Τρίτη
5
Νοέμβριος
TOP

Μονεμβασιά – Βράχος ζωντανός και αθάνατος

Ταξίδια στη Μονεμβασιά και ψιλή κουβέντα με το κάστρο της

Όταν τους έλεγες για τη Μονεμβασιά, πετούσαν τη σκούφια τους. Ούτε η απόσταση, ούτε η θαλασσοταραχή, ούτε κι η ζέστη ακόμα του καλοκαιριού, και το άθλιο οδικό δίκτυο, όταν το επιλέγαμε εκουσίως ή ακουσίως, κρατούσε πίσω κανέναν και καμία. Έτσι, πήγαμε πολλές φορές, με τις εκάστοτε παρέες, από τις τότε φοιτητικές μέχρι τις πιο πρόσφατες των καλλιτεχνών και των λογοτεχνών ή των φιλοξενούμενων από ξένες χώρες.   

Κι ήταν πάντα μια καινούργια εμπειρία, μια άλλη έξαρση, μια άλλη έκπληξη, μια άλλη επιβεβαίωση. Το μυστήριο του μεγάλου κάθετου βράχου και της ατέλειωτης θάλασσας γύρω απ’ αυτόν με τις δύο οχυρωμένες πολιτείες του, την πάνω και την κάτω, μέσα από τη χαμηλή θολωτή είσοδο, στο τέρμα του δρόμου μετά τη γέφυρα που ενώνει το μύθο της Μονεμβασιάς με την πραγματικότητα του άλλου μαγικού λακωνικού τοπίου σαν ομφάλιος λώρος, μας τραβούσε σαν τον μαγνήτη. Δεν έπαψε ποτέ να μας λέει και να μας δείχνει τα μυστικά του, αλλά και ποτέ δεν εξαντλήθηκαν οι πηγές των παραμυθιών και της ιστορίας του, της μαγείας και των αποκαλύψεών του. 

Από το πλοίο, στο Μυρτώο Πέλαγος, ή από τη στροφή του δρόμου πέρα από τη γέφυρα με τ’ αυτοκίνητο, καθώς πλησιάζαμε, άρχιζαν οι παλμοί των παράξενων συγκινήσεων. Το Κάστρο της Μονεμβασιάς μάς άνοιγε την αγκαλιά του. Λες κι αυτός ο όγκος, ανάλαφρος σαν σύννεφο, είχε ραντεβού μαζί μας και μας περίμενε. Έπεφτε πάνω μας και κατακυρίευε τις αισθήσεις μας. Μια άλλη ύπαρξη τότε, βυθισμένη όχι μόνο στην ατέλειωτη θάλασσα γύρω, αλλά και στο άπειρο που ανακαλύπταμε εντός μας, αναδυόταν κι άρχιζε να επιδίδεται αυθόρμητα στην οικειοποίηση των χρωμάτων, των ήχων και των αρωμάτων του τοπίου, ενεργοποιώντας συναισθηματικές, πνευματικές, ακόμα και σωματικές λειτουργίες μας.   

Έτσι, όταν παίρναμε το δρόμο από εκεί που τελειώνει η γέφυρα, πλάι στο Κάστρο πάνω, αριστερά μας, και στη θάλασσα κάτω, από τα δεξιά, ήμασταν ήδη προετοιμασμένοι, αλλά ποτέ σίγουροι για το τι ακριβώς, πέρα από το δέος του όγκου και της απεραντοσύνης, θα συναντήσουμε. Γιατί ποτέ προηγουμένως, στις τόσες και τόσες φορές, δεν συναντήσαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Η εποχή του χρόνου, οι καιρικές συνθήκες, η στιγμή της μέρας ή της νύχτας, ο κύκλος του φεγγαριού, η ηλικία μας, η ειδική κάθε φορά ψυχική και σωματική μας κατάσταση, η συγκεκριμένη παρέα, προσδιορίζουν ένα, πρόσθετο, διαφορετικό μάτι δίπλα στη μόνιμη κι από καιρό κατακτημένη ματιά, που μας πηγαίνει όλο και πιο μέσα, όλο και πιο πέρα, σ’ αυτό το ανεξάντλητο και μαζί απολύτως οριστικό δείγμα του φυσικού και του ιστορικού θαύματος. 

Είπαν πως είναι κάτι μοναδικό και ασύγκριτο. Στα διάφορα βιβλία ή λήμματα συναντάμε πολλές συγκρίσεις με άλλα παρόμοια κάστρα και οχυρωμένες μεσαιωνικές πόλεις. Έχει σημειωθεί το γεγονός ότι στη Μονεμβασιά δεν υπάρχουν οι τεράστιοι οχυρωματικοί τάφροι κάτω από τα τείχη, όπως συμβαίνει στις ανάλογες περιπτώσεις της Λευκωσίας και της Ρόδου, ούτε το διπλό τείχος που συναντάμε σε μερικά σημεία της οχυρωμένης πόλης του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης. Και αυτό δικαιολογείται επαρκώς, από τη διαμόρφωση του τοπίου, που ίσως αποτελεί κι αυτή τη μοναδικότητα, κι αυτό το ανεξάντλητο των μυστικών που κρύβει μέσα του αυτός ο τόπος. 

Αυτός ο κάθετος βράχος, που μοιάζει απρόσιτος και μαζί πολύ κοντινός και οικείος, ανεβαίνει στα διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και σε μια έκταση που τον κάνει να μοιάζει με έργο τέχνης, ικανό να μετακινηθεί πιο εδώ ή πιο πέρα μέσα στη θάλασσα, ή και να μεταφερθεί στη στεριά, στην απέναντι παραλία, φιλοξενεί δύο διαφορετικές πόλεις. Την κάτω πόλη, το προάστιο, όπου μέχρι το 1845 περίπου, οπότε ερημώθηκε, ζούσαν συνωστισμένοι δυόμισι χιλιάδες ρωμιοί Μονεμβασίτες, άποροι Τούρκοι και στρατιώτες φύλακες των διακοσίων πενήντα ατόμων, αρχόντων Μονεμβασιτών, Τούρκων αγάδων και μπέηδων μαζί με τις προσωπικές τους φρουρές, που ζούσαν άνετα στην πάνω πόλη.   

Τώρα χαλάσματα, που μας γοητεύουν και τα θαυμάζουμε, που μας προσφέρουν μια γεύση αιωνιότητας, καθώς περνάμε την πύλη της πάνω πόλης, μόλις έχουμε ανεβεί τον ανήφορο του μονοπατιού, πλάι στα μέσα τείχη με τα μεσαιωνικά παρατηρητήρια και τις μικρές πολεμίστρες, ανάμεσα στις φραγκοσυκιές και τ’ αγριολούλουδα. Ο μεσαιωνικός ορθόδοξος ναός της Αγια-Σοφιάς είναι σε καλή κατάσταση. Παρατηρούμε το θόλο και τα άλλα υπολείμματα της αρχιτεκτονικής και της λατρείας, ψάχνοντας για τους κρυμμένους θησαυρούς για τους οποίους μιλούν οι Μονεμβασίτες, κι ύστερα τρέχουμε στην κορυφή, να δούμε την τεράστια για τις αναλογίες του χώρου μπαρουταποθήκη, και στη συνέχεια τις τρεις μεγάλες δεξαμενές νερού, που στέκουν επίσης καλά, παρά τα βαθιά γεράματά τους. Αφήνουμε στο τέλος τις πιο νοσταλγικές αναζητήσεις μέσα στα ερείπια του χρόνου και της εγκατάλειψης. Κι όλο κάτι βρίσκουμε από καμάρες και ευγενικούς θόλους, για να πυροδοτήσει τη φαντασία μας και να πλάσουμε τα δικά μας παραμύθια, μαζί με τα όνειρα που απλώνονται ακόμα πιο πέρα, καθώς η θέα της θάλασσας ταξιδεύει τα μάτια μας, ή μόνο την ψυχή μας, όταν βραδιάζει ή η ατμόσφαιρα είναι θολή και μελαγχολική, ως την άκρη του κόσμου. 

Ποτέ δεν βιαστήκαμε να γυρίσουμε πίσω, και το ήξεραν εκείνοι που μας περίμεναν κάτω, μπροστά στην Παναγία τη Χρυσαφίτισσα, ανάμεσα στα «κελιά», όπως ονομάζουν τον ξενώνα του ΕΟΤ, και στο τειχάκι απ’ όπου σκύβοντας παρατηρούμε τη θάλασσα να χαϊδεύει τα πόδια του βράχου. Πιο πάνω στην πλαγιά, ο Άγιος Νικόλαος, που δεν λειτούργησε ποτέ ως εκκλησία, αλλά ως χώρος που φιλοξενούσε τα γράμματα και τις τέχνες. Σχολαρχείο τον λένε τώρα. Είναι κι άλλες, πολλές παράξενες εκκλησιές στην κάτω πόλη, που δεν έχει δρόμους, εκτός από έναν μικρό στην αρχή, καθώς περνάμε την πύλη, μέχρι την πλατεία του Ελκόμενου Χριστού, με το κανόνι που το καβαλούσαμε παιδιά, όχι μόνο για τις φωτογραφίες, αλλά και για το παιχνίδι μας. Δίπλα στον Ελκόμενο, η μεγάλη συκιά, κι άλλες μικρότερες που ζώνουν τον μικρό ξενώνα και το μαγαζί της θεια-Ματούλας. Δεν είναι κανείς που να μην περάσει από εκεί και να μη δοκιμάσει τις δίπλες και το γλυκό του κουταλιού, τριαντάφυλλο ή καρπούζι κατά προτίμηση. Πιο πέρα, ένας άλλος, παλιός δισυπόστατος ναός, η σημερινή εκκλησιά της Αγίας Άννας, και κάπου ανάμεσα στα σπίτια με τα ίχνη από θαυμαστά υπέρθυρα, τα παρατημένα μεγάλα κιούπια, τις καμάρες που σε κατεβάζουν κάτω προς το πορτέλο, αλλά και τα γεράνια, τη βουκαμβίλια, τις μικρές φραγκοσυκιές, την κάππαρη, το φλόμο και τα βασιλικά στις πόρτες μπροστά και στις άκρες των λιακωτών, η Παναγία των Κρητικών, η Μυρτιδιώτισσα.    

Ώρες να ‘χεις να βλέπεις. Ν’ ακούς τον άνεμο γύρω γύρω στα τείχη, να τρέχεις πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, να μπαίνεις μέσα στα λιγοστά μαγαζιά και στα σπίτια, που είναι μικρά και χαμηλά τα περισσότερα, αλλά μ’ έναν ατέλειωτο ορίζοντα μέσα τους, καθώς το ένα μπαίνει μέσα στ’ άλλο, κι όλα μαζί μοιάζουν καράβι που ταξιδεύει προς το άπειρο. Δεν μπορεί κανείς να πει άλλα σ’ ένα κείμενο που παραβίασε ήδη τα όριά του, αλλά πώς γίνεται να παραλείψω το κοιμητήρι με την κάτασπρη ασβεστωμένη μάντρα, στο έξω μέρος του βράχου, πάνω στο δρόμο που μας οδηγεί στην είσοδο της κάτω πόλης; Είναι σαν μια σπηλιά, η πιο μεγάλη από τις άλλες που τρυπάνε εδώ κι εκεί τα πλευρά του, λες και οι νεκροί Μονεμβασίτες φιλοξενούνται εκεί σαν θεοί αθάνατοι, έτοιμοι να σου μιλήσουν κάτω απ’ τη θάλασσα δεξιά λίγο πιο πέρα, στη θέση Κουρκούλα που κάνουμε μπάνιο, κι ακούμε έναν άλλο βράχο, μέσα στο νερό, να ανασαίνει βαθιά. Γιατί όντως. Εκεί κοντά στην Κουρκούλα που κάναμε μπάνιο, ήταν ένας βράχος μέσα στη θάλασσα, που ανάσαινε. Πλησιάζαμε, κάναμε ησυχία, και ακούγαμε την αναπνοή του. Δεν πιστεύαμε στα φαντάσματα και στα στοιχειά, αλλά την ακούγαμε, και μπορούσαμε να φανταστούμε ό,τι θέλαμε. Ακόμα πως όχι μόνο οι νεκροί Μονεμβασίτες, αλλά κι ολόκληρος ο βράχος με το Κάστρο και τις δυο οχυρωμένες πολιτείες, ήταν ζωντανός και αθάνατος.

*Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη (έκδοση – διεύθυνση Αντώνης Φωστιέρης, Θανάσης Θ. Νιάρχος), στο τεύχος 127 (Μάιος – Ιούνιος 1995).

Η Ρούλα Κακλαμανάκη (1935-2013) γεννήθηκε στον Πειραιά από μονεμβασίτες γονείς. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως δικαστικός υπάλληλος, δικαστής και δικηγόρος.

Από το 1981 έως το 1989 εξελέγη δύο φορές βουλευτής Α’ Αθηνών και χρημάτισε υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1981-1986) και Παιδείας (1988).

Εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, δύο αφηγήματα, καθώς και δοκίμια, βιογραφίες και μεταφράσεις. Επίσης, επιμελήθηκε την ανθολογία της Σύγχρονης Ουγγρικής Ποίησης και αρθρογράφησε σε εφημερίδες και περιοδικά.

Διετέλεσε υπεύθυνη ύλης του περιοδικού Hellenic Quarterly και αντιπρόεδρος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων.

Έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2013 στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», σε ηλικία 77 ετών.

*Όλες οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Δήμου Μονεμβασιάς.

in.gr