∆ουλεύουμε τις περισσότερες ώρες από όλους στην Ευρώπη, παίρνουμε χαμηλότερους μισθούς σε σύγκριση ακόμη και με τις αρχές της οικονομικής κρίσης, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι περίπου κατά 1/3 χαμηλότερη από τον μέσο όρο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, ενώ στις κατατάξεις της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας η ελληνική οικονομία βρίσκεται αρκετά κάτω από τη μέση της κατάταξης. Αν μη τι άλλο τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Eurostat για τον μέσο όρο των ωρών εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση έρχονται να επιβεβαιώσουν το προβληματικό παραγωγικό –ή μάλλον αντιπαραγωγικό, όπως αποδεικνύεται– μοντέλο που ακολουθείται στην Ελλάδα. Ενα μοντέλο που δεν άλλαξε ιδιαιτέρως παρά το πάθημα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, ενώ, καθώς φαίνεται, αρκετές από τις προτάσεις της περίφημης έκθεσης Πισσαρίδη δεν έχουν ακόμη περάσει στο στάδιο της υλοποίησης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ηλικίας 20-64 ετών εργάζονται εβδομαδιαίως για την κύρια εργασία τους 39,9 ώρες, τις περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε. Κοντά στα επίπεδα της Ελλάδας βρίσκονται η Ρουμανία (39,5 ώρες), η Πολωνία (39,3 ώρες) και η Βουλγαρία. Η χώρα όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις λιγότερες ώρες την εβδομάδα είναι η Ολλανδία (32,2 ώρες) και ακολουθούν η Αυστρία (33,6 ώρες) και η Γερμανία (34 ώρες). Ο μέσος όρος σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 36,1 ώρες. Τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, των οποίων οι οικονομίες συχνά συγκρίνονται με την ελληνική; Στην Πορτογαλία, μια χώρα η οποία πέρασε επίσης πρόσφατα οικονομική κρίση και έγινε μέλος της Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, ο μέσος όρος ωρών εργασίας την εβδομάδα είναι 37,7 ώρες, στο Βέλγιο 34,9, ενώ στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου επίσης δουλεύουν λιγότερες ώρες: 36,4 ώρες κατά μέσον όρο στην Ισπανία, 36,1 ώρες στην Ιταλία, 38,5 ώρες στην Κύπρο.
Την ίδια ώρα η παραγωγικότητα της εργασίας είναι καθηλωμένη στα επίπεδα των μνημονιακών χρόνων και πολύ χαμηλότερη σε σύγκριση με την Ευρωζώνη και τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του διεθνούς οργανισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας, υπολογιζόμενη σε ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, ήταν το 2022 34,5 δολάρια στην Ελλάδα, στα ίδια επίπεδα με το 2015, έναντι 53,8 δολαρίων στον ΟΟΣΑ, δηλαδή βρισκόταν στο 64,1% του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, τόσο σε επίπεδο Ευρωζώνης όσο και σε επίπεδο ΟΟΣΑ η παραγωγικότητα της εργασίας έχει βελτιωθεί αρκετά σημαντικά σε σύγκριση με το 2015, τάση που δυστυχώς δεν παρατηρείται στην Ελλάδα. Το 2008 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα βρισκόταν στο 90% του ΟΟΣΑ.
Το γεγονός ότι δουλεύουμε περισσότερο δεν σημαίνει δυστυχώς ότι πληρωνόμαστε και καλύτερα. Λόγω και της εσωτερικής υποτίμησης που έγινε στα χρόνια της κρίσης, οι ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση ήταν το 2022 οι πέμπτες χαμηλότερες στην Ε.Ε. και βρίσκονταν σε χαμηλότερα επίπεδα κατά 4,02% σε σύγκριση με το 2013.
Το μεγάλο κενό που υπάρχει ακόμη στις επενδύσεις, και μάλιστα σε παραγωγικές επενδύσεις, οι λιγοστές επενδύσεις εντάσεως τεχνολογίας και ευρύτερα το χαμηλό επίπεδο τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και η έμφαση που δίνεται ακόμη στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την αναντιστοιχία ωρών εργασίας και παραγωγικότητας στην Ελλάδα.
Σημειώνεται, τέλος, ότι οι πολλές ώρες εργασίας στην Ελλάδα σχετίζονται και με το μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, οι οποίοι εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες, 44,7 κατά μέσον όρο την εβδομάδα, έναντι 41,2 στην Ε.Ε.