Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αναλάβει δράσεις προκειμένου να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα και να συμμορφωθούν με τα διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, οι δράσεις αυτές υλοποιούνται με αργό ρυθμό και σε βασικές κατηγορίες δράσεων οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν σχεδόν σε όλες.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την τελευταία έρευνα της ΕΥ «Sustainable Value Study Ελλάδα 2023», στην οποία η Ελλάδα συγκρίνεται με τα παγκόσμια δεδομένα και σε κάποιες κατηγορίες με άλλες τρεις χώρες: τις Πολωνία, Ρουμανία και Τσεχία.
Τα ευρήματα της έρευνας
Η έρευνα κατέγραψε τις επιδόσεις των επιχειρήσεων του δείγματος ως προς τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή και, με βάση τις επιδόσεις αυτές, κατέταξε τις επιχειρήσεις σε τρεις ομάδες:
- Οι πρωτοπόροι έχουν ολοκληρώσει τις περισσότερες δράσεις για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.
- Οι εξερευνητές βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο ολοκλήρωσης των δράσεων και αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα πληθυσμιακά
- Οι παρατηρητές θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα στο μέλλον
Εξετάζοντας, τις επιδόσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παγκόσμια έρευνα της EY, σε σχέση με εκείνες του ελληνικού δείγματος, η εικόνα φανερώνει ότι υπάρχουν αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Σε διεθνές επίπεδο, λοιπόν, οι πρωτοπόροι ηγούνται δυναμικά των προσπαθειών, αποτελώντας το 32%, σε σχέση με μόλις το 9% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα στην Ελλάδα.
Αντίστοιχα, στη χώρα μας ακολουθούν με 52% (45% παγκοσμίως) οι εξερευνητές, με το 39% (23% στο παγκόσμιο δείγμα) να βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του παρατηρητή.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στους εξερευνητές και τους παρατηρητές στη χώρα μας, ώστε να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στις επιμέρους δράσεις που εξετάζει η έρευνα.
Σε σύγκριση με τις τρεις άλλες χώρες στις οποίες έτρεξε η έρευνα (Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχία), η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη μείωσης ώστε να επιτύχει μηδενικές εκπομπές άνθρακα (net zero). Για να πετύχουν αυτόν τον στόχο, οι ελληνικές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι σκοπεύουν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα κατά 46%, κατά μέσο όρο, σε σχέση με το έτος βάσης, έναντι 33% στην Πολωνία, 32% στην Τσεχία και 27% στη Ρουμανία.
Μικρότερες είναι οι διαφοροποιήσεις ως προς τα σχετικά χρονοδιαγράμματα. Συγκεκριμένα, ως προς τη μείωση συγκεκριμένης ποσότητας εκπομπών, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα χρειαστούν, κατά μέσο όρο, εννέα χρόνια, όπως και η Πολωνία, έναντι οκτώ ετών της Τσεχίας και επτά της Ρουμανίας. Αντίστοιχα, αρνητικό αποτύπωμα άνθρακα, οι ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα επιτύχουν σε 16 χρόνια, έναντι 12 της Πολωνίας, 15 της Τσεχίας, και 17 της Ρουμανίας.
Η έρευνα κατέγραψε τις επιδόσεις των επιχειρήσεων του δείγματος ως προς τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή και, με βάση τις επιδόσεις αυτές, κατέταξε τις επιχειρήσεις σε τρεις ομάδες: Πρωτοπόρους, εξερευνητές και παρατηρητές. Για τη δημιουργία της κατάταξης, η έρευνα έλαβε υπόψη 32 διαφορετικές δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε πέντε τομείς:
- Μέτρηση και υποβολή εκθέσεων
- Διακυβέρνηση και επίβλεψη
- Επιχειρησιακές λειτουργίες
- Πελάτες και παραγόμενα προϊόντα
- Προμηθευτές και τρίτα μέρη
Κάθε δράση αξιολογήθηκε με βάση τον βαθμό προόδου που έχει επιτευχθεί σε δεκαβάθμια κλίμακα, ως εξής:
- Ολοκληρωμένες δράσεις 10
- Δράσεις σε εξέλιξη 5
- Δράσεις σε φάση σχεδιασμού για τον επόμενο χρόνο 2
- Χωρίς σχέδια 0
Με βάση την αξιολόγηση αυτή, οι επιχειρήσεις έλαβαν βαθμολογία από 0 έως 100. Όσες έλαβαν έως 39 βαθμούς χαρακτηρίστηκαν ως παρατηρητές, όσοι έλαβαν μεταξύ 40 και 69 ως εξερευνητές και όσοι ξεπέρασαν τους 70 βαθμούς ως πρωτοπόροι.
Η μέχρι σήμερα πρόοδος, οι στόχοι και τα χρονοδιαγράμματα των επιχειρήσεων δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου του 1,5°C
Σε ολόκληρο τον κόσμο η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι επιχειρήσεις ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δε δικαιολογεί αισιοδοξία ως προς την επίτευξη του στόχου του 1,5ο C. Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι ακόμη λιγότερο ενθαρρυντική, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πετύχει, μέχρι σήμερα, μείωση των εκπομπών κατά 18%, ως προς το έτος βάσης, έναντι 28% παγκοσμίως. Στις μειώσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται οι αντισταθμίσεις άνθρακα.
Παράλληλα, μόνο 17% των επιχειρήσεων (έναντι 19% παγκοσμίως) έχουν δεσμευτεί να πετύχουν αρνητικές εκπομπές άνθρακα (αφαίρεση και αντιστάθμιση των εκπομπών που ξεπερνούν το συνολικό αποτύπωμα άνθρακα της επιχείρησης), και μόλις 9% (έναντι 11% παγκοσμίως) να πετύχουν τον στόχο του net zero – μηδενικές καθαρές εκπομπές (επίτευξη του επιστημονικά τεκμηριωμένου στόχου 1,5°C και απομάκρυνση των υπολειπόμενων εκπομπών από την ατμόσφαιρα).
Οι δημόσιες δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι περισσότερες επιχειρήσεις υπολείπονται του στόχου της μείωσης των εκπομπών κατά 45% έως το 2030, που απαιτείται για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, κάτω από το όριο του 1,5°C. Μόνο το 44% έχουν αναλάβει συγκεκριμένη δημόσια δέσμευση μέχρι το 2030, ενώ μόλις μία στις τρεις (34%) σχεδιάζει να μειώσει τις εκπομπές κατά 45% ή περισσότερο, σε κάποια χρονική στιγμή στο μέλλον.
Οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας (για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, τους πελάτες) αποφέρουν χρηματοοικονομικά οφέλη
Η απόκλιση αυτή, μεταξύ των ευρημάτων στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ενδέχεται, να οφείλεται και στη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στη μέτρηση της αξίας που δημιουργούν.
Σε ερώτηση σχετικά με τον βαθμό δυσκολίας, 49% των ελληνικών επιχειρήσεων, έναντι 65% των επιχειρήσεων παγκοσμίως, αναφέρουν ότι θεωρούν εύκολη ή πολύ εύκολη τη μέτρηση της χρηματοοικονομικής αξίας. Το ίδιο ισχύει για την αξία για τους πελάτες (51% έναντι 65%), την κοινωνία (49% έναντι 67%) και τον πλανήτη (47% έναντι 65%). Ωστόσο, οι υπό σύγκριση χώρες εμφανίζονται να αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στη μέτρηση της αξίας.
Η αξία που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λειτουργήσει ως κίνητρο για όσες βρίσκονται στα πρώτα βήματα της διαδρομής προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, προκειμένου να αυξήσουν τις επενδύσεις τους.
Πηγή: ot.gr