Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Θυσία στην ακρίβεια τα παραδοσιακά τρόφιμα της ελληνικής κουζίνας

Τι αποκαλύπτουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις δαπάνες των νοικοκυριών και τις επιλογές τους μπροστά στο ράφι

Οταν ένα ταψί μπριάμ κοστίζει όσο ένα μαγειρευτό χοιρινό ή γεμιστές πιπεριές με τυρί φέτα όσο το μοσχάρι και ένα κιλό φασολάκια όσο μισό κοτόπουλο, οι αλλαγές στο καθημερινό τραπέζι είναι αναπόφευκτες ειδικά στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τιμή των χονδρών πιπεριών που είναι όσο περίπου η τιμή του χοιρινού το 2020 (περίπου 2,40 ευρώ το κιλό) ή όσο το μισό κιλό κατσικίσιου κρέατος σήμερα.

Ερευνες που δημοσιεύονται κατά καιρούς καταγράφουν ότι περίπου επτά στους 10 καταναλωτές δηλώνουν μείωση των δαπανών ακόμα και στα βασικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κατανάλωση μειώνεται κατά 70% ή οι μειώσεις αφορούν όλα τα τρόφιμα ή προϊόντα. Στις μελέτες αυτές δεν υπάρχει μεγαλύτερη λεπτομέρεια για περικοπές ανά κατηγορία προϊόντων ή ανά προϊόν.

«ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ανέλυσαν τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν τον υπολογισμό του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Η μέθοδος είναι προσεγγιστική, καθώς αποπληθωρίσαμε την επίπτωση που έχει η βαρύτητα κάθε προϊόντος στο «καλάθι» του πληθωρισμού. Θα ήταν πιο ακριβής εάν υπήρχε η ίδια ταξινόμηση σε κάθε χρονική περίοδο και ανάλυση ανά προϊόν (π.χ. φέτα).  Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας είναι τα εξής:

Από το 2021, όταν ξεκίνησε η ανηφόρα των τιμών μέχρι σήμερα, τα είδη διατροφής έχουν αυξηθεί κατά περίπου 37%, ενώ η μείωση της δαπάνης (σε όγκο) υπολογίζεται σε περίπου 10%. Αλλά το ποσοστό ποικίλλει με την κατηγορία του τροφίμου. Για παράδειγμα, οι αγορές σε φρούτα μειώθηκαν κατά 12%, σε λαχανικά κατά 11%, σε όσπρια κατά 15% και σε ελαιόλαδο κατά 10%.

Οι αγορές έτοιμων γευμάτων αυξήθηκαν κατά 23% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, όπως μας ανέφεραν εκπρόσωποι σουπερμάρκετ και εταιρειών ερευνών. Η αύξηση αυτή αφορούσε όλες τις κατηγορίες έτοιμων γευμάτων, με τα κατεψυγμένα γεύματα να καταγράφουν την υψηλότερη αύξηση, με 29%.

Στην περίοδο Ιουλίου 2022 – Ιουλίου 2023, ο σωρευτικός πληθωρισμός στα είδη διατροφής ήταν 29,9% που φαίνεται ότι οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης κατά 8%. Με την ίδια μέθοδο διαπιστώνεται μεγάλη αύξηση στο ψωμί, τα κρέατα, τα ψάρια, το γάλα, τα αβγά, τα λάδια, τα λαχανικά και τα φρούτα. 

Σε όλα διαπιστώνεται μείωση κατανάλωσης, πλην των λαχανικών και φρούτων. Ισως αυτό ισχύει διότι οι καταναλωτές για να μειώσουν τις δαπάνες αντικαθιστούν ακριβότερα προϊόντα (ανά τεμάχιο ή ανά κιλό) με φθηνότερα. Δηλαδή μπορεί να αντικαταστάθηκε κάποια ποσότητα κρέατος με φρούτα και λαχανικά. Ενδεχομένως να περιλαμβάνεται και αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες.

Εξάλλου, γνωρίζουμε από τα οικονομικά ότι υπάρχουν τα προϊόντα gini, τα οποία δεν υπακούουν στον νόμο προσφοράς και ζήτησης ή, καλύτερα, στην ελαστικότητα (όσο αυξάνεται η τιμή τόσο μειώνεται η ζήτηση). Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ψωμί ή οι περίοδοι πολέμου, όπου αυξάνεται η κατανάλωση ψωμιού και άλλων φθηνών τροφών, ώστε να μεγιστοποιηθεί η χρήση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Στην τριετία, δηλαδή την περίοδο Ιουλίου 2021 – Ιουλίου 2023, οι συνολικές ανατιμήσεις είναι μεγαλύτερες και φτάνουν το 50%, αλλά ο υπολογισμός της δαπάνης σε όγκο δεν ήταν δυνατός λόγω αλλαγής στην ομαδοποίηση των προϊόντων που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ. Τον Ιούλιο του 2021, η μεταβολή τιμής και η επίπτωση στον πληθωρισμό για το ελαιόλαδο (σε ετήσια βάση) ήταν διακριτή, ενώ από τον Ιούλιο του 2022 περιλαμβάνεται στην ομάδα έλαια. Ετσι, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν, για παράδειγμα, το ελαιόλαδο ή μέρος του αντικαταστάθηκε από κάποιο άλλο έλαιο, όπως ηλιέλαιο. Το ίδιο συνέβη στα γαλακτοκομικά κ.α.