Κυριακή
3
Αύγουστος
TOP

Οι νέοι καταναλωτές ξαναγράφουν τους κανόνες στο ράφι

Πιο υγιεινά τρόφιμα, λιγότερο αλκοόλ και ταυτόχρονα, γρήγορες και εύκολες λύσεις στην παρασκευή του φαγητού: οι συνήθειες της νεότερης γενιάς καταναλωτών δημιουργούν καινούρια δεδομένα στην αγορά των τροφίμων και ποτών.

Μεταξύ των τάσεων που αλλάζουν την ευρωπαϊκή αγορά τις οποίες επισημαίνουν σε πρόσφατη έκθεσή η McKinsey και η Eurocommerce, είναι η αυξανόμενη «όρεξη» των καταναλωτών για υγιεινή διατροφή. Η γενιά Z – οι ηλικίες δηλαδή κοντά στα 30 σήμερα – εμφανίζει την υψηλότερη ανάπτυξη αλλά και πρόθεση για αγορές προϊόντων που προάγουν την υγιεινή διατροφή (45%). Μάλιστα, η πρόθεση της συγκεκριμένης ομάδας καταναλωτών να επικεντρωθεί στην υγιεινή διατροφή αυξήθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, με έναν στους τρεις να δηλώνει πρόθυμος να πληρώσει περισσότερα, για υγιεινά προϊόντα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διεθνείς αλλά και οι εγχώριες βιομηχανίες τροφίμων αναδιαμορφώνουν και εξελίσσουν το χαρτοφυλάκιο τους ενισχύοντάς το με προϊόντα που καλύπτουν αυτές ακριβώς τις ανάγκες. Από τρόφιμα υψηλής διατροφικής αξίας, προϊόντα που απευθύνονται σε όσους έχουν συγκεκριμένες διατροφικές ανάγκες έως και υγιεινά σνακ για κάθε στιγμή της ημέρας.

Ακόμη μία τάση που επισημαίνει στην έκθεσή της η McKinsey, η οποία αποτυπώνεται και στην ελληνική αγορά, είναι η στροφή των καταναλωτών προς τα έτοιμα ή εκείνα που χρειάζονται λίγα λεπτά ζέσταμα, γεύματα. Το 54% των ευρωπαίων καταναλωτών αγοράζει τουλάχιστον μία φορά το μήνα, προϊόντα όπως σάντουιτς, σαλάτες, ποτά και σνακ. Παράλληλα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα το 77% της γενιάς Z αγοράζει φαγητό εν κινήσει και το 42% έτοιμα γεύματα, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Η αγορά του λεγόμενου «heat and eat» περιλαμβάνει μία ευρεία γκάμα κατηγοριών και κωδικών, από έτοιμες σαλάτες, όσπρια, γεύματα στο ράφι ή το ψυγείο και χρειάζονται μόνο ζέσταμα έως και plant-based προϊόντα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana στα εγχώρια σούπερ μάρκετ οι πωλήσεις σε αξία των «heat and eat» διαμορφώθηκαν το 2024 στα 144,35 εκατ. ευρώ, από 118,75 εκατ. ευρώ το 2022. Μεταξύ 2023 και 2024 οι πωλήσεις κατέγραψαν αύξηση σε αξία κατά 7,5% και σε όγκο κατά 6,8%.

Διαβάστε περισσότερα στο δημοσίευμα του www.cnn.gr πατώντας ΕΔΩ