραμμές της Πράσινης Συμφωνίας.
Το πρόβλημα του χρέους
Ωστόσο, η έκδοσή τους, παρά τη δεδομένη χρήση τους για περιβαλλοντικά φιλικές επενδύσεις δεν παύει να υπολογίζεται στο δημόσιο χρέος. Ως γνωστόν, λόγω και των έκτακτων συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία του κορονοϊού, η Ελλάδα έχει με διαφορά το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεπερνώντας οριακά το 200%. Συνεπώς, για να υπάρξει η δυνατότητα έκδοσης τέτοιων ομολόγων ειδικού σκοπού προϋποθέτει άλλη μια δομική αλλαγή και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του χρέους. Ως γνωστόν, αν ίσχυαν σήμερα οι δημοσιονομικοί κανόνες τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να καταγράφει σε ετήσια βάση μείωση κατά το 1/20 του χρέους της (περίπου 10% του ΑΕΠ), ώστε να μην υποχρεωθεί σε περιοριστικά μέτρα ανεξάρτητα αν η αύξηση του χρέους είναι αποτέλεσμα ενός έκτακτου φαινομένου όπως η πανδημία του κορονοϊού.
Αντίστοιχα προβλήματα θα έχουν άλλες χώρες, πολύ μεγαλύτερες από την Ελλάδα, λόγω του ύψους τους χρέους τους. Η γειτονική Ιταλία που το χρέος της φτάνει το 155% του ΑΕΠ της, η Πορτογαλία με χρέος στο 133,2% του ΑΕΠ, η Ισπανία με χρέος 120% του ΑΕΠ, ακόμη και το Βέλγιο και η Γαλλία που έχουν χρέος πάνω από το 110 % του ΑΕΠ τους λόγω και της πρόσφατης πανδημίας. Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι χωρίς την απαραίτητη ευελιξία ή την αλλαγή των όρων με τους οποίους θα μετρά η Ε.Ε. τη δημοσιονομική προσαρμογή σε έλλειμμα και χρέος ο στόχος του 2030 της Πράσινης Συμφωνίας δεν θα επιτευχθεί και η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να τηρεί παρωχημένους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι θεσπίστηκαν κάτω από άλλες συνθήκες, υπομένοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.