Έναν μήνα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι «παλιρροϊκές» συνέπειες του αργού πολέμου κλονίζουν τον πλανήτη επηρεάζοντας όχι μόνο τα αθώα θύματα στην Ουκρανία αλλά και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν σε μακρινές χώρες, έξω και πέρα από τα φυσικά όρια της εμπόλεμης ζώνης.
Ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Σπύρος Κίντζιος μιλά στο LiFO.gr για το χειρότερο σενάριο αλλά και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει η Ελλάδα ώστε να μειώσει τον οικονομικό αντίκτυπο του απρόβλεπτου πολέμου στις καλλιέργειες και τη ζωική παραγωγή.
-Πώς και γιατί ο πόλεμος σε μία και μόνο χώρα, την Ουκρανία, επηρεάζει τις τιμές τροφίμων στην Ευρώπη; ΄Ή μήπως είναι παγκόσμιο το αποτύπωμα;
«Οι τιμές, κυρίως των τροφίμων, επηρεάζονται κατεξοχήν στην Ευρώπη επειδή απλά η Ουκρανία αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή της Γηραιάς Ηπείρου σε συγκεκριμμένα είδη διατροφής και ζωοτροφών και έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές τροφίμων γενικότερα. Επίσης, η Ουκρανία είναι βασικός προμηθευτής λιπασμάτων (κυρίως νιτρικών και καλιούχων).»
Στην Ελλάδα, η αποδέσμευση αχρησιμοποίητων γαιών συνολικής έκτασης δύο εκατομμυρίων στρεμμάτων και η απόδοση τους, υπό όρους, σε νέους άκληρους αγρότες θα μπορούσε να καλύψει το 30-50% των ελλείψεων μας σε μαλακό σιτάρι ή καλαμπόκι.
«Πέραν από τις επιπτώσεις στις άμεσες εξαγωγές τροφίμων, ο πόλεμος έχει διαταράξει και τη ροή ενέργειας, πρώτων υλών και τροφίμων τόσο από τη Ρωσία (μία εξίσου σημαντική πηγή πρωτογενών αγαθών) όσο και άλλες χώρες, κυρίως μέσω του μερικού αποκλεισμού κρίσιμων λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα και στην Βαλτική, όπως για παράδειγμα του λιμανιού της Κλαιπέντα στη Λιθουανία που αποτελεί σημαντική πύλη εισαγωγής λιπασμάτων από τη Λευκορωσία. Τα προβλήματα αυτά οφείλονται όχι μόνο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και στις κυρώσεις οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή.
Αν και οι επιπτώσεις στην Ευρώπη είναι αμεσότερες και λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης με την Ουκρανία, το αποτύπωμα τους είναι αδιαμφισβήτητα παγκόσμιο. Καταρχήν υπάρχουν χώρες εκτός Ευρώπης, όπως η Αίγυπτος και η Τουρκία, οι οποίες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό (σε ορισμένες περιπτώσεις άνω του 70%) από την άμεση παραγωγή σιτηρών. Η αγροτική δραστηριότητα και η διακίνηση των τροφίμων έχει έναν έντονα παγκοσμιοποιημένο χαρακτήρα, καθώς η γεωργική παραγωγή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη χρήση εισροών, όπως είναι τα καύσιμα, τα λιπάσματα, τα φυτοπροστατευτικά μέσα και το πολλαπλασιαστικό υλικό.
Ανάλογα με τη χώρα, οι εισροές αυτές μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο εισαγόμενες. Στις εισαγόμενες εισροές μπορεί να συμπεριληφθεί και το εποχικό ανθρώπινο δυναμικό, η έλλειψη του οποίου έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Ελλάδα την περίοδο της κορύφωσης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Τέλος, οι ελλείψεις τροφίμων σε μία περιοχή του πλανήτη οπωσδήποτε θα επηρεάσουν ανοδικά τις τιμές των αντίστοιχων προϊόντων σε όλες τις υπόλοιπες, ειδικά αν η παγκόσμια παραγωγή ή/και τα αποθέματα αυτών είναι μειωμένα. Το φαινόμενο αυτό είναι περισσότερο έντονο στα λεγόμενα «χρηματιστηριακά» είδη τροφίμων (commodities) όπως είναι τα περισσότερα σιτηρά, οι ελαιούχοι σπόροι (ηλιάνθος), η σόγια και η ζάχαρη. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία είναι μείζονες χώρες προορισμού εξαγωγών ελληνικών προϊόντων όπως τα οπωροκηπευτικά, επομένως η διακοπή των εξαγωγών στις χώρες αυτές θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στο ισοζύγιο του αγροτικού τομέα.»
-Πόσο μεγάλη είναι η ουκρανική παραγωγή και σε τι ποσοστό τροφοδοτείται η Ευρώπη από την Ουκρανία; Ποια είναι τα βασικά προϊόντα;
«Η γεωργία αποτελεί σημαντικό συστατικό της ουκρανικής οικονομίας, η οποία έχει μεγιστοποιήσει το παραγωγικό της δυναμικό κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών χάρη σε κομβικές ξένες επενδύσεις. Αυτή τη στιγμή αποτελεί τον τέταρτο μεγαλύτερο προμηθευτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα τα τρόφιμα, ενώ κατέχει το 32% της παγκόσμιας παραγωγής ηλίανθου και περίπου το 8% ξεχωριστά σε στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και λιπάσματα.»
-Η Ρωσία κόβει τα λιπάσματα προς τη Δύση. Είναι και αυτό πρόβλημα και, αν ναι, σε τι βαθμό θα πλήξει τις ευρωπαϊκές καλλιέργειες;
«Η έλλειψη κυρίως βασικών (αζωτούχων και καλιούχων) λιπασμάτων, των οποίων η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο παγκοσμίως εξαγωγέα, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση του κόστους της παραγωγής των γεωργικών προϊόντων. Προσωπικά εκτιμώ ότι οι επιπτώσεις στην Ελλάδα θα είναι πιο μετριασμένες, καθώς λόγω της πολυετούς οικονομικής χρήσης, οι Έλληνες αγρότες έχουν ήδη προσαρμόσει την παραγωγή τους σε χαμηλότερα επίπεδα λίπανσης, μειώνοντας βέβαια και τα αντίστοιχα μεγέθη παραγωγής.»
-Υπάρχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παραγωγή;
«Το βασικό πρόβλημα στην παραγωγή τροφίμων είναι η αύξηση του κόστους λόγω των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και σε δεύτερο βαθμό των λιπασμάτων (η συμμετοχή των οποίων στο συνολικό κόστος παραγωγής είναι περίπου το 30% του αντίστοιχου της ενέργειας). Λόγω της έναρξης της εαρινής περιόδου, το κόστος της παραγωγής θα καθοριστεί πολύ από τις καλές ή όχι καιρικές συνθήκες. Η Ελλάδα είναι σε ευνοϊκή θέση, συγκριτικά με άλλες χώρες, όσον αφορά αυτή την παράμετρο, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί μία αύξηση του κόστους ακόμα και εκείνων των προϊόντων στα οποία είμαστε πλεονασματικοί, όπως αφορά τα περισσότερα προϊόντα φυτικής παραγωγής με εξαίρεση το μαλακό στάρι και το καλαμπόκι.
-Αυξάνονται πραγματικά τόσο πολύ οι τιμές λόγω πολέμου ή είναι και ζήτημα αισχροκέρδειας στην Ελλάδα;
«Για τους λόγους που προανέφερα, στα προϊόντα στα οποία είμαστε πλεονασματικοί, όπως είναι το σκληρό στάρι (πρώτη ύλη για μπισκότα, ζυμαρικά και χωριάτικο ψωμί), λαχανικά, πατάτες, φρούτα και άλλα, είναι λογικό να υπάρξει μία αύξηση των τιμών κατά 5-10% λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής. Προσοχή όμως: εφόσον υπάρξει πλεόνασμα σε ορισμένα είδη λόγω μη απορρόφησης των εξαγωγών, θα ήταν αναμενόμενη ακόμα και μείωση των τιμών σε αυτά. Σε κάθε περίπτωση, αυξήσεις της τάξης του 50%, 100% ή και παραπάνω είναι ενδεικτικές φαινομένων αισχροκέρδειας και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι οι παραγωγοί δεν εισπράττουν ούτε ελάχιστο μέρος των όποιων δυσθεώρητων αυξήσεων των τιμών, τις οποίες καρπώνονται οι διάφοροι ενδιάμεσοι.»
-Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο αν μακροημερεύσει η κρίση; Για πόσο καιρό θα μείνουν στα ύψη οι τιμές των τροφίμων;
«Υποχρεωτικά θα πρέπει να στραφούμε σε άλλα μοντέλα παραγωγής και να αυξήσουμε τη χρήση αγροτικής γης, τόσο ποσοτικά (δηλαδή ως έκταση) όσο και ποιοτικά, με προσανατολισμό την παραγωγή ειδών στα οποία υπάρχει έλλειψη. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η αποδέσμευση αχρησιμοποίητων γαιών συνολικής έκτασης δύο εκατομμυρίων στρεμμάτων και η απόδοση τους, υπό όρους, σε νέους άκληρους αγρότες θα μπορούσε να καλύψει το 30-50% των ελλείψεων μας σε μαλακό σιτάρι ή καλαμπόκι.
Το θετικό στοιχείο είναι ότι η γεωπονική επιστήμη και έρευνα έχει πλέον αναπτύξει εξαιρετικά προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία τα οποία μπορούν να εξορθολογήσουν τη χρήση των λιπασμάτων έτσι ώστε να πετυχαίνουμε τη μέγιστη παραγωγή με τη μικρότερη δυνατή ποσότητα. Ο επιστημονικός αυτός τομέας ονομάζεται Γεωργία Ακριβείας και αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της 4ης Αγροβιομηχανικής Επανάστασης στην οποία τα ψηφιακά μέσα έχουν καθοριστικό ρόλο.
Αν ληφθούν άμεσα τα κατά προτεραιότητα αναγκαία μέτρα, όπως η σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή ειδών σε έλλειψη, όπως το μαλακό στάρι, η εκπαίδευση των αγροτών στα σύγχρονα μέσα και ακόμα διατεθούν χαμηλότοκα δάνεια για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής, οι τιμές των τροφίμων θα επανέλθουν στα κανονικά επίπεδα εντός των προσεχών μηνών, νωρίτερα για τα είδη στα οποία έχουμε πλεόνασμα.
Μία άλλη, εξαιρετικά σημαντική πτυχή του προβλήματος είναι το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το ύψος των διαθέσιμων αποθεμάτων. Το κενό αυτό δημιουργεί ευκαιρίες κερδοσκοπίας θέτοντας σε κίνηση διαδικασίες πρόκλησης τεχνητών ελλείψεων στα τρόφιμα. Επίσης είναι άγνωστο αν τα υφιστάμενα αποθέματα διατίθενται στην εγχώρια αγορά ή κατευθύνονται σε πιο κερδοφόρους εξαγωγικούς προορισμούς.
Είναι υποχρέωση του Κράτους να ενεργοποιήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και να προχωρήσει άμεσα στην καταγραφή των αποθεμάτων και των αλυσίδων εφοδιασμού σε όλη τη χώρα. Το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει ήδη ετοιμάσει ολοκληρωμένη πρόταση για τη σύνταξη Σχεδίου Αντιμετώπισης της Επισιτιστικής Κρίσης το οποίο περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για αυτό τον σκοπό.»
-Παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ για τις εξαγωγές κράτη-μέλη της Ένωσης;
«Από ότι φαίνεται, ναι. Υπάρχουν πληροφορίες ότι χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία περιορίζουν σημαντικά τις εξαγωγές σιτηρών ενώ άλλες, όπως η Γαλλία, έσπευσαν να κλείσουν την παραγωγή τους σε συμβόλαια.»
-Υπάρχει πιθανότητα να ισχύσουν περιορισμοί στις αγορές προϊόντων στα σούπερ μάρκετ;
«Το μέτρο αυτό θα είχε νόημα μόνον στην περίπτωση ακραίων ελλείψεων. Προς το παρόν, δεν υπάρχει πρόβλημα στην εξασφάλιση τροφίμων για τα νοικοκυριά, ωστόσο οι επιχειρήσεις εστίασης υφίστανται πιέσεις από την έλλειψη συγκεκριμμένων εισαγόμενων ειδών, όπως είναι το ηλιέλαιο. Δεν δικαιολογείται ούτε αναμένεται μαζική έλλειψη όλων ανεξαρτήτως των τροφίμων, οπότε δεν υπάρχει λόγος για πανικό.»
-Τι συμβαίνει με τις ζωοτροφές και τα ζώα; Έχει η Ελλάδα επάρκεια; Πώς αυτό θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση;
«Η Ελλάδα δεν έχει επάρκεια σε ζωοτροφές, καθώς η καλλιέργεια του καλαμποκιού, ως αποσυνδεδεμένη από τις επιδοτήσεις έχει υποχωρήσει δραματικά. Επίσης είμαστε ελλειμματικοί στο κριθάρι και ασφαλώς στη σόγια η οποία εισάγεται κατά 90%. Υπάρχουν ωστόσο λύσεις: μπορούμε να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή ψυχανθών (της βοτανικής οικογένειας στην οποία ανήκουν τα φασόλια και τα ρεβύθια αλλά και η σόγια), όπως της μηδικής, η οποία είναι βασική ζωοτροφή, αλλά και περισσότερο εγχώριων, και για τον λόγο αυτό πιο αποδοτικών ειδών, όπως είναι το λούπινο. Ας μην ξεχνάμε πως μεγάλο μέρος της ζωικής μας παραγωγής βασίζεται στην εκτατική αιγοπροβατοτροφία, η οποία αξιοποιεί την ελεύθερη βόσκηση. Εδώ τίθεται πάλι το θέμα της αξιοποίησης των ακαλλιέργητων γεωργικών γαιών.
-Δεν μπορούμε απλώς να αυξήσουμε τις εισαγωγές από άλλα κράτη; Από τον Καναδά παραδείγματος χάριν;
«Σίγουρα και αυτό θα συμβεί σε μεγάλο βαθμό ως προσωρινό μέτρο. Ωστόσο το κόστος των μεταφορών, ιδιαίτερα από απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Κάτι το οποίο δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι, ειδικά για τις ζωοτροφές, το μεταφορικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το κόστος παραγωγής των προϊόντων. Επομένως η μόνιμη, μακροχρόνια λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ενίσχυση τόσο της εγχώριας παραγωγής τροφίμων όσο και της παραγωγής των αγροτικών εισροών, όπως είναι τα λιπάσματα.»
Πηγή: lifo.gr