Πώς τελειώνει μια πανδημία; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας σε όλο τον κόσμο.
Η συνηθέστερη απάντηση είναι όταν πετύχουμε την ανοσία αγέλης, είτε μέσα από τον εμβολιασμό είτε μέσα από την προηγούμενη φυσική νόσηση. Το ποιο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να έχει ανοσία ποικίλει και υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις ανάλογα με την ασθένεια, αλλά η βασική λογική είναι ίδια: όταν καταφέρουμε να πετύχουμε μια συνθήκη όπου ακόμη και υπάρξουν σποραδικά κρούσματα, αυτά να μην οδηγούν σε παραπέρα διασπορά. Και όντως με αυτό τον τρόπο καταφέραμε, κυρίως μέσα από μαζικούς και συστηματικούς εμβολιασμούς, να πετύχουμε την εξάλειψη της ευλογιάς ή τον ριζικό περιορισμό της πολιομυελίτιδας (με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να έχει θέσει στόχο και εδώ την εξάλειψη.
Όμως, τα πράγματα με τους ιούς του ανώτερου αναπνευστικού δείχνουν να είναι κάπως διαφορετικά. Ήδη από πειράματα που έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τα οποία τα θυμηθήκαμε με αφορμή την πανδημία, ξέρουμε ότι οι κορωναϊοί προσφέρουν ένα είδος ανοσίας σε όσους νοσήσουν που φθίνει όσο περνάει ο καιρός, όμως η γενική τάση είναι όταν επαναμολύνεται κάποιος τα συμπτώματα να είναι ελαφρότερα. Αντίστοιχα, από τη γρίπη, νόσο που έχει δώσει τρεις πανδημίες με πολλά θύματα στον 20ο αιώνα και μία πανδημία στον 21ο, ευτυχώς με λίγα σχετικά θύματα, και η οποία παραμένει μια απειλή ιδίως για ηλικιωμένους και ευπαθείς, ξέρουμε ότι οι συχνές μεταλλάξεις σημαίνουν για παράδειγμα ότι κάθε χρόνο πρέπει να επαναλαμβάνεται το εμβόλιο και ότι αυτό προσφέρει σημαντική αλλά όχι απόλυτη κάλυψη.
Στην περίπτωση του ιού SARS-COV-2, πολύ νωρίς φάνηκε ότι η διασπορά ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να τεθεί ένα θέμα εκμηδενισμού και εξάλειψής του κατά τρόπο ανάλογο της εξάλειψης του SARS. Τα χαρακτηριστικά της μετάδοσής του και τα προβλήματα στην έγκαιρη επιδημιολογική επιτήρηση στα πρώτα βήματα έδειξαν ότι δεν μπορούσε να «εξαλειφθεί».
Σε αυτή τη βάση οι κυβερνήσεις κινήθηκαν στην κατεύθυνση να περιορίσουν κατά το δυνατόν τη διασπορά ώστε να μην επιβαρυνθούν πέραν του ορίου τα συστήματα υγείας, κατά βάση μέσα από μέτρα τύπου λοκντάουν τα οποία είχαν μεγάλο κοινωνικό κόστος και από ένα σημείο φάνηκε ότι δεν μπορούσαν να σταματήσουν τη δημιουργία αλυσίδων διασποράς. Η προσπάθεια ήταν να κερδηθεί χρόνος για να έρθουν τα εμβόλια.
Η πραγματική αποτελεσματικότητα των εμβολίων
Ο ερχομός των εμβολίων και η προοπτική να εμβολιαστεί ένα σημαντικό τμήμα του ενήλικου πληθυσμού (και κατ’ αναλογία ένα σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού) παρουσιάστηκε αρχικά ως ο δρόμος για την εξάλειψη του ιού. Βέβαια, τα ίδια τα εμβόλια εξαρχής είχαν παρουσιαστεί ως εμβόλια που ήταν μη αποστειρωτικά δηλαδή δεν εξασφάλιζαν ότι κάποιος δεν θα νοσούσε ή δεν θα μετέδιδε, αλλά ότι θα νοσούσε πολύ πιο ελαφρά και σε μικρότερη πιθανότητα. Ωστόσο, τα ενθαρρυντικά δεδομένα από τις αρχικές κλινικές δοκιμές έδειχναν πολύ σημαντικό περιορισμό της διασποράς.
Και όντως τα εμβόλια φάνηκε ότι μπορούσαν να περιορίσουν σημαντικά την πιθανότητα σοβαρής νόσησης και θανάτου. Όμως, η διασπορά του ιού συνεχίστηκε και η εμφάνιση πιο μεταδοτικών παραλλαγών (στοιχείο που ανήκει στην «κανονική» εξελικτική πορεία των ιών) έδειξε ότι ακόμη και με υψηλά ποσοστά εμβολιασμένων, η διασπορά δεν σταματούσε, ενώ ο σημαντικός αριθμός ανεμβολίαστων οδηγεί σε αυξημένους απόλυτους αριθμούς νοσηλειών, διασωληνώσεων αλλά και θανάτων. Την ίδια ώρα, η παρακολούθηση των εμβολιασμένων έδειξε ότι μετά την παρέλευση κάποιων μηνών η αποτελεσματικότητα των εμβολίων υποχωρούσε.
Η προσπάθεια να περιοριστούν οι εμβολιασμοί
Η αντίδραση των κυβερνήσεων σε αυτή την εξέλιξη ήταν να προσπαθήσουν να περιορίσουν σημαντικά τον αριθμό των ανεμβολίαστων – και άρα το τμήμα το πληθυσμού που θα είχε αυξημένη πιθανότητα να νοσήσει σοβαρά ή/και να πεθάνει. Αυτό κυρίως πήρε τη μορφή των διαφόρων «υγειονομικών διαβατηρίων», σχηματικά ενός φάσματος απαγορεύσεων και περιορισμών για όσους ήταν ανεμβολίαστοι. Ουσιαστικά, ήταν ένα φάσμα «αρνητικών διακρίσεων» σε βάρος των ανεμβολίαστων με σκοπό να τους πείσουν να εμβολιαστούν. Παράλληλα, ο συνδυασμός ανάμεσα στην προσπάθεια να αυξηθεί το συνολικό ποσοστό του πληθυσμού που είναι εμβολιασμένο και την ανησυχία για τις επιπτώσεις του long covid και σε νεώτερες ηλικίες οδήγησε στις οδηγίες για εμβολιασμό και των ανήλικων, ξεκινώντας από τους εφήβους. Ταυτόχρονα, άρχισε η συζήτηση για την ανάγκη να χορηγηθεί τρίτη δόση σε όσους είχαν εμβολιαστεί πλήρως, ώστε να αντιμετωπιστεί η υποχώρηση της αποτελεσματικότητας, παρότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπογράμμισε ότι είναι προτιμότερο αντί για τρίτες δόσεις στις αναπτυγμένες χώρες να γίνουν πρώτες δόσεις στον αναπτυσσόμενο όπου τα ποσοστά εμβολιασμού παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά.
Σε αυτή τη βάση οι χώρες της Ευρώπης ειδικά προσανατολίζονται στη λογική του να προσπαθήσουν να κρατήσουν όσο το δυνατό περισσότερες δραστηριότητες ανοιχτές, πιέζοντας την ίδια στιγμή τους ανεμβολίαστους να εμβολιαστούν εφόσον τους αποκλείουν από πάρα πολλές κοινωνικές δραστηριότητες.
Στους γεωγραφικούς αντίποδες η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία επέλεξαν μια διαφορετική στρατηγική που στηρίζεται στα σφραγισμένα σύνορα και την επιβολή αυστηρών λοκντάουν, παρά τα σχετικά χαμηλά επίπεδα κρουσμάτων σε σχέση με την Ευρώπη ή τις ΗΠΑ, μέχρις ότου πετύχουν υψηλά ποσοστά εμβολιασμού (που τα θέτουν πιο ψηλά από άλλες χώρες). Ωστόσο και εδώ έχουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ότι τα ποσοστά εμβολιασμού τους παραμένουν αρκετά χαμηλά.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν κάνει σαφές ότι δεν θα ήθελαν να έχουν νέα περιοριστικά μέτρα. Το κοινωνικό κόστος είναι μεγάλο και θα υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις. Αυτό εξηγεί και τον τρόπο που κάνουν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους προσφέροντας στους πρώτους μια σχετικά κανονική κοινωνική ζωή.
Μια «κανονικότητα» με συνεχιζόμενη διασπορά του ιού
Ωστόσο, αυτό που σιγά σιγά σχηματοποιείται είναι ότι η «κανονικότητα» που προσφέρεται είναι μια κανονικότητα στην οποία θα υπάρχει μετάδοση του ιού. Δεν θα είναι μια κανονικότητα χωρίς τον ιό. Με δεδομένο το συνδυασμό ανάμεσα στην υψηλή μεταδοτικότητα των παραλλαγών, το γεγονός ότι το ιικό φορτίο στους εμβολιασμένους και τους ανεμβολίαστους που θα νοσήσουν είναι αντίστοιχο και την υποχώρηση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων από ένα σημείο και μετά, θα έχουμε μετάδοση που θα τροφοδοτείται από εμβολιασμένους, έστω και εάν αυτή θα οδηγεί σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά σοβαρής νόσησης ή θανάτου (εάν πρόκειται για μετάδοση προς άλλους εμβολιασμένους, γιατί η μετάδοση προς ανεμβολίαστους θα έχει πολύ υψηλότερο κίνδυνο).
Μια τέτοια συνθήκη είναι πιθανό να οδηγήσει σε ερωτήματα για το εάν θα πρέπει να υπάρξουν ξανά περιοριστικά μέτρα, με όλο το ενδεχόμενο να προσκρούσουν αυτά στην κούραση και την απροθυμία των κοινωνιών. Από εκεί και πέρα υπάρχει και το ενδεχόμενο μιας αλλαγής του ίδιου του αφηγήματος για την πανδημία. Σε ένα τέτοιο τροποποιημένο αφήγημα πλέον η έμφαση δεν θα είναι τόσο στην απόλυτη διασπορά, αλλά στο γεγονός ότι χάρη στα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού θα έχει περιοριστεί η πιθανότητα σοβαρής νόσησης και οι δείκτες νοσηλειών και θανάτων θα είναι αναλογικά χαμηλότεροι.
Σε αυτή τη βάση ο ορίζοντας πια δεν είναι η εξάλειψη του ιού, αλλά μια συνθήκη όπου θα είναι ενδημικός, δεν θα προκαλεί τον ίδιο αντίκτυπο, θα υπάρχει διαρκής και ισχυρή σύσταση εμβολιασμού, κατά τρόπου ανάλογο π.χ. με αυτόν που αντιμετωπίζουμε κάθε χρόνο τη γρίπη. Ωστόσο, το εάν κα πώς θα περάσει αυτό το μήνυμα προς τα κάτω στις κοινωνίες και το πότε οι κυβερνήσεις θα νιώσουν ότι μπορούν να κάνουν αυτή την αλλαγή «αφηγήματος» απέναντι σε κοινωνίες που για πολύ καιρό κλήθηκαν να αποδεχτούν μια ορισμένη κατεύθυνση θα εξαρτηθεί και από τα επιδημιολογικά δεδομένα και από πολιτικές σταθμίσεις.