TOP

Ο τραγικός χειρισμός της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Θέμα της Μονής Αγίας Αικατερίνης!

του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η τηλεφωνική επικοινωνία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι, για το ζήτημα της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, όπως προκύπτει από το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα που κυκλοφόρησε, αποκάλυψε μια σειρά από σοβαρές παραλείψεις και αστοχίες της ελληνικής κυβέρνησης, που υπονομεύουν την αξιοπιστία της και εγείρουν ερωτήματα για την ικανότητά της να υπερασπιστεί τα εθνικά και θρησκευτικά συμφέροντα. Η υπόθεση αυτή, που αφορά έναν από τους σημαντικότερους θρησκευτικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας, αποδεικνύεται ότι δεν έχει επιλυθεί, παρά τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, ενώ η προσπάθεια αποσιώπησης μέσω ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης εντείνει την αίσθηση της πολιτικής ανεπάρκειας.
Πρώτον, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποτύχει παταγωδώς στη διαχείριση του ζητήματος. Η ανακοίνωση ότι ελληνική αντιπροσωπεία θα μεταβεί στην Αίγυπτο στις 2 Ιουνίου 2025 για «περαιτέρω επεξεργασία» της συμφωνίας αποδεικνύει ότι καμία οριστική λύση δεν είχε επιτευχθεί, παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου. Οι προηγούμενες διαβεβαιώσεις ότι το θέμα είχε διευθετηθεί κατά την επίσκεψη του Σίσι στην Αθήνα στις 7 Μαΐου αποδεικνύονται κενές περιεχομένου. Αυτή η ασυνέπεια υποδηλώνει είτε έλλειψη σοβαρής παρακολούθησης του θέματος είτε συνειδητή απόκρυψη της αλήθειας, προκειμένου να αποφευχθεί η πολιτική φθορά.
Δεύτερον, η εστίαση της ελληνικής πλευράς στη «χρήση» της Μονής αντί για την ιδιοκτησία της αποτελεί μια ανησυχητική υποχώρηση. Η Μονή Αγίας Αικατερίνης δεν είναι απλώς ένας χώρος λατρείας, αλλά ένα σύμβολο της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της ιστορικής παρουσίας του Ελληνισμού στην περιοχή. Η αποδοχή μιας συμφωνίας που περιορίζεται στη χρήση, χωρίς σαφή κατοχύρωση της ιδιοκτησίας, συνιστά de facto παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτή η στάση υποδηλώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση προτιμά μια βραχυπρόθεσμη διπλωματική διευθέτηση, θυσιάζοντας τη μακροπρόθεσμη προστασία ενός τόπου με τεράστια πνευματική και πολιτιστική σημασία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει όσους άσκησαν κριτική ως «βιαστικούς» μέσω φιλικών μέσων ενημέρωσης αποτελεί ακόμη μια απόδειξη πολιτικής ανευθυνότητας. Αντί να αναλάβει την ευθύνη για την προφανή αποτυχία της να εξασφαλίσει μια ξεκάθαρη συμφωνία, επιλέγει να μεταφέρει την ευθύνη στους επικριτές της, καλλιεργώντας μια ψευδαίσθηση επιτυχίας. Αυτή η τακτική όχι μόνο υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών, αλλά και αποκαλύπτει την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας. Η κριτική δεν ήταν «βιαστική», αλλά δικαιολογημένη, καθώς η απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης ανέδειξε την προχειρότητα των ελληνικών χειρισμών.
Επιπλέον, η υπόθεση αποκαλύπτει τη διπλωματική αδυναμία της Ελλάδας στην περιοχή. Η Αίγυπτος, ενώ διατηρεί φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα, φαίνεται να εκμεταλλεύεται την ελληνική αδράνεια, επαναπροσεγγίζοντας παράλληλα την Τουρκία. Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει την έλλειψη στρατηγικής από την ελληνική πλευρά, η οποία, αντί να ενισχύσει τη θέση της ως αξιόπιστος εταίρος, εμφανίζεται ως μια χώρα που αδυνατεί να επιβάλει τα συμφέροντά της. Η υπογραφή Διακήρυξης Φιλίας και Συνεργασίας με την Τουρκία από την Ελλάδα, χωρίς ταυτόχρονη ενίσχυση της διπλωματικής της ισχύος, έχει αφήσει τη χώρα εκτεθειμένη και ευάλωτη.
Συμπερασματικά, ο χειρισμός του ζητήματος της Μονής Αγίας Αικατερίνης από την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί παράδειγμα κακής διαχείρισης, έλλειψης διαφάνειας και αδυναμίας υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων. Η προσπάθεια συγκάλυψης μέσω ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα: η Ελλάδα φαίνεται να υποχωρεί σε ένα ζήτημα μείζονος σημασίας, θυσιάζοντας την ιστορική και πνευματική κληρονομιά της για χάρη βραχυπρόθεσμων διπλωματικών κερδών. Η αποστολή της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Αίγυπτο αποτελεί μια καθυστερημένη αντίδραση, που δεν εγγυάται την επίλυση του προβλήματος. Η κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να δράσει αποφασιστικά, προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία της Μονής και την αξιοπρέπεια της χώρας.
Και κάτι τελευταίο. Αυτή την εποχή στην Αμερική, επικρατεί μια σοβαρή επιδημία που αποκαλείται Σύνδρομο Διαταραχής Τράμπ (Trump Derangement Syndrome – TDS). Στους πάσχοντες με βαριά μορφή αυτού του συνδρόμου, συγκαταλέγεται το αποτυχημένο σύστημα – Δημοκρατικοί – συμφέροντα που τους ελέγχουν και συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης – που τα τελευταία χρόνια οδήγησαν την Αμερική στα πρόθυρα της διάλυσης και της απαξίωσης.
Το τελευταίο διάστημα μια μορφή του εν λόγω συνδρόμου έχει μετοικίσει στην Ελλάδα και έχει πλήξει θανάσιμα το σύστημα στήριξης της πεφωτισμένης και κατά την αντίληψη του ατσαλάκωτης ηγεσίας. Το όνομά του στην Ελλάδα, είναι Σύνδρομο Διαταραχής Σαμαρά Samaras Derangement Syndrome – SDS). Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών Πολιτών απαντά στο σύνδρομο με το σύνθημα, “τελικά ο Τράμπ είχε δίκιο σε όλα”. Έχει κυκλοφορήσει και σχετικό καπέλο με το σύνθημα. Ας το έχουν κατανού κάποιοι γιατί όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, ο Σαμαράς δεν βιάζεται, απλά δικαιώνεται και έχει δίκιο.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.